Με διακομματική συμφωνία Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων
Οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες για το επόμενο έτος θα φθάσουν το αστρονομικό ποσό των 858 δισ. δολαρίων, χωρίς σε αυτό να συνυπολογίζονται συναφείς δαπάνες άλλων υπουργείων, σημειώνοντας αύξηση 10% σε σχέση με πέρυσι, οπότε είχαν διατεθεί 778 δισ. δολάρια.
Το προσχέδιο, το οποίο εισέρχεται πλέον για συζήτηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη συνέχεια στη Γερουσία, πριν υπογραφεί από τον Αμερικανό Πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, προβλέπει μία άνευ προηγουμένου κούρσα εξοπλισμών και αποτυπώνει ανάγλυφα το σύνολο των πολεμικών σχεδιασμών των ΗΠΑ για τα επόμενα χρόνια, με κομβικά στοιχεία την ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση με την Κίνα και τη Ρωσία.
Από το συνολικό ποσό, τα 317,3 δισ. δολάρια σχεδιάζεται να ξοδευτούν για τη συντήρηση και λειτουργία στρατιωτικού εξοπλισμού και διαφόρων οπλικών συστημάτων. Αλλα 174,5 δισ. δολάρια προορίζονται για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, 161,3 δισ. δολάρια για στρατιωτικές προμήθειες, 138,6 δισ. δολάρια για έρευνα και ανάπτυξη, 30,5 δισ. για «δραστηριότητες» πυρηνικής ενέργειας και 16,5 δισ. δολάρια για υποδομές στέγασης του στρατού των ΗΠΑ.
Προβλέπεται επίσης και ένα ειδικό κονδύλι ύψους 6 δισ. δολαρίων για μέτρα αντίδρασης απέναντι στη Ρωσία, καθώς και άλλα 800 εκατομμύρια δολάρια για τη στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας. Συνολικότερα προβλέπεται να χορηγηθεί στρατιωτική βοήθεια αξίας τουλάχιστον 10 δισ. δολαρίων τα επόμενα πέντε χρόνια (οι ρυθμοί βέβαια ήταν πολύ μεγαλύτεροι το 2022 και θα εξαρτηθούν προφανώς από τη συνέχεια του πολέμου).
Μεταξύ άλλων, το νομοσχέδιο προβλέπει κονδύλια για τη συνέχιση της ανάπτυξης πυρηνικών πυραύλων που εκτοξεύονται από θαλάσσης (Sea Launched Cruise Missile), ενώ εγκρίνει και τη χρηματοδότηση για μαχητικά αεροσκάφη και πυρομαχικά, συμπεριλαμβανομένων 55 F-35.
Επίσης, αναστέλλει την απόσυρση του μαχητικού αεροσκάφους F-22 Raptor και τα αντίστοιχα σχέδια απόσυρσης των αεροσκαφών B-1, F-15, E-3 AWACS και C-40.
Ακόμη, το NDAA εγκρίνει αυξημένη χρηματοδότηση για ελικόπτερα CH-47 «Chinook», ελικόπτερα UH-60 «Blackhawk» και πλατφόρμες drone MQ-1 Grey Eagle, καθώς και για τα πυραυλικά συστήματα M-SHORAD και «Patriot», αλλά και για αριθμό αρμάτων μάχης και οχημάτων μάχης, συμπεριλαμβανομένων των αρμάτων «Abrams», οχημάτων του πεζικού και τακτικών οχημάτων.
Παραπέρα, με δεδομένο ότι το κύριο μέτωπο της αντιπαράθεσης με την Κίνα είναι η θαλάσσια περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, σημαντικές είναι οι προβλέψεις για την ενίσχυση των ναυτικών δυνάμεων των ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, προβλέπονται 32,6 δισ. δολάρια για τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας 11 πλοίων το 2023 (3 αντιτορπιλικά κλάσης Arleigh Burke, 2 υποβρύχια κλάσης Virginia, 1 φρεγάτα κλάσης Constellation κ.ά.).
Τέλος, το νομοσχέδιο δίνει αυξημένη χρηματοδότηση για την ανάπτυξη τεχνολογίας για την καταστροφή εισερχόμενων υπερηχητικών πυραύλων και απαιτεί την ανάπτυξη στρατηγικής για την προστασία δορυφόρων.
Η εστίαση του προϋπολογισμού στην αντιπαράθεση με την Κίνα είναι εμφανής στις περισσότερες προβλέψεις του. Ετσι το νομοσχέδιο επεκτείνει και για το 2023 την Πρωτοβουλία Αποτροπής του Ειρηνικού - ένα ταμείο 6,1 δισ. δολαρίων για την αντιμετώπιση της Κίνας - δίνοντας περίπου 1 δισ. δολάρια σε πρόσθετη χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση μη χρηματοδοτούμενων απαιτήσεων που ζήτησε ο διοικητής Ινδο-Ειρηνικού του στρατού των ΗΠΑ.
Παράλληλα, υιοθετεί τις προβλέψεις του νόμου για την Ταϊβάν (Enhanced Resilience Act) του 2022, ο οποίος περιλαμβάνει διατάξεις που στοχεύουν στην αύξηση της «συνεργασίας ασφαλείας ΗΠΑ - Ταϊβάν», χρηματοδοτώντας την αγορά αμερικανικών οπλικών συστημάτων από την Ταϊπέι.
Το νομοσχέδιο απαγορεύει επίσης σε πολεμικές βιομηχανίες που συνεργάζονται με την αμερικανική κυβέρνηση να χρησιμοποιούν ημιαγωγούς κινεζικής κατασκευής, μέτρο ωστόσο που θα έχει μακρά περίοδο σταδιακής εφαρμογής, καθώς αρκετές βιομηχανίες έχουν δηλώσει ότι δεν μπορούν να συμμορφωθούν άμεσα.
Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία στην Ανατολική Ευρώπη, το προσχέδιο εκτός από το κονδύλι των 6 δισ. δολαρίων για «αποτροπή» της Μόσχας στην Ευρώπη, απαγορεύει επίσης τη στρατιωτική συνεργασία με τη Ρωσία για άλλα 5 χρόνια και προβλέπει κυρώσεις για επιχειρηματικές δραστηριότητες με τον ρωσικό χρυσό. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον σκοπεύει να εργαστεί για την απομάκρυνση της Ρωσίας από διάφορους διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου του G20.
Επίσης αναφέρεται ότι το Πεντάγωνο θα πρέπει να διεξαγάγει μια «συζήτηση ευκαιριών και προκλήσεων που σχετίζονται με τη μείωση της εξάρτησης της Ινδίας από τα ρωσικά όπλα και αμυντικά συστήματα».
Από την πλευρά της Μόσχας, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμ. Πεσκόφ, σχολίασε ότι το νομοσχέδιο για τις στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ «είναι σε άνευ προηγουμένου κλίμα σύγκρουσης με τη χώρα μας» και «θα προκαλέσει μάλλον σοβαρές και παρατεταμένες συνέπειες στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση της ευρωπαϊκής ηπείρου».
«Βουτιά» έκαναν τον Νοέμβριο στην Κίνα οι εισαγωγές και οι εξαγωγές, με φόντο τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία, τα οποία είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην παραγωγή και τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Τα εν λόγω μέτρα ωστόσο «χαλαρώνουν» πλέον από την κινεζική κυβέρνηση, που ανακοινώνει το πέρασμα σε «νέα φάση» στη διαχείριση της πανδημίας.
Οι εξαγωγές της Κίνας μειώθηκαν τον Νοέμβριο κατά 8,7% σε ετήσια βάση, που θεωρείται η μεγαλύτερη μείωση από τον Φεβρουάριο του 2020, όταν η πανδημία βρισκόταν στην αρχή της. Εξάλλου η απειλή ύφεσης στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με την ανάφλεξη των τιμών της Ενέργειας, μείωσε τη ζήτηση για κινεζικά προϊόντα. Οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 10,6% σε ετήσια βάση, που είναι η μεγαλύτερη μείωση από τον Μάιο του 2020.
Στο μέτωπο του ενεργειακού ανεφοδιασμού, η Κίνα συνεχίζει να αγοράζει το ρωσικό πετρέλαιο τύπου ESPO με τη μεγαλύτερη έκπτωση των τελευταίων μηνών, χωρίς καμία «εμπλοκή» από το πλαφόν των 60 δολαρίων ανά βαρέλι ρωσικού πετρελαίου που εφαρμόζουν από τις 5 Δεκέμβρη οι χώρες του G7, της ΕΕ και η Αυστραλία. Τα «ανεξάρτητα» διυλιστήρια της Κίνας είναι βασικοί αγοραστές του ESPO και εξασφαλίζουν (σύμφωνα με το πρακτορείο «Reuters») τα φορτία από εμπόρους και διυλιστήρια που θωρακίζονται από τις δευτερογενείς κυρώσεις οι οποίες προκύπτουν από το πλαφόν στο ρωσικό αργό πετρέλαιο.
Επιπλέον, χτες οι κινεζικές αρχές ανακοίνωσαν ότι ένα σημαντικό τμήμα ενός νέου σινο-ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου που καταλήγει στη Σαγκάη είναι έτοιμο. Ο νέος αγωγός, μήκους 5.111 χλμ., που περνά από την πόλη Χεϊχέ, στη βορειοανατολική μεθόριο της Κίνας, αναμένεται μέχρι το 2025 να μεταφέρει 38 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου τον χρόνο και να δώσει σημαντική ώθηση στην οικονομία περιοχών της ανατολικής Κίνας.
Νωρίτερα, στο Ιράν, μια χώρα με την οποία η Κίνα έχει στενή ενεργειακή συνεργασία, καθώς εισάγει σημαντικές ποσότητες καυσίμων, ανακοινώθηκε ο εντοπισμός νέου κοιτάσματος από την ιρανική κρατική εταιρεία NIOC, μετά από έρευνες που διεξήχθησαν σε υπεράκτιο «οικόπεδο», και φέρεται να διαθέτει 850 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου.
Ο Ουζμπέκος υπουργός Ενέργειας Τζ. Μιρζαμαχμούντοφ απέρριψε χτες την πρόταση της Ρωσίας για την ίδρυση μιας «Ενωσης Φυσικού Αερίου» με χώρες της Κεντρικής Ασίας, επικαλούμενος την πιθανή διακύβευση των εθνικών συμφερόντων του Ουζμπεκιστάν, καθώς - όπως εξήγησε - η Τασκένδη δεν προτίθεται να συμφωνήσει με πολιτικούς όρους.
«Ακόμα κι αν συναφθεί συμφωνία για το φυσικό αέριο με τη Ρωσία, αυτό δεν σημαίνει ένωση», ανέφερε ο Ουζμπέκος υπουργός, προσθέτοντας ότι γίνονται διαπραγματεύσεις για την παράδοση ρωσικού φυσικού αερίου με αγωγό μέσω Καζακστάν, αλλά αυτό θα αφορά μια «τεχνική σύμβαση... όχι μια ένωση».
Στο μεταξύ, το ρωσικό μονοπώλιο «Rosneft» αναγνώρισε χτες μείωση της κερδοφορίας του κατά 15% μέσα στο πρώτο εννεάμηνο του 2022 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Οι απώλειες κερδών ανέρχονται σε περίπου 56 δισ. ρούβλια (888,8 εκατ. δολάρια). Σημαντικές απώλειες καταγράφηκαν κατά τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας στη Γερμανία.
Το ίδιο 24ωρο ο Ρώσος Πρόεδρος Βλ. Πούτιν είχε επικοινωνία με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ αλ-Ναχιάν, με επίκεντρο τη συνεργασία τους στον OPEC+ και το πλαφόν που έθεσαν σε ισχύ την περασμένη Δευτέρα η ΕΕ, οι χώρες του G7 και η Αυστραλία στο ρωσικό πετρέλαιο. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Κρεμλίνου, η προσπάθεια για επιβολή πλαφόν από ορισμένες δυτικές χώρες στο ρωσικό αργό πετρέλαιο αντιβαίνει τις «αρχές του παγκόσμιου εμπορίου».