Εκθεση του Εβραϊκού Ινστιτούτου Εθνικής Ασφάλειας της Αμερικής (JINSA) για τον ρόλο της «Σούδας του Βορρά» στα σχέδια των ΗΠΑ, στην αντιπαράθεση με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα
Το JINSA έχει εστιάσει στον ρόλο της Ελλάδας για το ευρωατλαντικό μπλοκ, καθώς σε προηγούμενη έκθεσή του είχε περιγράψει το πώς η Ελλάδα μπορεί να «αναβαθμιστεί» σε ΝΑΤΟικό «σκαλοπάτι» για την «προβολή ισχύος» μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό, σκιαγραφώντας το τι κρύβεται πίσω από την Ελληνοαμερικανική Συμφωνία για τις βάσεις και τα «πολυμερή σχήματα» συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή.
Στην τελευταία του έκθεση, με τίτλο «Λιμάνι σε καταιγίδα: Ενίσχυση της συνεργασίας ΗΠΑ - Ελλάδας στην Αλεξανδρούπολη», περιγράφονται οι λόγοι για τους οποίους το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, που ήδη μαζί με τις υπόλοιπες πολιτικές και στρατιωτικές υποδομές της περιοχής αξιοποιείται εκτενώς από το ΝΑΤΟ, αποτελεί ανεκτίμητο «περιουσιακό στοιχείο» για τον ευρωατλαντικό άξονα.
Παρουσιάζονται επίσης επτά προτάσεις για την καλύτερη αξιοποίηση της Αλεξανδρούπολης, κάτι που δείχνει ότι το «βαρέλι» της εμπλοκής της χώρας στους επικίνδυνους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς δεν έχει πάτο.
Αυτό με τη σειρά του αυξάνει τη σημασία της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, καθώς «η Ελλάδα προσφέρει στις ΗΠΑ και στους Ευρωπαίους συμμάχους τους ένα ζωτικό πλεονέκτημα υπό τη μορφή του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης στο βόρειο Αιγαίο».
Το ακριτικό λιμάνι, συνεχίζει η έκθεση, παρακάμπτει σημεία με συμφόρηση που «ελέγχονται από μια αναξιόπιστη και συχνά ανταγωνιστική Τουρκία (σ.σ. για την οποία σημειώνει ότι υπό τον Ερντογάν "βαίνει προς παραίτηση από τον μακροχρόνιο ρόλο της ως αξιόπιστου νοτιοανατολικού προπυργίου του ΝΑΤΟ") και προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες για την επίτευξη του κοινού διατλαντικού στόχου της μείωσης της επικίνδυνης εξάρτησης της Ευρώπης από τη ρωσική Ενέργεια».
Παράλληλα, μπορεί να ενισχύσει τις δυνατότητες προβολής ισχύος του ΝΑΤΟ «στην ολοένα και πιο αμφισβητούμενη Ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στη Μαύρη Θάλασσα αλλά και να διασφαλίσει ότι οι εξαγωγές τροφίμων της Ουκρανίας θα συνεχίσουν να φτάνουν στις αγορές της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Ασίας», όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος της επισιτιστικής ανασφάλειας - και, μαζί με αυτή, της αυξανόμενης οικονομικής και πολιτικής αστάθειας - σε χώρες όπως η Αίγυπτος, ο Λίβανος, η Λιβύη και η Υεμένη.
Οπως επισημαίνεται, οι μέχρι τώρα ενέργειες των ΗΠΑ δεν έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια και πρέπει να ενταθούν προκειμένου «να ενοποιηθούν οι υποδομές της ηπείρου με την Ανατολική Μεσόγειο και να καταστεί δυνατή η αποτελεσματικότερη ροή Ενέργειας και δυνάμεων προς βορρά, προς την Ανατολική Ευρώπη, και των εξαγωγών τροφίμων προς νότο».
Οσον αφορά τον προωθούμενο στόχο για μείωση της «ενεργειακής εξάρτησης» της Ευρώπης από τη Ρωσία, η έκθεση χαρακτηρίζει την Αλεξανδρούπολη ένα «ζωτικό, αν και υποτιμημένο και ακόμα αναξιοποίητο στρατηγικό πλεονέκτημα για τις ΗΠΑ και την ΕΕ», αλλά και για την ελληνική αστική τάξη, που επιχειρεί να καταστήσει τη χώρα κόμβο εισαγωγής και διανομής Ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, τα οποία «παραδοσιακά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και για τα ευρωπαϊκά πρότυπα, από τη ρωσική Ενέργεια».
Το JINSA προτείνει έτσι την αναβάθμιση των αμερικανικών επενδύσεων για την επέκταση της ικανότητας εισαγωγής και διανομής φυσικού αερίου από την Αλεξανδρούπολη, με έργα όπως ο πλωτός σταθμός LNG αλλά και η επέκταση του Διασυνδετήριου Αγωγού Ελλάδας - Βουλγαρίας (IGB) σε χωρητικότητα 5 bcm/έτος, από 3 που είναι σήμερα. Προτείνεται επίσης ο διπλασιασμός της χωρητικότητας του αγωγού TAP σε 20 bcm/έτος, ώστε να αντιμετωπιστεί η ισχυρή εξάρτηση της Ιταλίας από τη ρωσική Ενέργεια.
Σύμφωνα με το think tank, στόχος είναι να συμβάλουν αυτές οι επεκτάσεις στην ενίσχυση της βιωσιμότητας της αντιστροφής του τεράστιου Διαβαλκανικού Αγωγού, ο οποίος σχεδιάστηκε αρχικά για να ρέει από την Ουκρανία προς τα Ανατολικά Βαλκάνια. Απώτερος στόχος είναι με την υποστήριξη των ΗΠΑ το LNG από την Αλεξανδρούπολη «να αντικαταστήσει τις χαμένες ρωσικές προμήθειες όχι μόνο στα μέλη του ΝΑΤΟ, Βουλγαρία και Ρουμανία, αλλά ακόμα και στη Μολδαβία και την Ουκρανία».
Ενδιαφέρον έχει επίσης η «ανάγνωση» του JINSΑ για την απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να αποσύρει την υποστήριξη στον αγωγό «East Med», που λήφθηκε «λόγω έλλειψης εμπορικής βιωσιμότητας, εντάσεων με την Τουρκία και μετατόπισης της εστίασης στην "προώθηση τεχνολογιών καθαρής Ενέργειας"», κάτι που «επιβεβαίωσε επίσης τον αυτοανακηρυχθέντα ρόλο της Τουρκίας ως κόμβου διαμετακόμισης πρωτογενούς Ενέργειας της περιοχής και, ως εκ τούτου, παρέχει περαιτέρω κίνητρα για την τουρκική επιθετικότητα».
Σε ό,τι αφορά το πού στοχεύουν τα σχέδια αυτά και αντίστοιχα τους κινδύνους που σηματοδοτούν για τον λαό της περιοχής, η έκθεση τονίζει χαρακτηριστικά: «Οι ΗΠΑ θα πρέπει να υποστηρίξουν την περαιτέρω ανάπτυξη της Αλεξανδρούπολης, ως κρίσιμου κόμβου, καθώς αναβιώνει η μακροπρόθεσμη ηπειρωτική αντιπαράθεση του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία και εντείνεται ο ανταγωνισμός με την Κίνα».
Αναφέρει συγκεκριμένα ότι το ελληνικό λιμάνι μπορεί να συμβάλει στο να αποφευχθούν δυσκίνητα σημεία συμφόρησης στην καρδιά της ηπείρου, που μακροπρόθεσμα έχουν ταλαιπωρήσει τα σχέδια μετακίνησης στρατευμάτων και εξοπλισμού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ωστόσο, συνεχίζει η έκθεση, το λιμάνι λειτουργεί επί του παρόντος σε ένα κλάσμα της δυνητικής χωρητικότητάς του και γι' αυτό οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα πρέπει να κάνουν περισσότερα ώστε να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που προσφέρει η Αλεξανδρούπολη, γενικότερα η ισχυρότερη αμυντική συνεργασία με την Ελλάδα.
Φυσικά, δεν παραλείπεται το γεγονός ότι ήδη η Αλεξανδρούπολη μπορεί να λειτουργήσει για την παράκαμψη των Στενών. Σημειώνεται έτσι ότι οι δυνατότητές της «ακόμα και πριν η Αγκυρα κλείσει τα Στενά (...) την κατέστησαν μια ιδιαίτερα ελκυστική εναλλακτική λύση όσον αφορά την ενίσχυση της περιφερειακής θέσης της συμμαχίας».
Με φόντο τα παραπάνω, η έκθεση κάνει ειδική αναφορά στην διαδικασία ιδιωτικοποίησης του λιμανιού, υπογραμμίζοντας πως «οι αμερικανικές εταιρείες ανταγωνίζονται για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού έναν πλειοδότη ευθυγραμμισμένο με τη Ρωσία. Αντανακλώντας τη στρατηγική θέση και την υποδομή της Αλεξανδρούπολης, καθώς και την ιστορική επιρροή της Ρωσίας στη Βόρεια Ελλάδα, η επιτυχία της Μόσχας θα επέτρεπε σε έναν πολύ ισχυρό ανταγωνιστή των ΗΠΑ να υπονομεύσει ή να παρεμποδίσει τις εντεινόμενες προσπάθειες του ΝΑΤΟ να προβάλει ισχύ σε μια ολοένα και πιο αμφισβητούμενη περιοχή...».
Συνοπτικά η έκθεση προτείνει τα εξής μέτρα για την αναβάθμιση του στρατιωτικού ρόλου της Αλεξανδρούπολης:
Εκτός από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τους ενεργειακούς ανταγωνισμούς, αναφέρεται ότι η σημασία της Αλεξανδρούπολης αναβαθμίζεται και «σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη του ιστορικού ρόλου της Τουρκίας ως του νοτιοανατολικού σημείου αναφοράς της συμμαχίας», επειδή «το ΝΑΤΟ χρειάζεται νέες διαδρομές από τον νότο για να επιδείξει την ισχύ του έναντι της Ρωσίας και της Κίνας, καθώς και οι δύο έχουν διεισδύσει στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα».
Το άρθρο απαριθμεί μια σειρά προτερήματα της Αλεξανδρούπολης, προσθέτοντας ότι σήμερα «πρέπει επειγόντως να γίνουν περισσότερα για να αξιοποιηθεί η σημαντική δυναμική» της με άμεση επέκταση των αγωγών TAP και IGB, διερεύνηση της δυνατότητας αντιστροφής βαλκανικών αγωγών, ανάπτυξη «πρόσθετης ελληνικής δυνατότητας» για τροφοδοσία των αγωγών με εισαγόμενο LNG κ.λπ.
Προτείνεται επίσης μία «αναγκαία σειρά ενεργειών για να υπογραμμιστεί η στήριξη των ΗΠΑ» και να προωθηθείη «εκμετάλλευση του άφθονου φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου ως άμεσου υποκατάστατου των ρωσικών προμηθειών στην Ευρώπη», με διορισμό ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ για να συμβάλει στις προσπάθειες αξιοποίησης και του ισραηλινού - αιγυπτιακού αερίου προς την ΕΕ, καθώς και «να εμβαθύνει στην αμυντική πλευρά».
Δεν παραλείπεται τέλος να τονιστεί ότι «η Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι η επικείμενη σύμβαση ιδιωτικοποίησης του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης θα ανατεθεί σε μια αμερικανική εταιρεία. Τόσο για να αποτραπεί η ρωσική επικράτηση στον διαγωνισμό, όσο και για να καθησυχάσει τους συμμάχους ότι οι ΗΠΑ παίρνουν μέτρα απέναντι στον αυξανόμενο έλεγχο της Μόσχας και του Πεκίνου σε υποδομές ζωτικής σημασίας σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη».