Giamni Fiorito |
Στη Νάπολη του '80, ενώ ο Φαμπιέτο ακολουθεί το πάθος του για το ποδόσφαιρο, μια οικογενειακή τραγωδία χαράζει το αβέβαιο αλλά πολλά υποσχόμενο μέλλον του στη σκηνοθεσία. Ισως η πιο προσωπική και αγαπημένη ταινία του σκηνοθέτη, τόσο αγαπημένη που δεν θέλει να βάλει τέλος. Κατά τη διάρκειά της είναι αρκετές οι φορές που ο θεατής εικάζει ότι πέφτουν οι τίτλοι τέλους, κι όμως ο Σορεντίνο συνεχίζει με άλλη μια πτυχή της ιστορίας του, λιγότερο σημαντική για μας, περισσότερο για εκείνον.
Ο Σορεντίνο δίνει ένα μάθημα σκηνοθεσίας, ευαισθησίας, διεισδυτικότητας στους χαρακτήρες και φυσικά περιεχομένου στους νεότερους συναδέλφους του. Εχεις να πεις μια ιστορία; Πες την. Εάν δεν έχεις να διηγηθείς μια ιστορία, μην κάνεις ταινία. Αυτό το μήνυμα αφήνει. Κι εκείνος διηγείται την ιστορία του τόσο ολοκληρωμένα, τρυφερά, με τόση ενσυναίσθηση, που δεν μπορείς να μείνεις απλός θεατής, γίνεσαι κοινωνός υποχρεωτικά. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο ο Σορεντίνο στηρίζεται στους σκηνοθέτες - μύθους του ιταλικού σινεμά και τους αποθεώνει. Μέσα από τη ματιά του έφηβου Φαμπιέτο εξωραΐζει και απενοχοποιεί τη δύσκολη δεκαετία του '80 στην Ιταλία και παρουσιάζει χαρακτήρες της πολυπληθούς οικογένειας της ιταλικής κοινωνίας.
Οι τέσσερις επιμέρους ιστορίες που απαρτίζουν το πορτρέτο - αναφορά στο περιοδικό «The New Yorker» διαδραματίζονται σε μια πόλη της Γαλλίας (Ennui-sur-Blase), περιγράφοντας στιγμές του περασμένου αιώνα, με μια οικουμενική διάθεση, αφού γίνεται συγκερασμός της ευρωπαϊκής με την αμερικανική κουλτούρα. Η μοντέρνα Τέχνη, η δεκαετία του '60, το αστυνομικό μυθιστόρημα των δεκαετιών '30, '40, '60, συντίθενται με τέτοιο τρόπο ώστε από τη μια να αποθεώνεται η «ελευθεροτυπία» και από την άλλη να «κατακεραυνώνεται» το αξιακό σύστημα που τα διέπει. Το καστ είναι εξίσου μεγαλειώδες και προσαρμοσμένο απόλυτα στη σατιρική διάσταση της ταινίας. Με λίγα λόγια, απολαύστε την κι ας έχει πολύ καλά κρυμμένη την κοινωνική διάσταση των πραγμάτων. Δείτε την σαν παιδί που σκαρφαλώνει σε ένα πολύχρωμο καρουζέλ που γυρίζει σε φρενήρεις ρυθμούς.
Η Ουντίνε είναι μια ιστορικός που ζει στο Βερολίνο. Οταν ο άνδρας που αγαπά την εγκαταλείπει, ο αρχαίος μύθος της νύμφης του νερού έρχεται να την στοιχειώσει. Η Ουντίνε πρέπει να σκοτώσει τον άνδρα που την πρόδωσε και να επιστρέψει στο νερό, όπου ανήκει.
Ο μύθος της Ουντίνε υπάρχει σε πολλές παραλλαγές, από την αρχαιότητα μέχρι και τον 16ο αιώνα. Συναντάται σε αρκετά λογοτεχνικά βιβλία και μια εκδοχή της συναντάμε και στην ταινία «Ondine» του Νιλ Τζόρνταν. Ο Πέτσολντ μεταφέρει τον μύθο στη σύγχρονη Γερμάνια και όποιος δεν γνωρίζει εξαρχής ότι η ταινία έχει αναφορά στον συγκεκριμένο μύθο, μπορεί να μπερδευτεί με τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων και με το τι θέλει να πει η ταινία. Ο θεατής πρέπει να είναι προετοιμασμένος ότι πρόκειται για ένα «παραμύθι», που αν και είναι ειπωμένο με σύγχρονη ματιά, παραμένει αμετάκλητα μεταφυσικό. Η κινηματογράφησή του είναι αρκετά στιβαρή και ξεχωρίζουν τα υποβρύχια πλάνα του, καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να δώσει μια μυστηριακή υφή στην ατμόσφαιρα.
Με την παρουσία του στο Φεστιβάλ και τις συναντήσεις που είχε με τους υπεύθυνους του θεσμού, ο Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Πατρέων εξέφρασε τη βούληση για ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών και ενόψει των καλοκαιρινών εκδηλώσεων.
Αλλωστε, ο Πολιτιστικός Οργανισμός έχει ήδη ξεκινήσει συνεργασία με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας γίνεται και η προβολή στην κινηματογραφική αίθουσα του Παμμικρασιατικού Συνδέσμου (Φωκαίας 26) δύο ξεχωριστών ταινιών, της τσεχοσλοβάκικης «Το τραγούδι του γκρι περιστεριού» του Στάνισλαβ Μπαράμπας και της ελληνικής «Το ξυπόλυτο Τάγμα» του Γκρεγκ Τάλλας, οι οποίες είναι ενταγμένες στις φετινές εκδηλώσεις για τα 78 χρόνια από «Το μπλόκο των Προσφυγικών». Οι ταινίες θα προβληθούν αύριο Παρασκευή στις 7.30 το απόγευμα και την Κυριακή 5 Δεκέμβρη την ίδια ώρα αντίστοιχα.
«Για το Σωματείο μας το επόμενο διάστημα αποτελεί περίοδο πολύμορφης κινητοποίησης σε κάθε χώρο με αίτημα τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, την κατάργηση του ν. Χατζηδάκη», τονίζει ο Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος σε ανακοίνωσή του, παραθέτοντας ενδεικτικά μια σειρά πλευρές από την εφαρμογή του ν. Χατζηδάκη στους εργασιακούς χώρους.
«Στα νυχτερινά κέντρα δίνει στους εργοδότες το δικαίωμα να παραβιάζουν τις συμφωνηθείσες μέρες και ώρες εργασίας, με κριτήριο τις κρατήσεις. Πρακτικά ο νόμος δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να διώχνει τον μουσικό χωρίς αποζημίωση, μια βραδιά που δεν θα έχει κρατήσεις και επιπλέον να ορίζει αυτός με βάση τις δικές του ανάγκες μέρα αναπλήρωσης. Γνωρίζουμε πως αυτή η πρακτική εφαρμόζεται ήδη ακόμα και σε μεγάλα σχήματα με γνωστούς τραγουδιστές, όπου οι μουσικοί καλούνται να δουλέψουν δυο μέρες με ενάμιση μεροκάματο. Επίσης πολλά σχήματα αναβάλουν συνεχώς την ημερομηνία έναρξης και κάποια ακυρώνουν αφήνοντας ακάλυπτους τους μουσικούς και τις εκατοντάδες απλήρωτες ώρες πρόβας που έχουν προηγηθεί. Στις συναυλίες της καλοκαιρινής περιόδου που πέρασε, υπήρξαν πολλές ακυρώσεις είτε άμεσα λόγω τοπικών περιοριστικών μέτρων είτε λόγω μειωμένων κρατήσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις οι μουσικοί δεν αποζημιώθηκαν, παρά το ότι η ακύρωση έγινε χωρίς δική τους υπαιτιότητα.
Στη Λυρική Σκηνή οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δουλεύουν με ατομικές συμβάσεις, που προβλέπουν εκ περιτροπής εργασία. Δηλαδή ο μουσικός πληρώνεται με ένα χαμηλό ημερομίσθιο, το οποίο δεν αφορά την περίοδο κατά την οποία απασχολείται, αλλά μόνο τις μέρες που έχει πρόβα η παράσταση, αφήνοντας εκτός αμοιβής τον απαραίτητο χρόνο μελέτης και ξεκούρασης. Στην Κρατική Ορχήστρα οι έκτακτοι μουσικοί πληρώνονται με 160 ευρώ για έξι πρόβες και μια συναυλία. Στα σύνολα της ΕΡΤ οι συμβασιούχοι μουσικοί, ενώ καλύπτουν εδώ και δεκαετίες πάγιες και αναγκαίες θέσεις, εξακολουθούν να πληρώνονται με τη συναυλία.
Στα Ωδεία οι εργαζόμενοι πληρώνονται όχι με βάση τη δουλειά που κάνουν αλλά κατά κεφαλή μαθητή, δηλαδή με βάση τα έσοδα του εργοδότη. Για την συντριπτική πλειονότητα ισχύει ωρομίσθια απασχόληση με εξευτελιστική αποζημίωση, ενώ έχουμε και την απαράδεκτη πρακτική γνωστής επιχείρησης που αφαιρεί μέρος της αμοιβής δίνοντας ισόποσα κουπόνια σίτισης».
Καταλήγει ότι η εικόνα «μπορεί να αλλάξει μόνο με τον αγώνα και τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας σε κάθε χώρο».