Associated Press |
Την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου (Great Recession) διεθνώς, που πυροδότησε παράλληλα και τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού, τη διαδέχθηκε, χωρίς να έχει λυθεί οριστικά η πρώτη, μια υγειονομική και ταυτόχρονα οικονομική κρίση και ακολούθησε η σύγχρονη ενεργειακή, στασιμοπληθωριστική κρίση. Αυτός είναι ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός της συγκυρίας, ιδίως για την ελληνική οικονομία που βρίσκεται σταθερά με διψήφιο ποσοστό ανεργίας για διψήφιο αριθμό ετών και με διψήφιο πλέον ρυθμό πληθωρισμού.
Ομως, οι σύγχρονες εξελίξεις κατ' όνομα μόνο και επιφανειακά μοιάζουν και μπορούν να συγκριθούν με την προηγούμενη κρίση στασιμοπληθωρισμού, που ξεκίνησε στις περισσότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες της εποχής στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και πέντε περίπου χρόνια αργότερα στην Ελλάδα. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίστηκε από σοβαρές αυξήσεις των τιμών (κυρίως αυτών της Ενέργειας αλλά και των καταναλωτικών αγαθών), που όμως συνοδεύονταν από αυξήσεις ονομαστικών μισθών, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα διαπιστωνόταν εκ των υστέρων ότι οι πραγματικοί μισθοί μπορεί και να είχαν αυξηθεί για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Ακόμη και στον χώρο της πολιτικής οικονομίας με αναφορές στον Μαρξ η πιο δημοφιλής ερμηνεία της κρίσης ήταν αυτή που στις διάφορες εκδοχές της ισχυριζόταν - λαθεμένα - ότι ο θεμελιώδης αιτιακός μηχανισμός της κρίσης ήταν το γεγονός ότι το ιστορικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας και η εξάντληση του εφεδρικού στρατού εργασίας δυνάμωσαν καθοριστικά την εργατική τάξη, έχοντας σαν αποτέλεσμα το ότι ο ρυθμός αύξησης των πραγματικών μισθών υπερέβαινε τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, μειώνοντας δραστικά την κερδοφορία και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Παρόμοια ήταν και η άποψη για την κρίση που εκπορεύτηκε από τις κυρίαρχες τάξεις. Στην πραγματικότητα όμως αυτές είχαν διατηρήσει την κοινωνική πρωτοκαθεδρία, οι σχέσεις παραγωγής δεν είχαν μεταβληθεί στο ελάχιστο. Ετσι, το αποτέλεσμα της επίθεσης κράτους και κεφαλαίου ήταν η καθαρή ήττα του εργατικού κινήματος και των υποτελών τάξεων και η έναρξη της φάσης που συνήθως αποκαλείται νεοφιλελευθερισμός και διαρκεί από το 1980 μέχρι σήμερα, αποτελώντας πλέον την πιο μακροχρόνια περίοδο του μεταπολεμικού καπιταλισμού, έχοντας στην ουσία ταυτιστεί με το καπιταλιστικό σύστημα.
Τα τρία διαδοχικά επεισόδια κρίσης που αναφέρθηκαν πιο πάνω, επέφεραν δραματικές απώλειες στο εισόδημα (πάνω από 25% από την έναρξη της κρίσης το 2008-2009) και το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης καθώς και την υποχώρησή της στο κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό μέτωπο αντίστοιχα. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει ούτε την εμπειρία ούτε τις δυνατότητες αντίστασης σε σοβαρές πληθωριστικές πιέσεις στις σύγχρονες συνθήκες μεγάλης ανεργίας και οργανωτικής, ιδεολογικής υποχώρησης. Εχασε τη μάχη στο παρελθόν με σχετικά χαμηλή ανεργία, άλλο ιδεολογικό κλίμα και πιο ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων. Σήμερα, οι συνθήκες είναι πολύ πιο δύσκολες και απαιτείται ποιοτικό άλμα σε όλα τα μέτωπα, για να αντιδράσει επιτυχημένα στην απειλούμενη επανάληψη μιας δραστικής μείωσης του βιοτικού του επιπέδου, που θα βάλει σε κίνδυνο την ομαλή αναπαραγωγή της εργατικής τάξης.Πρέπει να κατανοηθεί ότι οι τελευταίες εξελίξεις διαμορφώνουν μια δυσχερή κατάσταση για την πλειονότητα του πληθυσμού, που δεν πρόκειται απλώς για «ακρίβεια», αλλά για μια δομική κατάσταση υψηλών τιμών στα βασικά είδη κατανάλωσης και χαμηλών ή καλύτερα ανεπαρκών εισοδημάτων για πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ιδιαίτερα για μισθωτούς και συνταξιούχους, το οποίο δεν μπορεί να αποκτήσει εκείνο το καλάθι αξιών χρήσης σε εύρος και ποσότητα ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή αναπαραγωγή του και ιδιαίτερα η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης των μισθωτών εργαζομένων. Αυτή η αδυναμία βάζει σε κίνδυνο τη συνολική αναπαραγωγή του συστήματος και εξηγεί την ανησυχία των κυρίαρχων τάξεων και του κράτους, καθώς και την προσπάθειά τους να «μπαλώσουν» την κατάσταση με οριακές παρεμβάσεις γλίσχρων επιδομάτων και μικρών μειώσεων φόρων.
Το φαινόμενο αυτό, που παίρνει πλέον μεγάλες διαστάσεις, δεν είναι τίποτα άλλο από την κατάσταση της απόλυτης φτώχειας με την παραδοσιακή, την καθημερινή έννοια, δηλαδή αυτήν της ανεπάρκειας των πόρων για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Αντίθετα από την κυρίαρχη άποψη, ότι αυτή έχει εξαλειφθεί, η απόλυτη φτώχεια αφορούσε και αφορά πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού όπως εύκολα προκύπτει από μια απλή σύγκριση αντιπροσωπευτικών εισοδημάτων (όπως ο βασικός, ο μέσος μισθός, η μέση σύνταξη, το επίδομα ανεργίας) και των τιμών των αναγκαίων αξιών χρήσης σε συνδυασμό με την αναγκαία ποσότητά τους. Η δραστική μείωση του πραγματικού εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και του συνόλου του πληθυσμού συνέβη στις αρχές της κρίσης με σταθερές τιμές και μεγάλη μείωση των ονομαστικών εισοδημάτων. Τώρα προκύπτει το ίδιο αποτέλεσμα από τη μεγάλη αύξηση των τιμών και τα σταθερά ονομαστικά εισοδήματα.
Ακόμη χειρότερα, οι κεντρικές τράπεζες έχοντας σαν βασική αποστολή την υπεράσπιση των μεγάλων εισοδημάτων και την προφύλαξη της αξίας των χρηματοπιστωτικών τίτλων από την αύξηση των τιμών, είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο με αύξηση των επιτοκίων (έτσι τελείωσε το προηγούμενο πληθωριστικό επεισόδιο), επεκτείνοντας την ύφεση σε απρόβλεπτο βαθμό και προκαλώντας κοινωνική καταστροφή με δεδομένες τις απώλειες που έχουν προηγηθεί.
Σημασία έχει ότι για τρίτη φορά στα λίγα τελευταία χρόνια εξελίσσεται άλλη μια περίπτωση αποτυχίας του συστήματος και δη του μηχανισμού των τιμών, οι οποίες διαμορφώνονται έτσι ώστε να γίνεται προβληματική η ομαλή οικονομική και κοινωνική αναπαραγωγή ακόμη και με όρους του συστήματος, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Είναι ενδεικτικό ότι ακούγονται μετά από καιρό αιτήματα για κρατικοποίηση του τομέα Ενέργειας χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών. Φυσικά, οι όποιες μερικές προτάσεις, ακόμη και αν γίνονται για λόγους τακτικής ώστε να δείξουν το μέγεθος του προβλήματος, μόνο αποπροσανατολιστικές μπορούν να είναι αν δεν συνοδεύονται από απόρριψη και καταγγελία του συνολικού συστήματος, την ώρα μάλιστα που δείχνει για άλλη μια φορά τον ανορθολογικό του χαρακτήρα.
Σχετικά με το μεγάλο νοσοκομείο του ΔΣΕ στον Γράμμο
Μια ολόκληρη πολιτεία, μια μεγάλη νοσοκομειούπολη αναδεικνύεται από τη συνεχιζόμενη έρευνα στο δάσος του υψώματος Σκάλα στον Γράμμο (στην περιοχή του Λιανοτοπίου).
Οι εργασίες για την αποκάλυψη και ανάδειξη των πάνω από 27 κτισμάτων του μεγάλου νοσοκομείου του Γράμμου, που έχουν βρεθεί έως τώρα, συνεχίζονται από συντρόφους των Οργανώσεων της περιοχής.
Παράλληλα με τα υλικά που προέρχονται από το Αρχείο του ΚΚΕ σχετικά με τον τρόπο, τον χρόνο κατασκευής του νοσοκομείου και την ίδια τη λειτουργία του, στη φάση που βρισκόμαστε σήμερα, πολύτιμες αναδεικνύονται οι πληροφορίες που έχουν συνεισφέρει έως τώρα επιζώντες μαχητές, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν σχέση με το νοσοκομείο, είτε ως νοσοκόμοι, είτε ως προσωπικό υποστήριξης του χώρου, είτε ως τραυματίες.
Η προσπάθεια πλέον στρέφεται στον όσο το δυνατόν πιο ακριβή προσδιορισμό της λειτουργίας του κάθε κτίσματος.
Και απ' αυτήν την άποψη, η Επιτροπή του Αρχείου του ΚΚΕ και η Επιτροπή Μνημείων απευθύνουν έκκληση προς όσους από τους επιζώντες μαχητές του ΔΣΕ δεν έχουν καταθέσει ακόμα τη μαρτυρία τους, να επικοινωνήσουν με το ΚΚΕ ώστε να αξιοποιηθούν και οι δικές τους πληροφορίες.
Τηλέφωνα επικοινωνίας:
Αρχείο ΚΚΕ: 2102592111, 2102592251
Επιτροπή Μνημείων: 6973737389
Οργάνωση Δυτικής Μακεδονίας: 6945020557
Την Κυριακή 3 Ιούλη, στις 11 το πρωί, στο Αλσος του Αγίου Νικολάου Νάουσας, θα πραγματοποιηθεί η Πανελλήνια Συνάντηση των Επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων, Αντιστασιακών, Φίλων και Απογόνων της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Στον χώρο θα λειτουργήσει Εκθεση Βιβλίου και Φωτογραφικού Υλικού από την πολιτική προσφυγιά, τον ΔΣΕ και την Εθνική Αντίσταση. Θα ακολουθήσει μουσικό πρόγραμμα με τραγούδια του αγώνα και της πολιτικής προσφυγιάς από το συγκρότημα του ΠΑΜΕ Θεσσαλονίκης.
Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται για πληροφορίες στα κεντρικά γραφεία της ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ στην Αθήνα, στα τηλέφωνα 2108831368, 2108222952 και στα κατά τόπους γραφεία της οργάνωσης.
Από τη Θεσσαλονίκη λεωφορεία για τη συνάντηση θα αναχωρήσουν στις 7.30 το πρωί της Κυριακής, από το Αγαλμα Βενιζέλου.
Για δηλώσεις συμμετοχής, μπορούν να απευθύνονται στα τηλέφωνα 2310225250, 6987235644, 6941416874.