Eurokinissi |
Ουσιαστικά, πρόκειται για προσπάθεια λίφτινγκ του καπιταλιστικού συστήματος από την πλευρά της κυβέρνησης, με τη βοήθεια του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων αστικών κομμάτων. Προσφέροντας μάλιστα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού υπερεξουσίες που τουλάχιστον προβληματίζουν, επιδίωξαν να καλλιεργήσουν την εντύπωση ότι «ο ανταγωνισμός με κανόνες» και «η υγιής επιχειρηματικότητα» μπορούν να εξασφαλίσουν τη «δίκαιη ανάπτυξη για όλους», την αντιμετώπιση των καρτέλ, τη μείωση των ανατιμήσεων και της ακρίβειας κ.ο.κ.
Η συζήτηση έδωσε αφορμή για μια ακόμα αποπροσανατολιστική αντιπαράθεση πάνω στο «μοντέλο» διαχείρισης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί την κυβέρνηση, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος Αλ. Χαρίτσης ότι δεν αξιοποιεί τις «μοναδικές δυνατότητες που δίνουν τα μεγάλα χρηματοδοτικά πακέτα» του Ταμείου Ανάκαμψης, των ΕΣΠΑ κ.λπ., για την «αναπτυξιακή προοπτική της χώρας» και πως απλά εξυπηρετεί «κάποιους λίγους και εκλεκτούς».
Ο υπουργός Ανάπτυξης, Αδ. Γεωργιάδης, ανέφερε ότι «ο ανταγωνισμός είναι το ιερό δισκοπότηρο του καπιταλισμού. Χωρίς ανταγωνισμό δεν υπάρχει καπιταλισμός», με το οποίο φάνηκε όλοι να συμφωνούν. Καταψήφισαν Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ25, καταθέτοντας τις δικές τους προτάσεις για «υγιή ανταγωνισμό».
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Μανώλης Συντυχάκης, ανέφερε ότι όλα τα αστικά κόμματα «κινούνται στον ίδιο αστερισμό» της «ελεύθερης αγοράς» και στους «όρκους πίστης και προσήλωσης στις αρχές του ανταγωνισμού». Δεν μπορεί «να υπάρξει καπιταλιστικό σύστημα χωρίς ανταγωνισμό. Το μεγάλο ψάρι θα φάει το μικρό, ο θάνατός σου η ζωή μου», τονίζοντας πως «κανένας δήθεν υγιής ανταγωνισμός, κανένα παρατηρητήριο τιμών, κανένα κίνημα καταναλωτών δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ακρίβειας και να σταματήσει την ασυδοσία του κεφαλαίου».
Επισήμανε ότι ο λαός μας έχει πικρή πείρα από την «απελευθέρωση» και τον «υγιή ανταγωνισμό», των αγορών Ενέργειας, όπως και σε σιδηρόδρομους, μεταφορές, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες, ταχυδρομεία, στην υγεία, στο φάρμακο. «Εσείς όταν μιλάτε για κανόνες στην αγορά εννοείτε κανόνες ανάμεσα στους ομίλους, για το πώς θα μοιράζονται την πίτα σε κάθε κλάδο», τόνισε.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Νίκος Καραθανασόπουλος ανέφερε ότι ο ανταγωνισμός - κύριο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής οικονομίας - είναι σε βάρος της εργατικής τάξης γιατί στηρίζεται στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Για την ανταγωνιστικότητα των ομίλων, σημείωσε, από κοινού ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ο ένας πιάνοντας το νήμα από τον άλλον συνδιαμορφώνουν τους μηχανισμούς με τα αντεργατικά μέτρα που ψηφίζουν, για την αναπαραγωγή μιας όλο και πιο φτηνής εργατικής δύναμης.
Επισήμανε ότι ο ανταγωνισμός είναι σε βάρος και των αυτοαπασχολούμενων και φτωχών αγροτών, γιατί το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση και πως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, του κυνηγητού του κέρδους, της ελεύθερης αγοράς, είναι η ακρίβεια η οποία είναι παιδί του καπιταλισμού.
Αναφερόμενος στην ακρίβεια, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επίσης επιχείρησε να συσκοτίσει την αιτία εκτίναξης των τιμών, την καπιταλιστική ανάπτυξη και την «επεκτατική πολιτική», που ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει ως «φάρμακο διά πάσαν νόσο», την προώθηση του «πράσινου New Deal», που από κοινού υπηρετούν με τη ΝΔ και τα άλλα κόμματα. Κατηγόρησε δε την κυβέρνηση για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, κρύβοντας και εδώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δική του μεγάλη συμβολή στην πορεία της ιδιωτικοποίησης και συνολικά της «απελευθέρωσης», με την εισαγωγή του περιβόητου «μοντέλου στόχου» της ΕΕ.
Επέκρινε ακόμα την κυβέρνηση ότι δεν προχωρά σε γενναίες αυξήσεις του κατώτατου μισθού γιατί «δεν αντέχει η οικονομία», όταν αυτό ακριβώς ήταν το κριτήριο και της δικής του κυβέρνησης για το ψαλίδισμα μισθών και δικαιωμάτων, αλλά και των σημερινών προτάσεών του για «αυξήσεις» με κυβερνητική απόφαση, με βάση τον νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου και με όλο το υπόλοιπο αντεργατικό πλαίσιο που καθηλώνει τον μέσο μισθό να παραμένει άθικτο.
Ο Αλ. Τσίπρας υποστήριξε την προοπτική μιας κυβέρνησης συνεργασίας, αφού όπως είπε «οι μονοκομματικές κυβερνήσεις μάς οδήγησαν στην κρίση», ενώ εγκωμίασε τη σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ για τη σταθερότητά της. «Οι κυβερνήσεις συνεργασίας, ιδίως αν γίνονται σε προγραμματική βάση, μπορούν να είναι σταθερότατες», ανέφερε, με βάση και το «κοινό πρόγραμμα» όλων τους που θα υλοποιήσει η όποια επόμενη κυβέρνηση, τη στρατηγική του κεφαλαίου που τσακίζει τον λαό, και σε αυτό το έδαφος παρουσίασε τις κάλπικες διαχωριστικές γραμμές με τη ΝΔ, επιστρατεύοντας και τα περί δήθεν «προοδευτικών» αστικών κυβερνήσεων. Σ' αυτό το πλαίσιο, κληθείς να κρίνει τον Ν. Ανδρουλάκη, δήλωσε ότι «το κρίσιμο ερώτημα που θα κληθεί να απαντήσει (...) τα δύσκολα είναι μπροστά και εκεί θα κριθεί, πώς θα αντιμετωπίσει τα κρίσιμα διακυβεύματα».
Σε ό,τι αφορά την πρόταση για απευθείας εκλογή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από τα μέλη του κόμματος, ο Αλ. Τσίπρας υπερασπίστηκε την αλλαγή μοντέλου κομματικής λειτουργίας, κατά τα πρότυπα άλλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη, παραδεχόμενος επί της ουσίας ότι αποτελεί προσπάθεια οργανωτικής προσαρμογής στον σοσιαλδημοκρατικό του χαρακτήρα και αναβάπτισης της ικανότητας χειραγώγησης λαϊκών δυνάμεων με το δόλωμα της τάχα «συμμετοχικής δημοκρατίας».
Κατά τα λοιπά υπερασπίστηκε τον ρόλο που έπαιξε η κυβέρνησή του ως σημαιοφόρου των ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην περιοχή, με απόδειξη τη ΝΑΤΟική Συμφωνία των Πρεσπών, έκανε λόγο για δύσκολη κατάσταση που διαμορφώνεται στην εξωτερική πολιτική με την κλιμάκωση των προκλητικών ενεργειών από την Τουρκία, απέναντι στην οποία η χώρα - όπως είπε - δεν έχει στρατηγική, και επέκρινε την κυβέρνηση για τα ανταλλάγματα που απέσπασε για τη Συμφωνία με τις ΗΠΑ για τις βάσεις, «για να εισπράξει την απόσυρση της υπογραφής τους από τον "East Med"» όπως είπε, προαναγγέλλοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα την καταψηφίσει, εξαιτίας και των ανταλλαγμάτων, και «όχι γιατί εναντιωνόμαστε στις συμφωνίες με τις ΗΠΑ γενικά» όπως σημείωσε, θυμίζοντας ότι επί ημερών της κυβέρνησής του η εμπλοκή στα αμερικανικά σχέδια απογειώθηκε.
Σχολιάζοντας την αγορά των «Rafale», την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε, αφού ισχυρίστηκε ότι η χώρα χρεοκόπησε από τους «αλόγιστους εξοπλισμούς», συμφώνησε στις «αναγκαίες δαπάνες», κρύβοντας ωστόσο ότι αυτές καθορίζονται από τις δεσμεύσεις της χώρας στο πλαίσιο λυκοσυμμαχιών όπως το ΝΑΤΟ, και όχι από τις ανάγκες άμυνάς της.
Σύμφωνα με τα οριστικά στοιχεία της Γιούροστατ, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή «έτρεχε» τον Δεκέμβρη στη Γερμανία με ρυθμό 5,7%, στη Γαλλία με 3,4%, στην Ιταλία με 4,2%, στην Ολλανδία με 6,4%. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι καταγράφονται ακόμη και διψήφια ποσοστά, συγκεκριμένα στην Εσθονία 12% και στη Λιθουανία 10,7%.
Πέρα από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, ως αποτέλεσμα της «απελευθέρωσης» και της «πράσινης μετάβασης», στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν, κατά την ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία εστιάζει σε μια σειρά επιμέρους λόγων που έχουν «κοινό νήμα» την καπιταλιστική ανάπτυξη, τα προβλήματα στη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις μεταφορές, στις ελλείψεις ημιαγωγών, στους περιορισμούς της οικονομικής δραστηριότητας που συνδέονται με την πανδημία και στις ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε ορισμένα οικονομικά κέντρα. Μάλιστα, στο πρόσφατο οικονομικό δελτίο της ΕΚΤ επισημαίνεται: «Ορισμένες διαταράξεις ενδέχεται να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να εξαλειφθούν». Για παράδειγμα, όπως αναφέρουν, «για να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή ημιαγωγών απαιτείται να γίνουν μεγάλες επενδύσεις για την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας των χυτηρίων. Δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα, βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών αναμένεται μόνο αργότερα μέσα στο 2022 ή το 2023», κάνοντας «προετοιμασία» εδάφους για τη μονιμοποίηση των αυξήσεων, η οποία συνδέεται με την καπιταλιστική ανάπτυξη.