Εξουθενωμένοι και κακοπληρωμένοι διεκδικούν βελτίωση των συνθηκών εργασίας
Σε 24ωρη προειδοποιητική απεργία προχωρούν σήμερα οι εργαζόμενοι της γερμανικής αεροπορικής εταιρείας «Lufthansa». Το συνδικάτο Ver.di κάλεσε τα 20.000 μέλη του που εργάζονται ως προσωπικό εδάφους να απεργήσουν, διεκδικώντας αυξήσεις 9,5% στους μισθούς για τους επόμενους 12 μήνες.
Λόγω της απεργίας, η εταιρεία ακύρωσε σχεδόν όλες τις πτήσεις της στους βασικούς κόμβους της Φρανκφούρτης και του Μονάχου.
Εκπρόσωποι του σωματείου τονίζουν ότι η κατάσταση στους εργαζόμενους στα αεροδρόμια έχει επιδεινωθεί λόγω σημαντικής έλλειψης προσωπικού, του υψηλού πληθωρισμού και της τριετούς περικοπής μισθών.
Στα γερμανικά αεροδρόμια, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, επικρατεί χάος το τελευταίο διάστημα εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού μετά τις χιλιάδες απολύσεις και τις περικοπές κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
«Χιλιάδες αζήτητες βαλίτσες, δυσαρεστημένοι επιβάτες που στέκονται στην ουρά για ώρες και μετά χάνουν το αεροπλάνο τους: Ετσι θα είναι η εναέρια κυκλοφορία το καλοκαίρι του 2022. Η "Lufthansa" ακύρωσε σχεδόν 6.000 πτήσεις μόνο για τον Ιούλη και τον Αύγουστο. Πίσω από αυτό, ωστόσο, κρύβονται οι συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων των αεροδρομίων, μερικές από τις οποίες είναι τόσο κακές που οι άνθρωποι απλά δεν θέλουν πλέον να εργάζονται εκεί - ή αρρωσταίνουν», γράφει η γερμανική εφημερίδα «Tagesschau».
Οι συνθήκες εργασίας στον κλάδο επιδεινώνονται εδώ και χρόνια, ενώ η πανδημία έχει δυσκολέψει περισσότερο την κατάσταση, αναφέρει ο κοινωνιολόγος Ερικ Σπαρν - Βολφ που ερευνά τις συνθήκες εργασίας στην αεροπορική βιομηχανία. «Αρχικά, οι αιτίες βρίσκονται στην πραγματικότητα, στην πολιτική απορρύθμιση και απελευθέρωση από τη δεκαετία του 1990, η οποία ξεκίνησε σε επίπεδο ΕΕ», επισημαίνει. «Ως αποτέλεσμα, υπάρχει πλέον πραγματικός και σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των παρόχων αεροπορικών μεταφορών σε όλες τις συναλλαγές, ο οποίος τελικά πραγματοποιείται μέσω της μείωσης του κόστους του προσωπικού και συνεπώς σε βάρος των εργαζομένων», προσθέτει.
Σε ορισμένα αεροδρόμια, ειδικότερα στην καθαριότητα απασχολούνται μόνο οι μισοί εργαζόμενοι σε σχέση με πριν από δέκα χρόνια. Επιπλέον, οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούνται μόνο για μικρές βάρδιες, πράγμα που σημαίνει ότι απαιτείται μεγάλη «ευελιξία» και ο κατώτατος μισθός δεν επαρκεί.
Οι απολύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας οδήγησαν σε ακόμη λιγότερο προσωπικό, που εξουθενώνεται και έχουν αυξηθεί σημαντικά οι αναρρωτικές άδειες. Οι εναπομείναντες εργαζόμενοι θα πρέπει να επωμίζονται όλο και περισσότερη δουλειά. «Αρα, είτε αρρωσταίνουν είτε αναζητούν άλλη δουλειά», αναφέρει το ρεπορτάζ.
Νέα απεργία πραγματοποιούν σήμερα και οι εργαζόμενοι στους βρετανικούς σιδηροδρόμους, μετά τις τρεις μαζικές 24ωρες απεργίες που πραγματοποίησαν στα τέλη Ιούνη.
Οι σιδηροδρομικοί και το κλαδικό συνδικάτο RMT απορρίπτουν την πρόταση της εργοδοσίας («Network Rail») για αυξήσεις μισθών στο 4% την ώρα που ο πληθωρισμός «τρέχει» με πάνω από 9%, ενώ παράλληλα απαιτούν διασφάλιση των θέσεων εργασίας και των εργασιακών δικαιωμάτων τους.
Σε νέα απεργία θα προχωρήσουν στις 19 Αυγούστου και οι εργαζόμενοι στο μετρό του Λονδίνου, ενώ υπέρ της διενέργειας απεργιακών κινητοποιήσεων έχουν ψηφίσει με συντριπτική πλειοψηφία οι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι των «Royal Mail» (ταχυδρομεία - ταχυμεταφορές) και οι εργαζόμενοι του ομίλου BT (τηλεπικοινωνίες).
Απέναντι στους δίκαιους απεργιακούς αγώνες των εργαζομένων, τόσο οι υποψήφιοι για την αρχηγία των Συντηρητικών και την πρωθυπουργία, όσο και ο ηγέτης των Εργατικών ξεδιπλώνουν ένα αντιαπεργιακό ρεσιτάλ.
Οι δύο υποψήφιοι των Συντηρητικών Ρ. Σουνάκ και Λιζ Τρας υπερθεμάτισαν στο προχτεσινό ντιμπέιτ για την αποφασιστικότητά τους για νέα αντιαπεργιακά μέτρα. «Χρειαζόμαστε σκληρή και αποφασιστική δράση για να περιορίσουμε τη δυνατότητα των συνδικάτων να παραλύουν την οικονομία μας», ανέφερε χαρακτηριστικά η Λ. Τρας.
Ο δε αρχηγός των Εργατικών, εκφράζοντας... «κατανόηση» για τους απεργιακούς αγώνες, δήλωσε στο «Sky News» ότι ως «μελλοντική κυβέρνηση» το κόμμα του «δεν θέλει να γίνονται απεργίες, θέλουμε να λύνουμε τα ζητήματα (...) Δεν μπορεί να κάνεις υπουργικό συμβούλιο και μετά να πηγαίνεις έξω στην απεργιακή συγκέντρωση».
Το ΠΑΜΕ εκφράζει την αλληλεγγύη του στη σημερινή νέα απεργία των εργαζομένων στα τρένα της Βρετανίας.
Μεταξύ άλλων επισημαίνει: «Οι ιδιωτικές εταιρείες που διαχειρίζονται τους σιδηροδρόμους στη Μεγάλη Βρετανία όλα αυτά τα χρόνια έχουν προχωρήσει σε τεράστιες αυξήσεις στα εισιτήρια των επιβατών, με ταυτόχρονη μείωση του προσωπικού, οδηγώντας σε αύξηση των κινδύνων για εργαζόμενους και επιβάτες, αλλά και στη μετατροπή των μεταφορών σε ένα ακριβό προνόμιο».
Καταγγέλλει επίσης ότι «σε μια προσπάθεια τρομοκράτησης των εργαζομένων και ποινικοποίησης των εργατικών αγώνων η κυβέρνηση της Βρετανίας προχωρά σε νόμο που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις την αντικατάσταση του προσωπικού που θα απεργεί με εργαζόμενους με σύμβαση μίσθωσης έργου. Δηλαδή επιδιώκεται η νομιμοποίηση της εργολαβικής πρόσληψης και χρήσης απεργοσπαστικού στρατού από τους εργοδότες, ενάντια στις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Ταυτόχρονα προχωρούν σε αύξηση των προστίμων προς συνδικάτα και συνδικαλιστές φτάνοντας στα εξωφρενικά ποσά άνω του 1 εκατομμυρίου λιρών για "απολεσθέντα κέρδη"».
Σημειώνοντας ότι αντίστοιχη επίθεση δέχονται και οι αγώνες των εργαζομένων της Ελλάδας, το ΠΑΜΕ υπογραμμίζει: «Το δίκιο μας δεν θα το αποφασίσουν τα αφεντικά και οι κυβερνήσεις που τους υπηρετούν! Θα το αποφασίσουν και θα το διεκδικήσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι με τους αγώνες και τα συνδικάτα τους, σε σύγκρουση με τις πολιτικές που υπηρετούν τους λίγους και οδηγούν τους πολλούς στη φτώχεια, στην ανεργία και την εξαθλίωση».
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 69 χρόνων από την επίθεση στον στρατώνα Μονκάδα
Ο Κουβανός πρέσβης, Αραμις Φουέντε Ερνάντες |
Η επίθεση του Ιούλη του 1953 από ομάδα επαναστατών που την διεξήγαγαν, υπό την ηγεσία του Φιντέλ Κάστρο, μπορεί να μην ήταν νικηφόρα, σηματοδότησε όμως την έναρξη μιας επίμονης δουλειάς, για την πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση των Κουβανών επαναστατών που πεντέμισι χρόνια μετά οδήγησε στην έναρξη της Επανάστασης.
Τους παρευρισκόμενους υποδέχθηκε στον χώρο ο Σπύρος Χαλβατζής, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Φυλακισθέντων - Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1973, που μεταξύ άλλων σημείωσε τη μεγάλη αλληλεγγύη του λαού μας στον λαό της Κούβας.
Τον λόγο πήρε ο πρέσβης της Κούβας στην Ελλάδα, Αραμις Φουέντε Ερνάντες, που μεταξύ άλλων σημείωσε ότι τα γεγονότα της 26ης Ιούλη του 1953 συνδέθηκαν με την αφύπνιση της επαναστατικής συνείδησης στην Κούβα. Αναφέρθηκε στην επιμονή με την οποία ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός συνεχίζει να δυναμώνει την επίθεσή του στην Κούβα και εστίασε στο συνεχιζόμενο και ολόπλευρο εμπάργκο με το οποίο «έχουν στόχο να πνίξουν την οικονομία της Κούβας». Επισήμανε ότι βασική ανησυχία των εχθρών της Κούβας είναι «το παράδειγμα που δίνει σε όλους τους λαούς», ότι «ένας λαός, όσο μικρός κι αν είναι, μπορεί να αποφασίσει για το πεπρωμένο του», «να αποφασίσει σε ποιο πολιτικό σύστημα θα ζει», «πώς θα εξελιχθεί με ανεξαρτησία και κυριαρχία».
Συμμετείχαν ακόμα ο πρέσβης της Βενεζουέλας, Φρέντι Φερνάντεζ, καθώς και εκπρόσωποι διαφόρων φορέων, μεταξύ των οποίων η ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ.
Ακολούθησε καλλιτεχνικό πρόγραμμα, ενώ προβλήθηκε σε πρώτη προβολή το κουβανικό ιστορικό ντοκιμαντέρ «Κούβα, Μονοπάτια της Επανάστασης - Πριν το 1959».
Στο επίκεντρο ο ανταγωνισμός με την Κίνα
Τηλεδιάσκεψη με τους διευθύνοντες συμβούλους της «Lockheed Martin Corp», της «Medtronic PLC» και της «Cummins Inc», μαζί με τους εργατοπατέρες επικεφαλής των συνδικάτων, είχε προχτές βράδυ ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στο πλαίσιο των προσπαθειών της Ουάσιγκτον να ενισχύσει την αμερικανική βιομηχανία παραγωγής μικροκυκλωμάτων (τσιπ), με επίκεντρο τον ανταγωνισμό με την Κίνα και σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα.
Ο Μπάιντεν κάλεσε το Κογκρέσο να ψηφίσει το συντομότερο δυνατόν σχετικό νομοσχέδιο, επικαλούμενος «μία επιτακτική οικονομική ανάγκη» που αφορά την αύξηση της παραγωγής τσιπ. Η κίνηση αποσκοπεί στη διαχείριση της πίεσης από την έλλειψη μικροκυκλωμάτων που έχει προκαλέσει προβλήματα στη βιομηχανική παραγωγή, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκινητοβιομηχανίας, των ηλεκτρονικών συσκευών ευρείας κατανάλωσης, του ιατρικού εξοπλισμού, αλλά και των τεχνολογικά εξελιγμένων οπλικών συστημάτων.
Το νομοσχέδιο προβλέπει νέα τεράστια κρατικά πακέτα για τα αμερικανικά μονοπώλια, με τη διάθεση περίπου 52 δισ. δολαρίων σε επιχορηγήσεις για την παραγωγή μικροκυκλωμάτων στις ΗΠΑ, αλλά και μία νέα τετραετή μείωση φόρου στις εταιρείες ως «κίνητρο» για την κατασκευή μονάδων βιομηχανικής παραγωγής μικροκυκλωμάτων στη χώρα. Η μείωση αυτή του φόρου κοστολογείται στα 24 δισ. δολάρια.
Την προηγούμενη βδομάδα, η Γερουσία υποστήριξε με ψήφους 64 έναντι 34 (δηλ. με στήριξη και από Ρεπουμπλικάνους) ένα διαδικαστικό μέτρο για την προώθηση του εν λόγου σχεδίου.
Με τέτοιους... μποναμάδες, ο εκτελεστικός διευθυντής της «Lockheed Martin» Τζ. Τάικλετ ανέφερε ότι ένας δυναμικός εφοδιασμός σε μικροκυκλώματα «είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για την εθνική ασφάλεια, όσο και για την υγεία της αμυντικής βιομηχανικής βάσης και την αεροδιαστημική βιομηχανία στο σύνολό της».
Η υπουργός Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο υποστήριξε ότι το πακέτο των δεκάδων δισ. δολαρίων αφορά «μία επένδυση στις ΗΠΑ», προσθέτοντας: «Η Αμερική έγινε συνολικά εξαρτώμενη από την Κίνα» σε ό,τι αφορά τα μικροκυκλώματα.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούνη του 2021, η Γερουσία ψήφισε ένα διακομματικό νομοσχέδιο 250 δισ. δολαρίων για την αύξηση των δαπανών στην τεχνολογική έρευνα και την ανάπτυξη. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε την εκδοχή αυτή του νομοσχεδίου τον Φλεβάρη.