Ολα αυτά είναι μια θεωρητική διαπίστωση. Μια πολιτική περιγραφή, με άλλα λόγια, που άλλοι την πιστεύουν και άλλοι όχι. Θα ήταν δυνατό όμως να συμφωνήσουμε όλοι μαζί της ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, αν ενισχύαμε το σημαντικό αυτό αξίωμα με μερικά παραδείγματα. «Μερικά» όχι γιατί δεν υπάρχουν πολλά τέτοια, αλλά γιατί δε μου το επιτρέπει ο χώρος του σημερινού σημειώματός μου για να αναφερθούν, όπως, εξάλλου, δε θα μου το επέτρεπαν όλες οι σελίδες της εφημερίδας, αν αποφάσιζα να σας εξιστορήσω τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, που οργώνει με τα «γαμψά του τα νύχια» το ταλαίπωρο κορμί της Ιστορίας μας.
Η έκθεση που φιλοξενεί το φετινό καλοκαίρι το «Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή - Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης» στην Ανδρο, έρχεται να φωτίσει τον κεντρικό και πολύπλευρο ρόλο που έπαιξε η γυναικεία μορφή στο έργο του μεγάλου Γάλλου καλλιτέχνη. «Τουλούζ Λωτρέκ: Ο μύθος της γυναίκας» είναι ο τίτλος της. Εως τις 23/9 εκτίθενται ελαιογραφίες, σχέδια και χαρακτικά, συνολικά 135 έργα, τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Προέρχονται από μουσεία, ιδρύματα, γκαλερί και ιδιωτικές συλλογές της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας, της Ολλανδίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Σημαντική έμφαση δίνεται στο χαρακτικό του έργο - όπως είναι γνωστό ο Τ. Λωτρέκ υπήρξε βασικός ανανεωτής της χαρακτικής τέχνης - καθώς στην έκθεση συμπεριλαμβάνονται πρωτότυπες και αυθεντικές λιθογραφίες, σπάνιας έκδοσης, οι οποίες προέρχονται από τη σπουδαία συλλογή Γκέρστενμπεργκ.
Τα πρώτα παιδικά του χρόνια κυλούν χωρίς προβλήματα. Το 1873, η οικογένειά του μετακομίζει στο Παρίσι, όπου ο Ανρί παρακολουθεί μαθήματα στο Λύκειο Φοντάν. Δύο χρόνια αργότερα όμως, η εύθραυστη υγεία του αναγκάζει τους γονείς του να τον πάρουν από το σχολείο και να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι. Το 1878 στο σπίτι του Αλμπί γλιστράει και σπάει την αριστερή του κνήμη, ενώ τον επόμενο χρόνο πέφτει ξανά και σπάει τη δεξιά κνήμη. Εξαιτίας της συγγένειας εξ αίματος των γονιών του τα δύο κατάγματα δε θρέφουν καλά, με συνέπεια να μείνει ουσιαστικά ανάπηρος. Τα πόδια του θα μείνουν για πάντα πόδια δεκαπεντάχρονου αγοριού, ενώ αντίθετα το επάνω μέρος του σώματός του θα αναπτύσσεται κανονικά. Για όλη την υπόλοιπη ζωή του ο ενήλικος Λωτρέκ θα μοιάζει με νάνο, κάτι που θα τον στιγματίσει βαθιά και θα καθορίσει όλες τις πτυχές της ζωής του, αλλά και της δουλιάς του.
Τότε ανακαλύπτει στο σχέδιο ένα «όπλο» ικανό να νικήσει την ανία, τη μελαγχολία, την απελπισία των ατέλειωτων ωρών αναγκαστικής ακινησίας. Οπως έλεγε ο ίδιος στους φίλους του «ποτέ δε γνώρισα μεγαλύτερη απόλαυση από το σχέδιο». Το φθινόπωρο του 1882 μπαίνει στο εργαστήρι του Μποννά, ενώ αργότερα, για δύο χρόνια θα φοιτήσει στο ατελιέ του Κορμόν. Το 1886 νοικιάζει ένα μεγάλο εργαστήριο στην μποέμικη συνοικία της Μονμάρτης. Ανάμεσα στα καμπαρέ και τα κακόφημα σπίτια, τα χορευτικά κέντρα και τα καφενεία, όπου στροβιλίζεται ένα ετερόκλητο ανθρώπινο πλήθος, ο Λωτρέκ ανακαλύπτει τον κόσμο που θα γίνει δικός του και όπου μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα. Εδώ η παραμόρφωσή του μοιάζει να περνά απαρατήρητη, ενώ η όλο ένταση ζωή ακονίζει την περιέργειά του και προσφέρει στο μολύβι του ένα αδιάκοπο πεδίο έρευνας.
Οπως σημειώνει στον καλαίσθητο κατάλογο ο επιμελητής της έκθεσης και διευθυντής του Μουσείου, Κυριάκος Κουτσομάλλης: «Η ζωγραφική του Τ. Λωτρέκ διαμορφώνεται και ωριμάζει με ενδογενή, αλλά και με εξωγενή μη ευρωπαϊκά αισθητικά και μορφικά ερείσματα. Αρχικά, πολύ κοντά στον Ντεγκά, ως προς τη σύγχρονη ηθογραφική θεματογραφία, ο Λωτρέκ κατέγραψε τα ήθη της παρισινής κοινωνίας βασιζόμενος ωστόσο στην αμεσότητα των δικών του αισθήσεων. Τις βαθύτερες όμως επιρροές ο Λωτρέκ τις δέχτηκε από την ιαπωνική τέχνη και ειδικότερα από την ιαπωνική χαρακτική. Η λειτουργία των χρωμάτων σε χωρίς διαβαθμίσεις επίπεδη επιφάνεια, οι καθαρές αποχρώσεις του κόκκινου, του κίτρινου, του πράσινου και του γαλάζιου, η φόρμα που διαχέεται στο ακατέργαστο χαρτόνι ή το ξύλινο πανό ώστε αυτό να λειτουργεί ως φόντο, συνέστησαν ένα πρωτότυπο ζωγραφικό διάβημα, το οποίο, με την καθαρότητά του, συνέβαλε στην αφαιρετική απλοποίηση της φόρμας».
Η πρώτη αφίσα το 1891 είναι για το «Μουλέν Ρουζ». Η Λα Γκουλύ, με τη γάμπα υψωμένη τολμηρά, προκαλεί τα βλέμματα. Η αφίσα γνώρισε αναπάντεχη επιτυχία. Οπως αναφέρει στο κείμενό του ο καθηγητής Γκ. Αντριάνι, «ο Τ. Λωτρέκ σχεδόν πάντα σχεδίαζε απευθείας πάνω στη λιθογραφική πλάκα και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις χρησιμοποίησε ειδικά προετοιμασμένο χαρτί μεταφοράς. Σχεδίαζε κυρίως με λιθογραφικό κραγιόνι ή πινέλο και μελάνι, χρησιμοποιώντας σπάνια την πένα. Αγαπούσε ιδιαίτερα μια ειδική τεχνική, σύμφωνα με την οποία τα μελάνια ψεκάζονταν πάνω στη λιθογραφική πλάκα με σχετική ομοιομορφία, χρησιμοποιώντας ένα πινέλο και ένα διχτυωτό πλέγμα... Αφίσες, εξώφυλλα για μουσικές παρτιτούρες, προγράμματα και άλλες εκδόσεις τυπώνονταν κυρίως σε μηχανικό πιεστήριο, ενώ για τις εκδόσεις σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων επαρκούσε ένα χειροκίνητο πιεστήριο».
Το θέαμα αυτό καθ' εαυτό ασκεί στον Τ. Λωτρέκ μία ακατανίκητη γοητεία. Κάθε βράδυ βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό του «Κήπου του Παρισιού» για να μελετήσει την χορεύτρια Ζαν Αβρίλ. Συχνάζει στο «Γιαπωνέζικο Ντιβάνι», προσπαθώντας να αποτυπώσει το εκφραστικό και αινιγματικό πρόσωπο της Υβέτ Γκιλμπέρ. Αναζητά τη μελαγχολία της γελωτοποιού Τσα - Ου - Κάο. Οταν αντίθετα ζωγραφίζει τη χορεύτρια Μαρσέλ Λαντέρ, όλες οι αισθήσεις μεταφράζονται σ' ένα φωτεινό στεφάνι χρωμάτων. Με την ίδια αποφασιστική μολυβιά ο Λωτρέκ δουλεύει τα πορτρέτα των λαϊκών προσώπων του τσίρκου. Οι περισσότερες από τις τραγουδίστριες και τις χορεύτριες που απεικονίζονται στους πίνακές του ήταν προσωπικές του φίλες, καθώς δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί ο ίδιος αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου και της κοινωνίας που απαθανάτισε. Οπως συχνά έλεγε: «Μόνο το πρόσωπο υπάρχει. Το τοπίο δεν είναι και δεν πρέπει να είναι παρά στοιχείο επουσιώδες... Δεν πρέπει να χρησιμεύει παρά μόνο για την καλύτερη κατανόηση του χαρακτήρα του προσώπου».
Πλάι σ' αυτά τα αγαπημένα θέματα, ένας άλλος κόσμος απασχολεί τον Τ. Λωτρέκ από το 1892 και μετά, ο κόσμος της πορνείας. Ενδιαφέρεται για την ανθρώπινη αλήθεια των πλασμάτων που τον συγκροτούν.
Οπως υπογραμμίζει η διευθύντρια του Μουσείου Τ. Λωτρέκ, Ντ. Ντέβινκ, «χωρίς να θυσιάζει το ρεαλισμό της εικόνας, ο Λωτρέκ προβάλλει τη γυναικεία ομορφιά, παίζοντας τόσο με τη στάση όσο και με τις γραμμές του προσώπου για να προσδώσει ένα χαρακτήρα στο θέμα του. Με εκπληκτική οξύτητα αποδίδει την ομοιότητα με το μοντέλο του, μολονότι η σύγκριση των πινάκων και των φωτογραφιών αποδεικνύει ότι η δουλιά του στηρίζεται σε μια εις βάθος ανάλυση και σε μια μετάπλαση που υπερβαίνει την απλή αντιγραφή της φύσης».
«Κατ' εξοχήν ζωγράφος γυναικών, ο Λωτρέκ έλκεται από τις μικρές καθημερινές πράξεις, τις φευγαλέες στάσεις τις οποίες συλλαμβάνει εκ του φυσικού, την ώρα που συμβαίνουν: δημιουργεί μια αξιοθαύμαστη σειρά από προσωπογραφίες, από την πόρνη έως τη βεντέτα του καφέ - σαντάν, από την εργάτρια έως την αστική κυρία, από την ηθοποιό έως την αριστοκράτισσα... Πορτρετίστας με ακραία ευαισθησία παραμονεύει την "ανάδυση της προσωπικότητας", δίχως μισογυνισμό και δίχως ηθικοπλαστικό βλέμμα, αλλά αναζητώντας την ουσία του ανθρώπινου».
Το 1899 η άσωτη ζωή του Τ. Λωτρέκ, μαζί με την κατάχρηση του αλκοόλ, έκαναν ανεπανόρθωτο κακό στην υγεία του. Οταν βγαίνει από την κλινική, εξασθενημένος και άρρωστος, αφήνει όλο και πιο συχνά τα πινέλα του στην άκρη. Ο πύργος του Μαλρομέ στη Γιρόνδη είναι το καταφύγιο όπου τον περιμένει πάντα η μητέρα του και όπου τρέχει για να κρύψει την κατάντια του τις ώρες της κρίσης. Τον Ιούλιο του 1901 προσβάλλεται από παράλυση και καταφεύγει για τελευταία φορά στον παλιό πύργο, για να μην τον εγκαταλείψει ποτέ. Ο Τ. Λωτρέκ πέθανε στις 9 Σεπτέμβρη του 1901 στα 37 του χρόνια, στα χέρια της μητέρας του.