ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Ιούλη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣ ΡΩΣΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Με όπλο την παράδοση

Στη σπουδαία κινηματογραφική κληρονομιά της επιστρέφει η νέα ρωσική κινηματογραφία, αναζητώντας αντίδοτο στον «ιό» της καπιταλιστικής υποκουλτούρας

Από την ταινία «Η χώρα των κωφών» του Β. Τοντορόφσκι
Από την ταινία «Η χώρα των κωφών» του Β. Τοντορόφσκι
Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί Ρώσοι, η ταινία γυρισμένη με γερμανική χρηματοδότηση, η υπόθεση εξελίσσεται στο Λος Αντζελες... και αφορά τα προβλήματα ενός Ρώσου εκατομμυριούχου. «Τι θα μπορούσε να ήταν περισσότερο συμβολικό για το νέο, ρώσικο κινηματογράφο;».

Με τον παραπάνω, κυνικό, σχολιασμό κλείνει το ρεπορτάζ της για την έναρξη του 23ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας στις 21 Ιουνίου, η ρώσικη εφημερίδα «Νιεζαβίσιμαγια Γκαζέτα». Αφορμή για το καυστικό αυτό σχόλιο, αλλά και για πολλά άλλα ανάλογα που μεταδίδονταν στόμα με στόμα στις «παρυφές» του φεστιβάλ, ακόμη και πριν την έναρξή του, αποτέλεσε το γεγονός, ότι στο φεστιβάλ, η Ρωσία δεν εκπροσωπείται ούτε με μια ταινία, όχι μόνο στο διαγωνιστικό τμήμα στο οποίο συμμετέχουν 17 ταινίες, αλλά και σε κανένα άλλο τμήμα!

Επιστροφή στους κλασικούς

Τα προσχήματα καλείται να σώσει ο κινηματογράφος... της σοβιετικής εποχής. Στις παράλληλες εκδηλώσεις του φεστιβάλ υπάρχει αφιέρωμα με τίτλο «Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός χτες και σήμερα», στο πλαίσιο του οποίου θα προβληθούν ταινίες Σοβιετικών σκηνοθετών όπως του Ντανσκόι, του Ρομ, του Χέιφιτς και άλλων. Ακόμη και εφημερίδες όπως η «Νιεζαβίσιμαγια Γκαζέτα» (που δε φημίζεται για τα φιλοσοβιετικά της αισθήματα) έγραψε για το αφιέρωμα αυτό, πως «αλλάζει ριζοσπαστικά την αντίληψη αυτού του καλλιτεχνικού κινήματος, το οποίο, για πολλούς, ταυτίζεται μόνο με τη δεκαετία του '30». Πάντως, ήδη οι Μοσχοβίτες «μετονόμασαν», ειρωνικά, το φεστιβάλ, από «διεθνές» σε «φεστιβάλ του εξωτερικού», ενώ ακόμη και το κρατικό κανάλι ΡΤΡ έδωσε την είδηση της έναρξή του, προβάλλοντας την απουσία ρώσικων ταινιών.

Ορισμένοι, ωστόσο, όπως ο πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του φεστιβάλ, Κιρίλ Ραζλόγκοφ, θεωρούν, ότι η ταινία του Σεργκέι Μποντρόφ (του γηραιότερου), «Quickie», μπορεί να εκληφθεί ως ρωσική. Πρόκειται για το φιλμ που γυρίστηκε με γερμανικά χρήματα στις ΗΠΑ και, όπως έγινε γνωστό, θα εκπροσωπεί... τη Γερμανία. Ο Ραζλόγκοφ είπε πως και στο φεστιβάλ του Βερολίνου δε διαγωνίζεται γερμανική ταινία τα τρία από τα τέσσερα τελευταία χρόνια και αυτό δεν αποτελεί καμία καταστροφή για το γερμανικό λαό και πρόσθεσε, πως διαγωνίζονται σκηνοθέτες και όχι χώρες. Από αυτή την άποψη, συνέχισε, υπάρχουν Ρώσος σκηνοθέτες, Ρώσοι ηθοποιοί και ρώσικο θέμα στο φεστιβάλ (εννοώντας το φιλμ του Μποντρόφ) και «δεν έχει σημασία» ποια χώρα, τυπικά εκπροσωπεί. Θύμισε επίσης, πως στο προηγούμενο φεστιβάλ η Ρωσία είχε διαγωνιστεί με φιλμ του Πάβελ Λουνγκίν που είχε γίνει με γαλλική χρηματοδότηση.

Πάντως, σε μια αποθέωση της αντίφασης είπε, πως «θα ήθελα να άνοιγε το φεστιβάλ μια ρώσικη ταινία... αλλά τέτοια ταινία δε βρήκαμε»! Η δήλωση αυτή μπορεί να εκληφθεί και ως χαρακτηριστική ένδειξη της παρακμής του πάλαι ποτέ ισχυρού, ρώσικου σινεμά, ανεξάρτητα των ατομικών, ποιοτικών προσπαθειών πολλών νέων, Ρώσων σκηνοθετών. Η αντίφαση στα λεγόμενα του Λουνγκίν είναι χαρακτηριστική της αντίφασης που διέπει ολοκληρωτικά τη σύγχρονη ρωσική κινηματογραφική παραγωγή. Για παράδειγμα, το φεστιβάλ κινηματογράφου του Σότσι (Μαύρη Θάλασσα), που φιλοξενεί, κυρίως, τη νέα ρωσική, ποιοτική παραγωγή, προσκάλεσε φέτος... τον γνωστό «καρατερίστα» ηθοποιό Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, για να προκαλέσει το οικονομικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης...

Παρά το χτύπημα (και) της κινηματογραφικής βιομηχανίας της χώρας, λόγω της διάλυσης της ΕΣΣΔ, μια ολόκληρη γενιά σκηνοθετών, βρίσκει ακριβώς σε αυτή τη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη χώρα τους, το κατάλληλο υλικό για την καλλιτεχνική της αποτύπωση. Σε πολλές περιπτώσεις, τα καταφέρνουν πολύ καλά. Μάλιστα, οι επιφανέστεροι από αυτούς, δηλώνουν σαφέστατα πως στηρίζονται στην κινηματογραφική παράδοση της πατρίδας τους. Αλλωστε, υπάρχει και το αδιαμφισβήτητο γεγονός της μεγάλης πτώσης του ενδιαφέροντος των Ρώσων για τις ταινίες - σκουπίδια του Χόλιγουντ, που είχαν πλημμυρίσει πριν μια δεκαετία τις ρώσικες αίθουσες, κόβοντας, τότε, «τρελά» εισιτήρια.

«Το ρωσικό σινεμά αλλάζει»

Για παράδειγμα, οι νέοι σκηνοθέτες Βαλέρι Τοντορόφσκι και Ντιμίτρι Μέσκιεφ, οι οποίοι βρέθηκαν στην Ελλάδα προσκεκλημένοι της «Ταινιοθήκης της Ελλάδος» τον περασμένο Δεκέμβρη, είχαν υπογραμμίσει ότι «έστω και ακούσια, αντανακλάμε τη σημερινή πραγματικότητα της Ρωσίας». Ο Τοντορόφσκι πρόσθεσε, πως «ανήκουμε σε μια γενιά που πρόλαβε τη σοβιετική εποχή, έστω στο τέλος της και αποκτήσαμε μια εμπειρία που μας βοήθησε να μπορέσουμε να δουλέψουμε έντονα τη στιγμή της μεγάλης καμπής, σε αντίθεση με τους ακόμη νεότερους συναδέλφους μας, που δεν πρόφτασαν να δημιουργήσουν στο προηγούμενο σύστημα. Η Ρωσία είχε πάντα μεγάλο κινηματογράφο. Ηταν μια τεράστια βιομηχανία παραγωγής και διανομής, που ήταν και κερδοφόρα. Αυτό το δίκτυο διαλύθηκε. Αλλά η Ρωσία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κινηματογράφο. Ο λαός μας θέλει να δει στον κινηματογράφο τον εαυτό του, τη ζωή του, τα προβλήματά του και κανένας Αμερικανός ή οποιοσδήποτε άλλος δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή την ανάγκη... Οι νέες ρωσικές ταινίες προσανατολίζονται στη νεολαία και αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες της. Η τηλεόραση πραγματικά "χτυπιέται" για ρώσικες ταινίες... Σε λίγα χρόνια, θα έχουμε έναν εντελώς νέο κινηματογράφο. Ωστόσο, πίσω μας έχουμε βαριά ονόματα, από τον Αϊζενστάιν μέχρι τον Ταρκόφσκι, που δεν μπορούν να ξεχαστούν».

Και ο Μέσκιεφ είχε ξεκαθαρίσει «πως δε βλέπω το λόγο να δουλέψω στο Χόλιγουντ ή οπουδήποτε αλλού. Είμαι Ρώσος σκηνοθέτης και θέλω να κάνω ρωσικό σινεμά, το οποίο δεν μπορώ να κάνω αλλού».


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Η Μπουμπού και η Γένοβα

Η Μπουμπού γεννήθηκε στην Ολλανδία, εκεί έκανε τα πρώτα της βήματα και γνώρισε την κακία του κόσμου πάνω στα καταπράσινα λιβάδια της πατρίδας της. Ωσπου ένα πρωί τη στρίμωξαν μέσα σε ένα βαγόνι μαζί με άλλες φιλενάδες της και την έστειλαν στην Ελλάδα. Ούτε κανείς τη ρώτησε, βέβαια, ούτε και ζήτησαν τη γνώμη της. Απλώς το κατάλαβε μόνη της πως στον κόσμο της αγοράς, όπου κι αυτή ανήκε, δεν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις. Σε πουλάνε και σ' αγοράζουν επειδή έτσι το θέλει το αφεντικό που είναι και έμπορος μαζί και που γι' αυτό ενδιαφέρεται μόνο για το κέρδος. Πουλάει, λοιπόν, ό,τι βρει στα χέρια του, με τα λεφτά που παίρνει αγοράζει άλλα εμπορεύματα, τα πουλάει κι αυτά για ν' αγοράσει άλλα, για να τα πουλήσει κι αυτά με τον καιρό και έτσι, ο κόσμος γι' αυτόν να μην είναι τίποτε άλλο, παρά μια απέραντη αγορά. Οπου οι άνθρωποι είναι μοιρασμένοι στα δύο: σ' αυτούς που πουλάνε και σ' αυτούς που αγοράζουν και, φυσικά, αυτοί που δεν έχουν τι να πουλήσουν ούτε και τη δυνατότητα για ν' αγοράσουν κάθονται και περιμένουν να αλλάξουν τα «πράματα» Η «αλλαγή» όμως αργεί, αυτοί που πουλάνε κι αυτοί που αγοράζουν γίνονται σκληροί, όλο και πιο σκληροί όλο και πιο βάρβαροι. Και στο τέλος όλα τριγύρω γίνονται και σκληρά και βάρβαρα. Η «αλλαγή» ξεχνιέται μέσα στο σκοτάδι της βαρβαρότητας και τότε είναι που ολόκληρος ο κόσμος χωρίζεται στα δύο, σ' αυτούς που πουλάνε και σ'αυτούς που αγοράζουν. Κι αυτοί που δεν μπορούν να κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο σιγά σιγά συνηθίζουν τη βαρβαρότητα.

Κι αυτή η λογική πήρε την Μπουμπού από την Ολλανδία και την έφερε στην Ελλάδα. Οχι, βέβαια, γιατί τα λιβάδια εδώ είναι πιο ωραία, ούτε γιατί στην Ελλάδα οι «αγελάδες» περνούν καλύτερα. Οχι. Αν, μάλιστα, αυτές κουβαλούν μέσα στην ψυχούλα τους την τρέλα του αφεντικού τους που είναι πάνω απ' όλα έμπορος και γι' αυτό το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το κέρδος, τότε δεν έχουν μέλλον ούτε καν μέσα σε έναν καλοβαλμένο στάβλο:

Γι' αυτό και η φτωχούλα η Μπουμπού στη νέα της πατρίδα δεν μπόρεσε να χαρεί την «αλλαγή», για να ζήσει κι αυτή όχι ως ένα απλό εμπόρευμα, αλλά σα μια απλή ευτυχισμένη «αγελάδα» μέσα σε ένα ωραίο λιβάδι, που είναι στο κάτω κάτω και δικαίωμά της. Οπως δικαίωμα των ανθρώπων είναι να έχουν ένα πιάτο φαγί. Επεσε, λοιπόν, η καημένη στα χέρια ενός άλλου αφεντικού που ήτανε κι αυτός έμπορος και που δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο από το κέρδος. Δεν μπορούσε να ανεχθεί, γι' αυτό το λόγο την «τρέλα» της Μπουμπούς. Κινδυνεύει το κέρδος σου του είπαν οι αρμόδιοι. Κινδυνεύει η ισορροπία της αγοράς και μαζί μ' αυτήν ο κόσμος της που είναι χωρισμένος στα δύο: σ΄' αυτούς που πουλάνε και σ' αυτούς που αγοράζουν.

Και ένα πρωί πήραν την Μπουμπού, την πήγαν σε ένα ωραίο, καταπράσινο λιβάδι και την εκτέλεσαν. Δεν έχει το δικαίωμα, είπαν μεταξύ τους οι εκτελεστές της Μπουμπούς, να παίζει με την αγορά, και τους καταναλωτές της, ψιθύρισε ένας τρίτος, αλλά δεν του έδωσε κανείς σημασία. Το κακό είναι πως έτσι που έψαχναν μέσα στο αθώο μυαλουδάκι της Μπουμπούς να βρούνε την τρομερή της αρρώστια δε βρήκανε τίποτε. Μόνο μια αβάσταχτη νοσταλγία για τη χαμένη της πατρίδα και πίκρα πολλή για το σκληρό της αφεντικό.

Θα μου πείτε τώρα πως όλη αυτή η ιστορία δεν έχει καμιά σχέση με την επικαιρότητα. Εδώ ο κόσμος καίγεται. Χιλιάδες άνθρωποι ετοιμάζονται να φύγουν για τη Γένοβα. Οι Ιταλοί ταμπουρώνουν τους «8» για να μην ανατραπεί η ηρεμία των συζητήσεών τους Και οι «8» ακονίζουν τα μεγάλα τους μαχαίρια. Μα γι' αυτό έγραψα για την ιστορία της Μπουμπούς, γιατί αυτά τα μαχαίρια την τρέλαναν. Αυτά τα μαχαίρια τη μετέτρεψαν από μια αμέριμνη, ευτυχισμένη αγελαδίτσα σε ένα «τρελό», επικίνδυνο εμπόρευμα!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ