Μέλη της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Βενετίας με μπλουζάκια και κονκάρδες, σε ένδειξη υποστήριξης της απεργίας των ηθοποιών και των σεναριογράφων του Χόλιγουντ |
Αυτή η βδομάδα μάς φέρνει στη διανομή τρεις νέες ταινίες, χωρίς όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και αρκετές επανεκδόσεις, που κλέβουν ξανά την παράσταση. Ξεχωρίζουμε την «Περιφρόνηση» («Le Mepris», 1963) του Ζαν - Λικ Γκοντάρ, ο οποίος ορμώμενος από μια ταινία που βασίζεται στην Οδύσσεια του Ομήρου, με σκηνοθέτη τον Φριτς Λανγκ, μας ξεναγεί στα άδυτα της παραγωγής του κινηματογράφου και δημιουργεί μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του, καθώς και το αριστούργημα του Ρομπέρ Μπρεσόν, «Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ» («Au hasard Balthazar», 1966), που μας αφηγείται τον Γολγοθά που ζει ένα μικρό γαϊδουράκι, αλλάζοντας ιδιοκτήτες και βιώνοντας στωικά όλο και μεγαλύτερη ταπείνωση... Πρόκειται για μία από τις ωραιότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, για την οποία ο Γκοντάρ είπε ότι «περικλείει τον κόσμο ολόκληρο σε μιάμιση ώρα»...
Το 1992 στο Αλκασέρ, μια μικρή ισπανική πόλη κοντά στη Βαλένθια, τρία κορίτσια ηλικίας 14 με 15 εξαφανίζονται από προσώπου γης. Την τελευταία φορά που τις είδαν ζωντανές, έκαναν ωτοστόπ για να πάνε σε ένα κλαμπ σε μια κοντινή πόλη. Δύο μήνες αργότερα ανακαλύπτονται τα πτώματά τους, συντρίβοντας τις οικογένειές τους και σοκάροντας την τοπική κοινότητα. Τριάντα χρόνια μετά, οι «75 Μέρες» έρχονται να επανεξετάσουν το έγκλημα, όχι μόνο για τη σοκαριστική του βιαιότητα αλλά και για την εξοργιστικά ελλιπή αστυνομική έρευνα που ακολούθησε, καθώς και για την προβληματική κάλυψη από τα ΜME.
Μια ταινία που έχει γίνει μετά από ενδελεχή δεκαετή έρευνα του σκηνοθέτη, μέσα από τα αρχεία της αστυνομίας και των εφημερίδων, αυτοψίες, ψυχιατρικές εκθέσεις, εκθέσεις εγκληματολόγων και συνεντεύξεις με άτομα από το Αλκασέρ. Η υπόθεση είναι συγκλονιστική. Ο Ρομέρο εστιάζει αρκετά στους γονείς των θυμάτων, δείχνοντας σε μεγάλη έκταση τόσο την ψυχολογική τους κατάσταση όσο και τον αγώνα τους να διαλευκανθεί το απεχθές έγκλημα. Ταυτόχρονα δείχνει την ολιγωρία των αρχών και τη βιασύνη τους να «βρουν τους ενόχους» και να κλείσουν την υπόθεση, τα αιμοδιψή ΜΜΕ που δεν διστάζουν να «δείξουν έγχρωμο τον πόνο δίπλα σε ένα φιλέτο τόνο», όπως έχει γράψει ο Μ. Γκανάς στο ποίημα του. Κηδείες σε ζωντανή μετάδοση, κυνήγι υπόπτων που γεμίζει τον τηλεοπτικό χρόνο και, αφού τρομοκρατείται αρκούντως η κοινή γνώμη... επιβάλλεται να διαλευκανθεί η υπόθεση ώστε να επιστρέψει η «κανονικότητα». Ομως ουσιαστικά η «κανονικότητα» δεν επιστρέφει ποτέ, αφού 30 χρόνια μετά δεν βρέθηκαν οι αληθινοί ένοχοι. Δυστυχώς ο Ρομέρο δεν κατορθώνει να φτιάξει αυτήν την ασφυκτική ατμόσφαιρα θρίλερ για την οποία φημίζεται ο σύγχρονος ισπανικός κινηματογράφος, εμμένει στη ντοκιμαντερίστικη υφή και στην επιλογή των πρωταγωνιστικών ρόλων, που «κοστίζει» στη μορφή της.
Η ιστορία της συνδικαλιστικής εκπροσώπου μιας γαλλικής πολυεθνικής πυρηνικής ενέργειας, η οποία γίνεται πληροφοριοδότης, καταγγέλλοντας, με κίνδυνο της ζωής της, άκρως απόρρητες συμφωνίες που συγκλόνισαν τη Γαλλία. Η ζωή της ανατρέπεται όταν δέχεται βίαιη επίθεση στο σπίτι της, ενώ νέα στοιχεία δημιουργούν αμφιβολίες στο μυαλό των ανακριτών. Από θύμα γίνεται ύποπτη.
Μια ιστορία που δείχνει το πώς η εργατική αριστοκρατία συνδιαλέγεται με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους και τα ανώτερα κλιμάκια των πολυεθνικών, στη λογική του «μικρότερου κακού», χωρίς να θιχτεί η βάση του σάπιου συστήματος. Μια ιστορία ειπωμένη μέσα από ένα «φεμινιστικό» πρίσμα για το πώς αντιμετωπίζεται ακόμα και μια γυναίκα «τέτοιας ισχύος» όταν στη μέση μπαίνουν πολύ μεγαλύτερα συμφέροντα από αυτά που μπορεί να διαχειριστεί ο εργοδοτικός συνδικαλισμός. Μια ιστορία για το πόσο αναλώσιμοι είναι οι εργαζόμενοι μπροστά στα κέρδη των πολυεθνικών, πώς κλείνονται οι συμφωνίες κάτω από το τραπέζι και τον πόλεμο των διαφορετικών συμφερόντων μερίδων της αστικής τάξης. Μια ιστορία για το πόσο πουλημένη είναι η αστική Δικαιοσύνη, που δεν διστάζει από θύμα να σε κάνει θύτη, αλλά και μια ιστορία για μια μοναχική σούπερ ηρωίδα, που ναι μεν δεν το βάζει κάτω, αλλά ούτε δρα σε συλλογικό πλαίσιο. Η ταινία σεναριακά δεν καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, κάνει μεγάλη κοιλιά καθώς αναλώνεται στο να αναδείξει τις αστυνομικές έρευνες, που ουσιαστικά κάνουν «δολοφονία χαρακτήρα» στην πρωταγωνίστρια, και φεύγει από την πιο ουσιαστική πλευρά του ζητήματος, που είναι η ανάδειξη όλων των παραπάνω που αναφέραμε. Ο Σαλομέ δεν έχει την ιδεολογική επάρκεια ώστε να ξεσκεπάσει ακόμα περισσότερο τις αιτίες και να κάνει μια ανατρεπτική ταινία, μένει στα προφανή, στηρίζεται στην Ιζαμπελ Ιπέρ και φτιάχνει ουσιαστικά μια ταινία γυναικείου ενδιαφέροντος.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Βασίλης Καλαμαράς, ποιητής και δημοσιογράφος, η Αγγελική Κουτσογιάννη, εκπαιδευτικός, η Ζοζεφίνα Σιμοπούλου, μουσικός - ερευνήτρια, και ο ίδιος ο δημιουργός, Φώντας Λάδης. Στο πλαίσιο της εκδήλωσης θα γίνει συζήτηση για το πολιτικό τραγούδι στην Ελλάδα, ενώ θα υπάρξουν και προβολές με κινηματογραφικά ντοκουμέντα.
Η συγκεκριμένη έκδοση φιλοξενεί 30 ποιήματα του Φ. Λάδη, 12 από τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
...Πάντως / πάνω απ' όλα / ένας άνθρωπος / είναι / αυτό - / που σπρώχνει δυο σπιθαμές πιο πέρα - / το σύμπαν. / Μια περπατησιά - / που δρασκελίζει το κατώφλι του κόσμου... Από το «Ενας άνθρωπος», το πρώτο ποίημα που έγραψε ο Φ. Λάδης, σε ηλικία 20 ετών, και το απήγγειλε στις μεγάλες λαϊκές συναυλίες του Μίκη, έως «Το τραγούδι της βίας» που έγραψε πρόσφατα ...Η βία είμαι, μα όχι όποια να 'ναι. / Εγώ είμ' αυτή που και τ' αφεντικά με προσκυνάνε...
Τραγούδια που μιλάνε για την καπιταλιστική εξουσία, τη βία του συστήματος και τους βαστάζους του, αλλά και τραγούδια «μπαλάντες της λευτεριάς» για μεγάλες φυσιογνωμίες του επαναστατικού κινήματος, για σημαντικές ιστορικές στιγμές, για τον άνθρωπο που αγωνίζεται... Από μύρια ξεκινούσαν μέρη / για το πιο πολύχρονο ταξίδι. / Βάδιζαν σκυφτοί κι αγκαλιασμένοι / δίχως μια στιγμή να ξαποστάσουν. / Χείμαρροι ανθρώπινοι, ταγμένοι / στην καινούρια κοίτη τους να φτάσουν... («Οι κομμουνιστές»).