Πέμπτη 30 Ιούνη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εξαρση της φτώχειας και δυσκολίες αναπαραγωγής

Associated Press

Μέσα από την πρόσφατη ιστορία και τα πολλά και οξυμένα προβλήματα της συγκυρίας (ιμπεριαλιστικός πόλεμος, Ελληνοτουρκικά, ενεργειακή και γενικότερη οικονομική κρίση, πληθωρισμός) έχει προκύψει για την ελληνική κοινωνία ένας πρωτόγνωρος συνδυασμός, που γι' αυτό ακριβώς αποκτά ιδιαίτερη σημασία η κατανόησή του για την εκτίμηση της κατάστασης, τα καθήκοντα και τις ενδεχόμενες, τις κατάλληλες αντιδράσεις του εργατικού και του λαϊκού κινήματος.

Την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου (Great Recession) διεθνώς, που πυροδότησε παράλληλα και τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού, τη διαδέχθηκε, χωρίς να έχει λυθεί οριστικά η πρώτη, μια υγειονομική και ταυτόχρονα οικονομική κρίση και ακολούθησε η σύγχρονη ενεργειακή, στασιμοπληθωριστική κρίση. Αυτός είναι ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός της συγκυρίας, ιδίως για την ελληνική οικονομία που βρίσκεται σταθερά με διψήφιο ποσοστό ανεργίας για διψήφιο αριθμό ετών και με διψήφιο πλέον ρυθμό πληθωρισμού.

Ομως, οι σύγχρονες εξελίξεις κατ' όνομα μόνο και επιφανειακά μοιάζουν και μπορούν να συγκριθούν με την προηγούμενη κρίση στασιμοπληθωρισμού, που ξεκίνησε στις περισσότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες της εποχής στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και πέντε περίπου χρόνια αργότερα στην Ελλάδα. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίστηκε από σοβαρές αυξήσεις των τιμών (κυρίως αυτών της Ενέργειας αλλά και των καταναλωτικών αγαθών), που όμως συνοδεύονταν από αυξήσεις ονομαστικών μισθών, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα διαπιστωνόταν εκ των υστέρων ότι οι πραγματικοί μισθοί μπορεί και να είχαν αυξηθεί για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Ακόμη και στον χώρο της πολιτικής οικονομίας με αναφορές στον Μαρξ η πιο δημοφιλής ερμηνεία της κρίσης ήταν αυτή που στις διάφορες εκδοχές της ισχυριζόταν - λαθεμένα - ότι ο θεμελιώδης αιτιακός μηχανισμός της κρίσης ήταν το γεγονός ότι το ιστορικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας και η εξάντληση του εφεδρικού στρατού εργασίας δυνάμωσαν καθοριστικά την εργατική τάξη, έχοντας σαν αποτέλεσμα το ότι ο ρυθμός αύξησης των πραγματικών μισθών υπερέβαινε τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, μειώνοντας δραστικά την κερδοφορία και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Παρόμοια ήταν και η άποψη για την κρίση που εκπορεύτηκε από τις κυρίαρχες τάξεις. Στην πραγματικότητα όμως αυτές είχαν διατηρήσει την κοινωνική πρωτοκαθεδρία, οι σχέσεις παραγωγής δεν είχαν μεταβληθεί στο ελάχιστο. Ετσι, το αποτέλεσμα της επίθεσης κράτους και κεφαλαίου ήταν η καθαρή ήττα του εργατικού κινήματος και των υποτελών τάξεων και η έναρξη της φάσης που συνήθως αποκαλείται νεοφιλελευθερισμός και διαρκεί από το 1980 μέχρι σήμερα, αποτελώντας πλέον την πιο μακροχρόνια περίοδο του μεταπολεμικού καπιταλισμού, έχοντας στην ουσία ταυτιστεί με το καπιταλιστικό σύστημα.


Τα τρία διαδοχικά επεισόδια κρίσης που αναφέρθηκαν πιο πάνω, επέφεραν δραματικές απώλειες στο εισόδημα (πάνω από 25% από την έναρξη της κρίσης το 2008-2009) και το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης καθώς και την υποχώρησή της στο κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό μέτωπο αντίστοιχα. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει ούτε την εμπειρία ούτε τις δυνατότητες αντίστασης σε σοβαρές πληθωριστικές πιέσεις στις σύγχρονες συνθήκες μεγάλης ανεργίας και οργανωτικής, ιδεολογικής υποχώρησης. Εχασε τη μάχη στο παρελθόν με σχετικά χαμηλή ανεργία, άλλο ιδεολογικό κλίμα και πιο ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων. Σήμερα, οι συνθήκες είναι πολύ πιο δύσκολες και απαιτείται ποιοτικό άλμα σε όλα τα μέτωπα, για να αντιδράσει επιτυχημένα στην απειλούμενη επανάληψη μιας δραστικής μείωσης του βιοτικού του επιπέδου, που θα βάλει σε κίνδυνο την ομαλή αναπαραγωγή της εργατικής τάξης.

Για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες (ουσιαστικά από την περίοδο της γερμανικής Κατοχής) εμφανίζεται το φαινόμενο της σημαντικής αύξησης των τιμών αγαθών που καλύπτουν βασικές ανάγκες (διατροφή, στέγαση, θέρμανση, μεταφορές κ.ά.) με στάσιμους ή και μειούμενους ονομαστικούς μισθούς, καθώς το ποσοστό ανεργίας παραμένει σε διψήφια ποσοστά ακόμη και με τη μεγάλη αύξηση της μερικής απασχόλησης. Ενας στους τρεις εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα αμείβονταν με καθαρό μισθό 400 ευρώ το 2021, φανερώνοντας την έκταση της μερικής απασχόλησης, ενώ και ο μέσος μεικτός μισθός των 992 ευρώ για το σύνολο της ιδιωτικής απασχόλησης αποκαλύπτει το σοβαρότερο σύγχρονο πρόβλημα, δηλαδή τους χαμηλούς μισθούς σε απόλυτους όρους.

Πρέπει να κατανοηθεί ότι οι τελευταίες εξελίξεις διαμορφώνουν μια δυσχερή κατάσταση για την πλειονότητα του πληθυσμού, που δεν πρόκειται απλώς για «ακρίβεια», αλλά για μια δομική κατάσταση υψηλών τιμών στα βασικά είδη κατανάλωσης και χαμηλών ή καλύτερα ανεπαρκών εισοδημάτων για πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ιδιαίτερα για μισθωτούς και συνταξιούχους, το οποίο δεν μπορεί να αποκτήσει εκείνο το καλάθι αξιών χρήσης σε εύρος και ποσότητα ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή αναπαραγωγή του και ιδιαίτερα η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης των μισθωτών εργαζομένων. Αυτή η αδυναμία βάζει σε κίνδυνο τη συνολική αναπαραγωγή του συστήματος και εξηγεί την ανησυχία των κυρίαρχων τάξεων και του κράτους, καθώς και την προσπάθειά τους να «μπαλώσουν» την κατάσταση με οριακές παρεμβάσεις γλίσχρων επιδομάτων και μικρών μειώσεων φόρων.

Το φαινόμενο αυτό, που παίρνει πλέον μεγάλες διαστάσεις, δεν είναι τίποτα άλλο από την κατάσταση της απόλυτης φτώχειας με την παραδοσιακή, την καθημερινή έννοια, δηλαδή αυτήν της ανεπάρκειας των πόρων για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Αντίθετα από την κυρίαρχη άποψη, ότι αυτή έχει εξαλειφθεί, η απόλυτη φτώχεια αφορούσε και αφορά πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού όπως εύκολα προκύπτει από μια απλή σύγκριση αντιπροσωπευτικών εισοδημάτων (όπως ο βασικός, ο μέσος μισθός, η μέση σύνταξη, το επίδομα ανεργίας) και των τιμών των αναγκαίων αξιών χρήσης σε συνδυασμό με την αναγκαία ποσότητά τους. Η δραστική μείωση του πραγματικού εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και του συνόλου του πληθυσμού συνέβη στις αρχές της κρίσης με σταθερές τιμές και μεγάλη μείωση των ονομαστικών εισοδημάτων. Τώρα προκύπτει το ίδιο αποτέλεσμα από τη μεγάλη αύξηση των τιμών και τα σταθερά ονομαστικά εισοδήματα.

Ακόμη χειρότερα, οι κεντρικές τράπεζες έχοντας σαν βασική αποστολή την υπεράσπιση των μεγάλων εισοδημάτων και την προφύλαξη της αξίας των χρηματοπιστωτικών τίτλων από την αύξηση των τιμών, είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο με αύξηση των επιτοκίων (έτσι τελείωσε το προηγούμενο πληθωριστικό επεισόδιο), επεκτείνοντας την ύφεση σε απρόβλεπτο βαθμό και προκαλώντας κοινωνική καταστροφή με δεδομένες τις απώλειες που έχουν προηγηθεί.

Σημασία έχει ότι για τρίτη φορά στα λίγα τελευταία χρόνια εξελίσσεται άλλη μια περίπτωση αποτυχίας του συστήματος και δη του μηχανισμού των τιμών, οι οποίες διαμορφώνονται έτσι ώστε να γίνεται προβληματική η ομαλή οικονομική και κοινωνική αναπαραγωγή ακόμη και με όρους του συστήματος, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Είναι ενδεικτικό ότι ακούγονται μετά από καιρό αιτήματα για κρατικοποίηση του τομέα Ενέργειας χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών. Φυσικά, οι όποιες μερικές προτάσεις, ακόμη και αν γίνονται για λόγους τακτικής ώστε να δείξουν το μέγεθος του προβλήματος, μόνο αποπροσανατολιστικές μπορούν να είναι αν δεν συνοδεύονται από απόρριψη και καταγγελία του συνολικού συστήματος, την ώρα μάλιστα που δείχνει για άλλη μια φορά τον ανορθολογικό του χαρακτήρα.

Στις ιδιαίτερες συνθήκες που αρχίζουν να διαμορφώνονται, είναι πιθανό να ξαναβρούν πρόσφορο έδαφος οι υποσχέσεις «κεντροαριστερής» προέλευσης που πότε εξαντλούνται σε οριακές μεταβολές τιμών και εισοδημάτων, πότε παρουσιάζουν ως απλές και εύκολες ριζικές μεταβολές χωρίς την ολόπλευρη συμμετοχή, κινητοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης και των συγγενών της κοινωνικών στρωμάτων, ενώ ποτέ δεν θίγουν στο ελάχιστο τον εκμεταλλευτικό πυρήνα του συστήματος. Ακόμη και οι υποσχέσεις της ακροδεξιάς, που επανεμφανίζεται και συνήθως επωφελείται πολιτικά σε τέτοιες περιπτώσεις εξαθλίωσης των χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων, μπορούν να αποπροσανατολίσουν αν το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν αποτιμήσει σωστά τη σοβαρότητα του ζητήματος και δεν αντιταχθεί και αμφισβητήσει συνολικά τη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα, προτάσσοντας το δικό του σχέδιο μιας σχεδιασμένης οικονομίας βασισμένης στη λαϊκή εξουσία.


Θανάσης Μανιάτης
Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ