(Μέρος 7ο)
Η ηχηρή αυτή προσπάθεια σταθεροποίησης του status quo στην περιοχή την επαύριο του Α' αραβοϊσραηλινού πολέμου είχε βεβαίως μια πολύ συγκεκριμένη «παράπλευρη απώλεια»: Την προοπτική συγκρότησης Παλαιστινιακού Αραβικού κράτους, που κυριολεκτικά θυσιαζόταν στο βωμό των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων (κουρελιάζοντας ταυτόχρονα τις σχετικές - και εξαιρετικά πρόσφατες τότε - αποφάσεις του ΟΗΕ). Τα αραβικά κράτη καταδίκασαν την Τριμερή Διακήρυξη (έστω και προσχηματικά, όπως η Ιορδανία, που μόλις είχε προσαρτήσει τη Δυτική Οχθη), ενώ σαφώς θετικότερη υπήρξε η υποδοχή της από το Ισραήλ.2
Το διάστημα 1953-1956 ΗΠΑ και Βρετανία επιδίωξαν τη διευθέτηση των διαφορών ανάμεσα στο Ισραήλ και τα αραβικά κράτη. Τα διαδοχικά σχέδια συμβιβασμού που προτάθηκαν, περιελάμβαναν σε γενικές γραμμές (με μικρές διαφοροποιήσεις): α) Την άρση της κατάστασης πολέμου και την πλήρη αποκατάσταση των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ τους, β) Τροποποιήσεις στα σύνορα (κυρίως από τη μεριά του Ισραήλ) και γ) Μια περιορισμένη επιστροφή των Παλαιστινίων προσφύγων στις εστίες τους (με αποζημίωση των χαμένων περιουσιών τους από το Ισραήλ) και τη μόνιμη εγκατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας στα κράτη υποδοχής.3
Τα αραβικά κράτη έθεταν ως «βάση συζήτησης» για την άμβλυνση των αραβοϊσραηλινών διαφορών μια σειρά από εδαφικές παραχωρήσεις από τη μεριά του Ισραήλ, τόσο κατά μήκος των συνόρων του με την Αίγυπτο (έτσι ώστε να αποκτήσει κοινά σύνορα με την Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία), όσο και κατά μήκος των συνόρων του με την κατεχόμενη από την Ιορδανία Δυτική Οχθη (προς αποκατάσταση της πρόσβασης των παλαιστινιακών χωριών με τις όμορες καλλιεργούμενες εκτάσεις και υδάτινους πόρους τους, που είχαν περιέλθει στην άλλη πλευρά των συνόρων). Ταυτόχρονα, έδειχναν διατεθειμένα να αναγνωρίσουν το κράτος του Ισραήλ, αλλά και να συμβιβαστούν στο ζήτημα των προσφύγων, μετατοπιζόμενα από την προηγούμενη κατηγορηματική τους θέση περί καθολικής επιστροφής των ξεριζωμένων στις εστίες τους σε μια θέση περί «εθελοντικής» επιστροφής (και τη μόνιμη εγκατάσταση των υπολοίπων στις χώρες υποδοχής, με αποζημίωση των χαμένων περιουσιών τους και με την οικονομική συνδρομή της «Διεθνούς Κοινότητας»). Περί συγκρότησης ανεξάρτητου Παλαιστινιακού Αραβικού κράτους ούτε λόγος.5
Βεβαίως, οι αραβοϊσραηλινές διαφορές δεν αφορούσαν μόνο εδαφικά ζητήματα και το Παλαιστινιακό, αλλά εκτείνονταν σε ένα εύρος ζητημάτων: Από τη νομή των νερών του Ιορδάνη, τα δικαιώματα αλιείας στη λίμνη Κινέρετ, έως την προσβασιμότητα του Ισραήλ στις θαλάσσιες οδούς εμπορίου (μέσω της διώρυγας του Σουέζ και των Στενών του Τιράν, που ελέγχονταν από την Αίγυπτο), κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, τέλη του 1955 - αρχές του 1956, οι δύο βασικότερες δυνάμεις, η Αίγυπτος και το Ισραήλ, «ήταν έτοιμες να κάτσουν στο τραπέζι των συνομιλιών».8
Την περίοδο 1953 - 1956 το κράτος του Ισραήλ δέχτηκε πράγματι σοβαρές πιέσεις από τους διεθνείς συμμάχους του, προκειμένου να έρθει σε κάποιον συμβιβασμό με τα αραβικά κράτη. «Αν θέλουμε να έλθουμε ποτέ σε κάποια συμβιβαστική λύση για το Παλαιστινιακό», ανέφερε χαρακτηριστικά αξιωματούχος του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών το 1955, «θα πρέπει να γίνουμε κακοί προς τους Ισραηλινούς κάποια στιγμή».9
Οι εκκρεμείς λογαριασμοί, λοιπόν, έπρεπε να κλείσουν και ο τρόπος που θα έκλειναν υπήρξε άμεσα συναρτόμενος με την ιεράρχηση (την «αξία») κάθε πλευράς (κάθε «συμμάχου»), τη δοσμένη περίοδο, στο πλαίσιο των ευρύτερων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Το Ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών το γνώριζε αυτό, σημειώνοντας χαρακτηριστικά σε έγγραφό του προς την πρεσβεία του Ισραήλ στο Λονδίνο: «Οι Αραβικές χώρες έχουν πετρέλαιο και το Ισραήλ όχι, και όσο ο έλεγχος των ροών αυτών [σ.σ. του πετρελαίου] είναι ζωτικής σημασίας για τη Βρετανία, θα βλέπει πάντοτε το Ισραήλ στο φόντο της γενικότερης εικόνας της Μέσης Ανατολής».10 Το ίδιο ίσχυε και για τις ΗΠΑ. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες», σημείωνε στις 18.10.1955 από το βήμα της ισραηλινής Βουλής (Κνεσέτ) το στέλεχος της κυβέρνησης Γ. Μπαρζιλάι, ήταν πρόθυμες να «θυσιάσουν το Ισραήλ προκειμένου να στρατολογήσουν τα Αραβικά κράτη σε μια Μεσανατολική συμμαχία».11
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Μέση Ανατολή είχε αναδειχθεί στον μεγαλύτερο εξαγωγέα προϊόντων πετρελαίου στον κόσμο (εκτοπίζοντας από την πρώτη θέση την Καραϊβική).13Ο έλεγχος και η εκμετάλλευση αυτής της παραγωγής γινόταν σχεδόν αποκλειστικά από 6 μονοπωλιακούς κολοσσούς βρετανικών και αμερικανικών συμφερόντων (κατά 50% και 45%, αντίστοιχα) και ήταν κρίσιμη ως καύσιμη ύλη τόσο για τις οικονομικές όσο και για τις στρατιωτικές ανάγκες του καπιταλιστικού κόσμου. Ενδεικτικά, αρκεί να αναφέρουμε πως το 1950 - σε μια περίοδο δηλαδή όπου οι ανάγκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανοικοδόμησης ήταν τεράστιες - η Μέση Ανατολή κάλυπτε το 75% των απαιτήσεων της Δυτικής Ευρώπης σε πετρέλαιο. Το δε διυλιστήριο του Αμπαντάν (στο Ιράν) προμήθευε το 1951 το «46% των αεροπορικών καυσίμων που παράγονταν στον "ελεύθερο [βλ. καπιταλιστικό] κόσμο"».14
Σημειωτέον πως η βαρύτητα που προσέδιδαν οι ΗΠΑ στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής δεν είχε να κάνει τόσο με τις εγχώριες ανάγκες τους (που στο μεγαλύτερο βαθμό καλύπτονταν ακόμη από τις ίδιες ή από άλλες περιοχές, όπως π.χ. τη Βενεζουέλα) όσο με τη γενικότερη οικονομική και στρατηγική σημασία που είχε ο έλεγχος της παγκόσμιας παραγωγής.15
Η εξέλιξη της διεθνούς σύγκρουσης καπιταλισμού - σοσιαλισμού υπήρξε αναμφίβολα κεντρικός και μόνιμος παράγοντας στη διαμόρφωση της πολιτικής των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της περιόδου έναντι της Μέσης Ανατολής. «Η πολιτική απώλεια [της Μέσης Ανατολής] υπέρ της Σοβιετικής Ενωσης», τόνιζε το 1950 ο Τζ. Μακ Γκι (υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ), «θα ήταν μια μεγάλη καταστροφή, αντίστοιχη με την απώλειά της εν καιρώ πολέμου». Αντίστοιχα, το 1956 ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντ. Αϊζενχάουερ έγραφε στον Βρετανό πρωθυπουργό Α. Ιντεν: «Στο πίσω μέρος του μυαλού μας πρέπει να είναι η εξαιρετικά επικίνδυνη απειλή στη Μέση Ανατολή (...) Συμφωνώ απολύτως μαζί σου πως δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με χαλαρότητα το οτιδήποτε μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στην Αρκούδα [σ.σ. την ΕΣΣΔ] να μπήξει τα νύχια της στην παραγωγή ή τη μεταφορά του πετρελαίου, το οποίο είναι τόσο ζωτικό για την άμυνα και την οικονομία του [καπιταλιστικού] κόσμου».16 Ακολούθως, «η διατήρηση των κρατών της Μέσης Ανατολής στη Δυτική σφαίρα επιρροής» αποτέλεσε «κρίσιμης σημασίας ψυχροπολεμικό στόχο» ΗΠΑ και Βρετανίας.17
Το 1952 - 1953 οι ΗΠΑ επιδίωξαν τη συγκρότηση ενός Οργανισμού Αμυνας Μέσης Ανατολής με σκοπό τη στρατιωτική διασφάλιση των εμπορικών δρόμων (κύρια της Διώρυγας του Σουέζ) και πετρελαιοπαραγωγικών πηγών της περιοχής. Το εγχείρημα δεν ευοδώθηκε, κυρίως λόγω της άρνησης της Αιγύπτου (που θεωρούνταν «το κράτος - κλειδί» για τη συγκρότηση και αποτελεσματική λειτουργία του) να μετάσχει σε αυτό.18 Ακολούθησε η προσπάθεια για τη συγκρότηση μιας «Βόρειας Ζώνης» στρατιωτικής συνεργασίας, που θα περιελάμβανε την Τουρκία, το Ιράκ, το Ιράν και το Πακιστάν. Οι ΗΠΑ προχώρησαν στο εν λόγω εγχείρημα ανεξάρτητα από τους Βρετανούς, οι οποίοι, ωστόσο, είχαν δρομολογήσει ταυτόχρονα δικές τους αντίστοιχες διεργασίες (γεγονός που αντανακλούσε και τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή, οι οποίοι φυσικά δεν είχαν κοπάσει ποτέ). Οι κινήσεις των Βρετανών είχαν ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση του Συμφώνου της Βαγδάτης (1954-1959), στο οποίο εντάχθηκαν διαδοχικά η Τουρκία και το Ιράκ, η ίδια η Μ. Βρετανία, το Πακιστάν και το Ιράν. Το Σύμφωνο της Βαγδάτης διαδέχτηκε (μετά την έξοδο του Ιράκ από αυτό) ο Οργανισμός Κεντρικού Συμφώνου ανάμεσα στις ΗΠΑ, το Ιράν, το Πακιστάν και την Τουρκία.19
Η προσχώρηση των Αραβικών κρατών σε αυτές τις συμμαχίες υπήρξε άλλοτε το προϊόν των οικονομικών και στρατιωτικών ενισχύσεων που τις συνόδευαν και άλλοτε το προϊόν πιέσεων (πολύ συχνά και τα δύο). Χαρακτηριστικά υπήρξαν τα όσα έγραψε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Χ. Μακμίλαν προς τον πρωθυπουργό της χώρας του Α. Ιντεν τον Νοέμβρη του 1955 σχετικά με την απροθυμία της Ιορδανίας να ενταχθεί στο Σύμφωνο της Βαγδάτης: «Αν δεν φέρουμε την Ιορδανία στο Σύμφωνο της Βαγδάτης τώρα, θα διολισθήσει πέρα από τον έλεγχό μας. (...) Πρέπει (...) να τους το ξεκαθαρίσουμε αυτό και λίγο-πολύ να τους αναγκάσουμε να προσχωρήσουν. Εν τέλει, μπορεί να χρειαστεί να τους πούμε πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να συνδράμουμε οικονομικά και στρατιωτικά μια χώρα που δεν παραμένει στο πλευρό μας σε καίρια ζητήματα», υποδεικνύοντας καταληκτικά τον κίνδυνο «του Ισραήλ».20
Η προώθηση της πολιτικής των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών στη Μέση Ανατολή περιελάμβανε μια ευρεία και πολύμορφη γκάμα πιέσεων και παρεμβάσεων: Πολιτικές δολοφονίες, την εξαγορά πολιτικών ή στρατιωτικών παραγόντων, την αξιοποίηση ακροδεξιών - παρακρατικών ομάδων ή ακόμα και ισλαμιστικών οργανώσεων (όπως οι Αδερφοί Μουσουλμάνοι), τη διενέργεια προπαγάνδας (μέσω ραδιοφωνικών πομπών, ελεγχόμενων έντυπων μέσων, κ.ο.κ.), την προβοκατόρικη υποκίνηση ταραχών, κ.ά. 21
Εν τέλει, υπήρχε και η στρατιωτική επέμβαση, είτε άμεσα (με ίδιες στρατιωτικές δυνάμεις) είτε έμμεσα (μέσω της στήριξης κάποιας πιο «φιλικής» ή «συνεργάσιμης» μερίδας των εγχώριων αστικών κ.ά. δυνάμεων για την πραξικοπηματική ανατροπή και αντικατάσταση μιας αντίστοιχα λιγότερο «φιλικής» ή «συνεργάσιμης» που βρισκόταν στην κυβέρνηση).
Ετσι έγινε:
-- Το 1949 στη Συρία, όταν οι ΗΠΑ στήριξαν την πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Σ. αλ Κουάτλι (λόγω της μη-έγκρισης κατασκευής αγωγού πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία, της προσέγγισής της με την ΕΣΣΔ, κ.ά.). 'Η και πάλι το 1957, όταν στήριξαν ανάλογες πραξικοπηματικές διεργασίες (εκτιμώντας πως η χώρα ήταν «ευάλωτη στον κομμουνισμό» και η τότε κυβέρνησή της υπερβολικά «αριστερίζουσα»), δίχως ωστόσο επιτυχία αυτή τη φορά.22
-- Το 1953 στο Ιράν, όταν ΗΠΑ και Βρετανία σχεδίασαν, χρηματοδότησαν και οργάνωσαν μέσω των μυστικών υπηρεσιών τους την πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Μ. Μοσαντέκ (και την επαναφορά του Σάχη) για να αποτρέψουν την αποφασισθείσα κρατικοποίηση της μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας της χώρας (τότε και της Μέσης Ανατολής).23
-- Το 1956 στην Αίγυπτο (βλ. στη συνέχεια πιο αναλυτικά).
--` Η το 1958 στον Λίβανο, όταν οι ΗΠΑ επενέβησαν στρατιωτικά προκειμένου να αποσοβηθεί η πολιτική κρίση που είχε δημιουργηθεί από την άνοδο του παναραβισμού, απειλώντας την αλλαγή (του έως τότε «φιλοδυτικού») διεθνούς προσανατολισμού της χώρας.
Οι παραπάνω ενέργειες, βεβαίως, δεν εξασφάλιζαν πάντοτε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η Ιορδανία δεν προσχώρησε τελικά στο Σύμφωνο της Βαγδάτης, παρά τις πιέσεις των Βρετανών. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη είχε το μαζικό λαϊκό κύμα διαμαρτυρίας που σηκώθηκε εναντίον του (στο οποίο μάλιστα πρωτοστάτησαν οι Παλαιστίνιοι).24
Το 1958-1961 η Συρία ενώθηκε με την Αίγυπτο συγκροτώντας την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία. Το 1963, δε, το Συριακό σοσιαλδημοκρατικό αραβικό κόμμα Μπαάθ, που ήταν εχθρικό προς τις ΗΠΑ, ανέλαβε την εξουσία. Αντίστοιχα, πραξικόπημα στο Ιράκ το 1958 ανέτρεψε τη φιλοβρετανική κυβέρνηση, βγάζοντας την χώρα από το Σύμφωνο της Βαγδάτης. Το 1963 το ντόπιο Μπαάθ ανέλαβε την εξουσία και στο Ιράκ. Τόσο οι εξελίξεις στη Συρία όσο και αντίστοιχα στο Ιράκ υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένες με την αποτυχία της γαλλοβρετανικής στρατιωτικής επέμβασης στην Αίγυπτο το 1956.
Τον πρώτο καιρό από την ίδρυσή του, το κράτος του Ισραήλ (μέσω στελεχών της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού του) δήλωνε πως θα παρέμενε «ουδέτερο» στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση25. Ωστόσο, ήδη από το 1950 - 1951 η ισραηλινή αστική τάξη, εκτιμώντας πως η οικοδόμηση και η ασφάλεια του κράτους της στη δοσμένη φάση είχαν ανάγκη τη «στήριξη μιας παγκόσμιας δύναμης», άρχισε να επιδιώκει μια στενότερη οικονομική - στρατιωτική συμμαχία με τις ΗΠΑ ή ακόμη και μια τριμερή με τη συμπερίληψη της Βρετανίας. ΗΠΑ και Βρετανία, όμως, ήταν επιφυλακτικές ως προς αυτό, καθ' όσον θεωρούσαν πως κάτι τέτοιο θα υπονόμευε τις ευρύτερες συμμαχίες που προσπαθούσαν να χτίσουν στην περιοχή με τα αραβικά κράτη26.
Τέτοιους ενδοιασμούς πάντως δεν είχε η Γαλλία, η οποία, έχοντας «εκτοπιστεί από τη Συρία και τον Λίβανο στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και έχοντας αποκλειστεί από τις αγγλοαμερικανικές συζητήσεις για τη Μέση Ανατολή το 1950 - 1955», είδε στο Ισραήλ «ένα πάτημα για να επανακτήσει τον ρόλο της στην περιοχή»27.
Σε κάθε περίπτωση, όπως τόνισε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ντ. Μπ. Γκουριόν σε συνέντευξή του στη «Le Monde»(11.3.1960), «το κράτος του Ισραήλ αποτελεί έναν από τους πιο σταθερούς συμμάχους της Ευρώπης και των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Η ισραηλινή πολιτική ακολουθεί γραμμές παράλληλες με εκείνες της Κοινής Αγοράς, του Ατλαντικού Συμφώνου, της πολιτικής και στρατιωτικής στρατηγικής της Δύσης, έστω και αν, υπό το φόβο μήπως θίξουν τις ευαισθησίες των Αράβων, οι δυτικές κυβερνήσεις διστάζουν να παραδεχθούν ανοιχτά αυτή την ταυτότητα προσανατολισμού και συμφερόντων».
Το κράτος του Ισραήλ φρόντιζε σχεδόν με κάθε ευκαιρία να τονίζει αυτήν την ευθυγράμμιση «προσανατολισμού και συμφερόντων». Ακολούθως, ψήφισε κατά της ανεξαρτησίας της Τυνησίας στον ΟΗΕ, το 1952, του Μαρόκου, το 1953, της Αλγερίας, το 1956, το 1957 και το 1958. Ψήφισε κατά της καταδίκης του ρατσιστικού καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική το 1960, κ.ο.κ. Οπως παραδέχθηκε ο τότε υπουργός της ισραηλινής κυβέρνησης Γ. Μπαρζιλάι, «η αντιπροσωπεία μας στον ΟΗΕ είναι κάποιες φορές πιο Καθολική και από τον Πάπα, πιο ευλαβικά φιλο-δυτική και από τα ίδια τα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας»28.
Η πολιτική αυτή δεν βρήκε απέναντί της μόνο τα αραβικά κράτη, αλλά και κράτη της Ασίας και της Αφρικής, που επανειλημμένα στις κοινές τους Διασκέψεις καταδίκασαν το Ισραήλ ως «πυλώνα του ιμπεριαλισμού» και «απειλή (...) για την παγκόσμια ειρήνη»29.
Οπως αναφέραμε ήδη πιο πάνω, στις αρχές της δεκαετίες του 1950 ΗΠΑ και Βρετανία θεωρούσαν την Αίγυπτο «κράτος - κλειδί» για τους σχεδιασμούς τους στη Μέση Ανατολή (τόσο λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης όσο και επειδή αποτελούσε το πιο ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κράτος στην περιοχή). Οι σχεδιασμοί αυτοί, ωστόσο, εσώκλειαν ταυτόχρονα μια σειρά ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών.
Για τη Βρετανία η σημασία της Αιγύπτου είχε αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Παλαιστίνη (το 1948), καθώς, πέραν της διαχρονικής νευραλγικής αξίας που είχε για εκείνη η Διώρυγα του Σουέζ, διατηρούσε σε αυτήν τη μεγαλύτερη πλέον μόνιμη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή. Ακολούθως, η επικρατούσα άποψη στους κόλπους της βρετανικής αστικής τάξης ήταν ότι, εν πολλοίς, «ο ρόλος της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή εξαρτιόταν από τη διατήρηση της θέσης της στην Αίγυπτο»30.
Ωστόσο, το 1952 ο βασιλιάς Φαρούκ ανατράπηκε με στρατιωτικό κίνημα υπό την ηγεσία των Ελεύθερων Αξιωματικών, που θεωρούσαν τον θρόνο βασικό εμπόδιο για μια σειρά από αναγκαίους αστικούς εκσυγχρονισμούς και μεταρρυθμίσεις. Η ανατροπή του Φαρούκ πραγματοποιήθηκε σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ και με τη στήριξή τους. Αλλωστε, πολλά από τα ηγετικά στελέχη των Ελεύθερων Αξιωματικών είχαν εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ, οι οποίες συμμερίζονταν το αστικό εκσυγχρονιστικό τους πρόγραμμα (εκτιμώντας πως ένα πιο σύγχρονο καπιταλιστικό καθεστώς «προσέφερε καλύτερες προοπτικές προς μια πολιτική σταθερότητα προσανατολισμένη στον ελεύθερο κόσμο», απ' ό,τι το παλιό - και εν πολλοίς αναχρονιστικό - καθεστώς που υπήρχε γύρω από τον βασιλιά Φαρούκ)31. Οι Βρετανοί εξοργίστηκαν «με τη ζημιά που έκαναν οι Αμερικανοί εδώ (στην Αίγυπτο)», ωστόσο προς στιγμή περιορίστηκαν σε μια προσπάθεια να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από τα συμφέροντά τους σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο ενδοϊμπεριαλιστικό συσχετισμό32.
Βεβαίως, η επιδίωξη της αστικής τάξης της Αιγύπτου για την οικονομική και γεωστρατηγική αναβάθμιση του κράτους της την έφεραν σύντομα σε αντίθεση και με τις ΗΠΑ. Βασικό σημείο τριβής υπήρξε η στάση των ΗΠΑ (και της Βρετανίας) έναντι της προσπάθειας της Αιγύπτου για ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος με την προμήθεια νέου οπλισμού. «Οι απαντήσεις που λάβαμε», τόνιζε ο Πρόεδρος της Αιγύπτου, Αμπ. Γκ. Νάσερ, «ήταν τυλιγμένες με όρους, τους οποίους και δεν δεχτήκαμε γιατί δεν θέλουμε να εξοπλίσουμε τον στρατό μας σε βάρος της ανεξαρτησίας μας» (οι όροι αυτοί αφορούσαν την ένταξη της Αιγύπτου στο Σύμφωνο της Βαγδάτης). Ακολούθως, η Αίγυπτος στράφηκε προς την ΕΣΣΔ και τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, με τις οποίες και σύναψε σχετική συμφωνία. «Η συμφωνία αυτή», ξεκαθάριζε ο Νάσερ ανακοινώνοντάς την στις 27.9.1955, «που δεν είναι τυλιγμένη με όρους και περιορισμούς, δεν αποτελεί την απαρχή κάποιας ρωσικής διείσδυσης αλλά το τέλος της επιρροής που μας είχε υπό έλεγχο για πολύ καιρό τώρα»33.
Η σοβιετική συνδρομή στην Αίγυπτο δεν αφορούσε μόνο την προμήθεια στρατιωτικού υλικού υπό εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους (με πίστωση και μελλοντική αποπληρωμή σε βαμβάκι και ρύζι). Είχε γενικότερο και βαθύτερο αντίκτυπο στην περιοχή, ο οποίος δεν άργησε να γίνει αισθητός. «Οι Αραβες», σημείωνε στο ημερολόγιό του έξι μήνες αργότερα ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντ. Αϊζενχάουερ, «καθώς προμηθεύονται μεγάλες παρτίδες όπλων από τους Σοβιετικούς, γίνονται καθημερινά όλο και πιο υπερόπτες αψηφώντας τα συμφέροντα της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής»34.
ΗΠΑ και Βρετανία επικεντρώθηκαν αρχικά στο να «περιορίσουν τη ζημιά». «Πρέπει να αποδεχτούμε αυτήν τη διπλωματική ήττα», σημείωνε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Χ. Μακμίλαν, κατά τις σχετικές αμερικανοβρετανικές διαβουλεύσεις στις 3.10.1955, «και να προσπαθήσουμε να την ελαττώσουμε και να την περιορίσουμε (...) Να μιλήσουμε στον Νάσερ (...) και να του πούμε πως πρέπει να προσπαθήσει να περιορίσει τις σχέσεις του με το σοβιετικό μπλοκ»35. «Πρέπει να κρατήσουμε την Αίγυπτο στη μεριά μας», σημείωνε αντίστοιχα ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ε. Σάκμπεργκ, «ακόμα και αν χρειαστεί να πληρώσουμε βαρύ τίμημα γι' αυτό, πράγμα το οποίο μπορεί να σημαίνει και εγκατάλειψη του Ισραήλ»36.
Η διαφοροποίηση της Βρετανίας ήρθε μετά την απόφαση της αιγυπτιακής κυβέρνησης να εθνικοποιήσει τη Διώρυγα του Σουέζ (που ανακοινώθηκε στις 26.7.1956). «Πρέπει», τόνιζε ο Χ. Μακμίλαν, «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να κερδίσουμε αυτήν τη διαμάχη. Ο Νάσερ (...) μπορεί να δημιουργήσει μια καταστροφική κατάσταση για εμάς. Χωρίς το πετρέλαιο, χωρίς τα κέρδη από το πετρέλαιο, ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο ούτε η Δυτική Ευρώπη μπορούν να επιβιώσουν». Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Α. Ιντεν, ήταν ακόμα πιο κατηγορηματικός προκρίνοντας την ανάληψη «στρατιωτικής δράσης (...) ώστε να φύγει ο Νάσερ (...) Δεν μπορεί να επιτραπεί στον Νάσερ να μας κρατά από τον λαιμό»37.
Η εθνικοποίηση του Σουέζ καταγγέλθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση ως παράνομη. Ωστόσο τελικά - και παρότι αναζητήθηκε διεξοδικά - δεν βρέθηκε κάποιο «νομικό πάτημα» προκειμένου να ανατραπεί αυτή η εξέλιξη38.Επρεπε λοιπόν να μεθοδευτεί κάποια πρόφαση για επέμβαση.
Ακολούθησε (από τον Ιούνη έως και τον Οκτώβρη του 1956) σειρά μυστικών επαφών και διαπραγματεύσεων μεταξύ Γαλλίας, Βρετανίας και Ισραήλ, κατά τις οποίες διαπιστώθηκαν σύγκλιση συμφερόντων και συμφωνία για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης:
Η αστική τάξη της Βρετανίας επιδίωκε την ανάκτηση του ελέγχου του Σουέζ και κατ' επέκταση του ενισχυμένου πολιτικού, οικονομικού και στρατιωτικού ρόλου που είχε στην Αίγυπτο πριν από το 1952.
Η αστική τάξη της Γαλλίας μοιραζόταν την επιδίωξη της ανάκτησης του Σουέζ, τόσο ως περιουσιακού στοιχείου (εφόσον οι μισές σχεδόν μετοχές της εταιρείας διαχείρισης της διώρυγας ανήκαν σε Γάλλους κεφαλαιούχους), όσο και ως ενεργειακής αρτηρίας στρατηγικής σημασίας. Επιπλέον, επιδίωκε να πετύχει ένα συντριπτικό πλήγμα στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αναπτύσσονταν εκείνη την περίοδο στις κτήσεις και τις αποικίες της, ιδιαίτερα στη βόρεια Αφρική (τα οποία ενισχύονταν - ηθικά αλλά και υλικά - από την Αίγυπτο). Κατά τον ίδιο τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών, Κ. Πινό, «μία νικηφόρα μάχη στην Αίγυπτο θα άξιζε όσο δέκα στην Αφρική»39.
Η αστική τάξη του Ισραήλ επιδίωκε όχι μόνο να ανατρέψει τον δρομολογούμενο σε βάρος της αραβοϊσραηλινό συμβιβασμό, αλλά και να πετύχει σημαντικά εδαφικά κέρδη με μια συνολικότερη επαναχάραξη των συνόρων στη Μέση Ανατολή. Οι επιδιώξεις του Ισραήλ, που τέθηκαν στους συμμάχους του κατά τις τελικές διαπραγματεύσεις στη Γαλλία (22 - 24.10.1956) από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Ντ. Μπ. Γκουριόν (και τις οποίες κατέγραψε στο ημερολόγιό του), περιελάμβαναν: Την προσάρτηση της Χερσονήσου του Σινά στο Ισραήλ (όπου μόλις είχαν ανακαλυφθεί σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου), την επέκτασή του στις μη χριστιανικές περιοχές του Λιβάνου και την από κοινού νομή της Ιορδανίας με το Ιράκ (όπου θα μεταφέρονταν και οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες)40.
Το σχέδιο δράσης που συμφωνήθηκε (Πρωτόκολλο των Σεβρών, 24.10.1956) προέβλεπε την επίθεση του Ισραήλ στην Αίγυπτο στην περιοχή του Σινά, με σκοπό την πρόκληση της αιγυπτιακής αντίδρασης και τη δικαιολόγηση της βρετανογαλλικής στρατιωτικής επέμβασης - δήθεν - για την προστασία της Διώρυγας του Σουέζ. Ως πρόσχημα της ισραηλινής επίθεσης προτάθηκε από τους Γάλλους ακόμη και ο προβοκατόρικος βομβαρδισμός μίας εκ των πόλεων του Ισραήλ με επίρριψη της ευθύνης στην Αίγυπτο. Τελικά προκρίθηκε το στήσιμο μιας προβοκατόρικης επίθεσης - δήθεν - Παλαιστινίων μαχητών από τη Λωρίδα της Γάζας41.
Η εμφάνιση της Βρετανίας και της Γαλλίας ως μη άμεσα εμπλεκόμενων με την επίθεση του Ισραήλ, ήταν εξαιρετικά σημαντική και για τις δύο, εφόσον δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τις ροές πετρελαίου αλλά και τις συμμαχίες τους με τις υπόλοιπες αραβικές χώρες. Επιπλέον, η στρατιωτική επέμβαση κατά της Αιγύπτου αποτελούσε την πρώτη ίσως σημαντική δράση τέτοιου τύπου, που πραγματοποιούνταν μεταπολεμικά δίχως συνεννόηση με τις ΗΠΑ και εν πολλοίς ενάντια στην επιδιωκόμενη πολιτική των Αμερικανών στην περιοχή42.
Σε κάθε περίπτωση, καθ' όλη αυτήν την περίοδο, η βρετανική αστική τάξη εξαπέλυσε ένα πραγματικό κύμα μαύρης προπαγάνδας προκειμένου να δημιουργήσει κλίμα στήριξης - ή έστω δικαιολόγησης - της επικείμενης ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Δεκάδες άρθρα με ψευδείς ειδήσεις διοχετεύθηκαν υπ' ευθύνη των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στον εγχώριο και διεθνή Τύπο, στο BBC και στο εκτενές δίκτυο νόμιμων και «μαύρων» ραδιοφωνικών σταθμών που εξέπεμπαν στη Μέση Ανατολή από τον Κόλπο του Αντεν, τη Λιβύη και την Κύπρο. Ο Νάσερ παρουσιαζόταν ακόμη και ως ένας νέος «Μουσολίνι»43!
Η «Επιχείρηση Σωματοφύλακας», όπως ονομάστηκε, ξεκίνησε σύμφωνα με το σχέδιο στις 29.10. Την επομένη, οι ΗΠΑ κατέθεσαν στον ΟΗΕ πρόταση καταδίκης της ισραηλινής επίθεσης, η οποία ωστόσο μπλοκαρίστηκε με «βέτο» της Βρετανίας και της Γαλλίας. Στις 31.10 οι δύο δυνάμεις απηύθυναν τελεσίγραφο σε Αίγυπτο και Ισραήλ απαιτώντας την παύση των εχθροπραξιών και την εκατέρωθεν απομάκρυνσή τους σε απόσταση 10 μιλίων από τη Διώρυγα του Σουέζ για τη διασφάλιση - δήθεν - της ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Το Ισραήλ, που είχε εκπληρώσει τον σκοπό του και είχε σχεδόν καταλάβει τη Χερσόνησο του Σινά, δεν είχε βεβαίως αντίρρηση σε αυτό. Η Αίγυπτος από τη μεριά της απέρριψε το τελεσίγραφο και έτσι την 1.11 Βρετανία και Γαλλία ξεκίνησαν την αεροπορική (αρχικά) και χερσαία (κατόπιν) επέμβασή τους.
Η ισραηλινή επίθεση είχε δύο όψεις στο εσωτερικό του κράτους του Ισραήλ: Από τη μία της καταστολής, π.χ. με την επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας στις γειτονιές και τα χωριά των Παλαιστινίων (και την εν ψυχρώ εκτέλεση δεκάδων παραβατών44). Και από την άλλη, την εθνικιστική έξαρση και τους πανηγυρισμούς της αστικής πολιτικής ηγεσίας του Ισραήλ για τις νίκες στα πεδία των μαχών, που τριπλασίασαν την επικράτειά του.
Από το βήμα της Κνέσετ, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Ντ. Μπ. Γκουριόν, έκανε θριαμβευτικά λόγο για την «απελευθέρωση» του Σινά έπειτα «από 3.000 χρόνια» και την εδαφική αποκατάσταση του «Τρίτου Βασιλείου του Ισραήλ»! Ο δε επικεφαλής της αντιπολίτευσης, Μ. Μπέγκιν, μίλησε για «το αιώνιο δικαίωμά μας (σ.σ. των Ισραηλινών) στη γη των προγόνων μας», το οποίο «καμιά ξένη κατάκτηση δεν μπορεί να αναιρέσει»45.
Μοναδική «παραφωνία» στην ισραηλινή Βουλή εκείνη την περίοδο ήταν η φωνή του Κομμουνιστικού Κόμματος, που παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις εναντίον του (κατηγορούμενο ως κόμμα «προδοτικό», ως «πράκτορας ξένων δυνάμεων», κ.ο.κ.), κράτησε συνεπή ταξική διεθνιστική στάση. Το ΚΚΙ κατήγγειλε την ισραηλινή επίθεση ως «αδικαιολόγητη» και τον πόλεμο ως «κατακτητικό». «Κανείς λογικός άνθρωπος», τόνισε, «δεν μπορεί να αποδεχθεί τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης πως η επίθεση στην Αίγυπτο ήταν μια πράξη "άμυνας"», προειδοποιώντας ότι «η πολιτική της εδαφικής κατάκτησης είναι δίκοπο μαχαίρι» και ότι «η λογική της "επικράτησης του ισχυρότερου" δεν μπορεί να αποτελεί μια στέρεη βάση για τη συνύπαρξη Ισραηλινών και Αράβων»46.
Στη σχετική ψηφοφορία για την έγκριση ή μη της πολιτικής του κυβερνώντος συνασπισμού υπό το Εργατικό Κόμμα, όλα τα κόμματα ψήφισαν υπέρ (ακόμη και τα αραβικά), «πλην του Μακί (σ.σ. των κομμουνιστών)»47.
Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν έως τις 7.11, όταν τα επιτιθέμενα κράτη - με πρώτη τη Βρετανία - έκαναν δεκτές τις διαδοχικές αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για εκεχειρία. Η εξέλιξη αυτή δεν υπήρξε αποτέλεσμα των όσων είχαν συμβεί στο πολεμικό πεδίο (όπου στρατιωτικά η Αίγυπτος είχε ηττηθεί, έστω και αν η προώθηση των γαλλοβρετανικών αποβατικών δυνάμεων στο Πορτ Σαΐντ δεν ήταν η αναμενόμενη). Απεναντίας, η αναδίπλωση Βρετανίας και Γαλλίας είχε να κάνει με τα εξής:
Το κλείσιμο της Διώρυγας του Σουέζ, η ανατίναξη (από τη Συρία) του μοναδικού χερσαίου αγωγού πετρελαίου από το Ιράκ στη Μεσόγειο, το εμπάργκο της Σαουδικής Αραβίας και η άρνηση των ΗΠΑ να συνδράμει (οικονομικά και ενεργειακά) τους επιτιθέμενους, έφεραν τη Γαλλία και - κυρίως - τη Βρετανία σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Οι διπλωματικές και κυρίως οικονομικές πιέσεις από τις ΗΠΑ ήταν πράγματι ισχυρές. Σημαντική υπήρξε όμως και η ηχηρή παρέμβαση της ΕΣΣΔ στις 5.11, προειδοποιώντας τους επιτιθέμενους για πιο δυναμική εμπλοκή της υπέρ της Αιγύπτου. Το ενδεχόμενο μιας σοβιετικής παρέμβασης βάρυνε ιδιαίτερα στην αποδοχή της εκεχειρίας από το Ισραήλ (ειδικά όταν οι ΗΠΑ ξεκαθάρισαν πως, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα επενέβαιναν υπέρ του).48
Το Ισραήλ, ωστόσο, αν και δέχτηκε να αποσυρθεί από τη Χερσόνησο του Σινά, υπήρξε κατηγορηματικά αρνητικό ως προς τη Λωρίδα της Γάζας, τονίζοντας πως «είναι κομμάτι του Ισραήλ και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβιβασμού». Το ΚΚΙ απαίτησε την «άμεση και πλήρη αποχώρηση από τις κατεχόμενες περιοχές», σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως «η αναγνώριση των εθνικών δικαιωμάτων ενός λαού χωρίς τη διασφάλιση των εθνικών δικαιωμάτων ενός άλλου δεν νοείται» ούτε «μπορεί να φέρει την ειρήνη».49
Τελικά, η απειλή των διεθνών κυρώσεων και η ανησυχία για τις επιπτώσεις τους στην οικονομική - στρατιωτική ισχύ του Ισραήλ, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο που εκτιμούνταν πως παρουσίαζε στην παρούσα φάση η προσθήκη χιλιάδων Παλαιστινίων Αράβων στο ισραηλινό κράτος, έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της απόσυρσης και από τη Λωρίδα της Γάζας. Η εν λόγω απόφαση υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη για την αστική πολιτική ηγεσία του Ισραήλ. «Αν πίστευα στα θαύματα», τόνισε ο Ντ. Μπ. Γκουριόν, «θα ευχόμουν η Γάζα να βούλιαζε στην θάλασσα».50Στις 7-8.3.1957 οι ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις αποχώρησαν από τη Λωρίδα της Γάζας. Κατά μήκος των συνόρων Αιγύπτου και Ισραήλ αναπτύχθηκε δύναμη του ΟΗΕ.
Η κρίση του Σουέζ είχε πολύ σημαντικό αντίκτυπο στη Μέση Ανατολή.
Καταρχάς, η θέση της Αιγύπτου στην ευρύτερη περιοχή ενισχύθηκε. Και με αυτήν ενισχύθηκε αντίστοιχα η απήχηση του παναραβισμού και η δυναμική των αστικών εθνικών κινημάτων στη Μέση Ανατολή. Οι εξελίξεις σε μια σειρά αραβικά κράτη (όπως η Συρία, το Ιράκ κ.ά.) την αμέσως επόμενη περίοδο υπήρξαν άμεσα συναρτόμενες με τα παραπάνω.
Επίσης αυξήθηκε σημαντικά το κύρος της Σοβιετικής Ενωσης, τόσο ως υπέρμαχος των πιο αδύναμων κρατών απέναντι στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, όσο και ως υποστηρικτής (μέσω της οικονομικής, στρατιωτικής κ.ο.κ. συνδρομής της) ενός πιο ανεξάρτητου βηματισμού τους στο διεθνές καπιταλιστικό περιβάλλον. Ηδη από το 1956 η ΕΣΣΔ έτεινε με σχετική της διακήρυξη χείρα βοηθείας «στις κυβερνήσεις των Αραβικών κρατών, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο όφελος για την ίδια», ενώ το 1957 πρότεινε σε ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία να δεσμευτούν από κοινού σε μια πολιτική «μη ανάμειξης στα εσωτερικά των κρατών της περιοχής και σεβασμού της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας τους» (κάτι που, βεβαίως, αρνήθηκαν).51
Η κρίση του Σουέζ είχε αντίκτυπο και στους ενδοϊμπεριαλιστικούς συσχετισμούς, επισφραγίζοντας τις αλλαγές που είχαν δρομολογηθεί στη Μέση Ανατολή μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. «Η θέση (σ.σ. της Βρετανίας) στην περιοχή», εκτιμούσε το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, «υπονομεύτηκε σοβαρά μετά τη δράση που ανέλαβε κατά της Αιγύπτου (...) Οι ΗΠΑ πρέπει να αναλάβουν την ηγεσία στην αποκατάσταση και διατήρηση των Δυτικών θέσεων στην περιοχή».52
Το τελευταίο έλαβε σάρκα και οστά με το Δόγμα Αϊζενχάουερ (9.3.1957), κατά το οποίο η δήθεν «ανεξαρτησία και ακεραιότητα των κρατών της Μέσης Ανατολής» ορίζονταν ως «ζωτικής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα» των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η υπεράσπισή τους («με χρήση των [αμερικανικών] ενόπλων δυνάμεων») από κάποια εξωτερική επίθεση ή από «την υποδούλωση στον διεθνή Κομμουνισμό» θέτονταν ως πρώτη προτεραιότητα.53
Ειδική σημασία είχε η μετατόπιση του κέντρου βάρους των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών από την Αίγυπτο προς τη Σαουδική Αραβία, η οποία θεωρήθηκε πως μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο για τον «μετριασμό τόσο των ακραίων εθνικιστικών όσο και των φιλοσοβιετικών θέσεων μεταξύ των Αράβων». Η Σαουδική Αραβία, σημείωνε ο Ντ. Αϊζενχάουερ στο ημερολόγιό του, «διέθετε τους ιερούς τόπους του Μουσουλμανικού κόσμου, ενώ οι Σαουδάραβες θεωρούνται οι πιο βαθιά θρησκευόμενοι ανάμεσα στους Αραβες. (...) Ο βασιλιάς (Σαούντ) μπορεί να προωθηθεί ως πνευματικός ηγέτης. Οταν δε αυτό επιτευχθεί, μπορούμε να υποστηρίξουμε το δικαίωμά του στην πολιτική ηγεσία (σ.σ. του Αραβικού κόσμου)».54
Παράλληλα αυξήθηκε και η - σχετική με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς - γεωστρατηγική σημασία του Ισραήλ, εφόσον αποδείχθηκε η πλέον αξιόπιστη («πολιτικά σταθερή», «φιλοδυτική» και «αντικομμουνιστική») δύναμη στην περιοχή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την όξυνση του εκτιμώμενου ως «κομμουνιστικού κινδύνου» στον αραβικό κόσμο, έφερε σε δεύτερη μοίρα τις όποιες διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος.55 Οπως ξεκαθάρισε τέλη του 1957 ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Φ. Ντάλες, αν και «κάποια προσαρμογή στα σύνορα και μια ορισμένη παλιννόστηση προσφύγων» έπρεπε να γίνουν, ωστόσο «το ρολόι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω».56
Οταν στις 8.12.1959 ο ΟΗΕ αποφάσισε την επανεκκίνηση των σχετικών συζητήσεων για το Παλαιστινιακό, ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε κυνικά: «Κανείς (...) δεν πιστεύει στα σοβαρά πως, ανασύροντας κάθε χρόνο παλαιότερες αποφάσεις, οι οποίες γνωρίζαμε εξαρχής πως δεν είχαν καμιά ουσία, και επαναλαμβάνοντας τα ίδια επί σειρά ετών, το 1956, το 1957, το 1958, το 1959, προστίθεται κάποια ισχύ, κάποια ουσία ή κάποια πιθανότητα στην υλοποίηση αυτών των αποφάσεων. Ακόμα και μια απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει την ιστορία και τα όσα γεγονότα δημιουργήθηκαν σε μια περίοδο 12 ετών».57
Η κρίση του Σουέζ είχε όμως αντίκτυπο και στους μελλοντικούς σχεδιασμούς - στρατηγική της αστικής τάξης του Ισραήλ. Απευθυνόμενος σε αξιωματικούς του ισραηλινού στρατού στις 31.3.1957, ο τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Μ. Νταγιάν θα υπογραμμίσει: «Ηταν αδύνατο να κρατήσουμε τη Χερσόνησο του Σινά γιατί όλος ο κόσμος ήταν απέναντί μας. (...) Η επιχείρηση του Σινά αποτελεί μια προειδοποίηση προς τους Αραβες, μια απόδειξη της βούλησης και ικανότητας του Ισραήλ να πάει τη μάχη παραπέρα και να μη συμβιβαστεί ως προς τα συμφέροντά του. (...) Αν αύριο χρειαστούν πέντε Σινά, τότε πέντε Σινά θα γίνουν». «Ο σωστός δρόμος για τη διασφάλιση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή», θα σημειώσει λίγα χρόνια αργότερα ο Ισραηλινός υφυπουργός Εξωτερικών (και μετέπειτα πρωθυπουργός) Σ. Πέρες, «δεν περνά μέσα από συμβιβασμούς προς κατευνασμό της επιθυμίας των Αράβων να μας επιτεθούν (...) αλλά μέσα από την εξουδετέρωση της ικανότητάς τους να το πράξουν».58
Οι παραπάνω τοποθετήσεις προμήνυαν εν πολλοίς το τι θα επακολουθούσε ξανά και ξανά στη Μέση Ανατολή. Τόσο το 1958, όταν το Ισραήλ επιδίωξε να εκμεταλλευτεί την κρίση στην Ιορδανία, επαναφέροντας την πρόταση που είχε κάνει το 1956 για νομή των εδαφών της με το Ιράκ (δίχως τελικά να προχωρήσει λόγω των εξελίξεων σε Ιορδανία και Ιράκ - βλ. πιο πάνω).59Οσο βεβαίως και το 1967, όταν έκανε πράξη το δόγμα του προληπτικού χτυπήματος (με τον Πόλεμο των Εξι Ημερών).
(Συνεχίζεται)
Παραπομπές:
1. Στο Neil Caplan, Futile Diplomacy - A history of Arab-Israeli Negotiations, 1913-1956, vol.4, εκδ. Frank Cass, London, 1983, σελ. 290
2. Akiva Orr & Moshe Machover, Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948-1961) (διαδικτυακή έκδοση https://www.marxists.org/subject/jewish/peace-peace.pdf), σελ. 60-61.
3. Στο Neil Caplan, ό.π., σελ. 291-293.
4. Στο FRUS, 1955-1957, Arab-Israeli dispute, 1955, vol.XIV, σελ. 730.
5. Βλ. Neil Caplan, ό.π., σελ.317 και Akiva Orr & Moshe Machover, σελ. 353.
6. Στο FRUS, 1955-1957, Arab-Israeli dispute, 1955, vol.XIV, σελ. 730
7. Στο FRUS, 1955-1957, Arab-Israeli dispute, 1955, vol.XIV, σελ.103.
8. Orna Almog, Beyond Suez - The Anglo-Israeli relationship, 1956-1958, PhD Thesis, LSE, London, 1999, σελ. 77.
9. Arthur Minute, 4.11.1955, στο FO371/115880/VR1076/331G (PRO)
10. Mabar to Israeli Embassy London, 12.6.1957, στο HZ331/8 (ISA), στο Orna Almog, ό.π. σελ. 70.
11. Πρακτικά Κνεσέτ, 18.10.1955, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 200.
12. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 133
13. UN, Summary of recent economic developments in the Middle East, εκδ. UN, NY, 1952, σελ. 26
14. Στο FRUS, 1950, The Near East, South Asia, and Africa, vol.V, σελ.77-79 και Carmela Lutmar & Ziv Rubinovitz (eds), The Suez Canal: Past Lessons and Future Challenges, εκδ. Palgrave MacMillan, Cham, 2023, σελ. 75
15. Orna Almog, ό.π., σελ. 18-19.
16. Στο Lucas Scott, Divided we stand: The Suez crisis of 1956 and the Anglo-American Alliance, PhD Thesis, LSE, London, 2014, σελ. 7 και 163-164.
17. FRUS, 1950, The Near East, South Asia, and Africa, vol.V, σελ. 219
18. Στο FRUS, 1952-1954, The Near and Middle East, vol.IX, part I, σελ.25-28
19. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ.37 και Orna Almog, ό.π., σελ. 342.
20. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 100.
21. Ενδεικτικά για τη Συρία και το Ιράκ βλ. Dougles Little, «The United States and Syria, 1945-1958», στο Middle East Journal, vol.44, no.1, Winter 1990, σελ. 51-75 και Lucas Scott, ο.π., σελ. 154-155, 179-180
22. Dougles Little, ό.π., σελ. 51-75.
23. Βλ. Orna Almog, ό.π., σελ. 17-18 και Lucas Scott, ο.π., σελ. 27-28
24. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 212-251 και Orna Almog, ο.π., σελ. 229-312
25. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 97.
26. David Tal, «The American-Israeli Security Treaty», στο Middle Eastern Studies, vol.13, no4, October 1995, σελ. 829-831.
27. Lucas Scott, ό.π., σελ. 57.
28. Βλ. αντίστοιχα Voice of Cairo, 6/4/1961 και Πρακτικά Κνεσέτ, 18.10.1955, vol.19, σελ. 100, Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 158 και 416.
29. Zach Levey, «Israel's strategy in Africa, 1961-1967», στο International Journal of Middle East Studies, vol.36, no1, February 2004, σελ. 72.
30. Lucas Scott, ο.π., σελ.14 και FRUS, 1950, The Near East, South Asia, and Africa, vol.V, σελ.332
31. Βλ. RG 59, State Department Decimal Files (US National Archives), στο Lucas Scott, ο.π., σελ. 17-21 και FRUS, 1952-1954, The Near and Middle East, vol.IX, part I, σελ. 222.
32. Cairo to Foreign Office, 9.10.1952, στο FO371/96896/JE10345/27 (PRO)
33. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 193
34. DDE Diares, Box 13, Entry 8.3.1956 (D. D. Eisenhower Presidential Library), στο Lucas Scott, ο.π., σελ. 144-145.
35. Record of Anglo-American Meeting, 3.10.1955, στο FO371/113676/JE1194/260G (PRO)
36. Shuckburgh minute, 22.9.1955, στο FO371/113674/JE1194/151G (PRO)
37. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 196 και 346
38. Lucas Scott, ό.π., σελ. 198-202
39. Record of conversation between Lloyd and Pineau, 29.7.1956, στο FO371/121825/JE14211/124 (PRO)
40. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 516-526
41. Βλ. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 503, 527 και Lucas Scott, ό.π., σελ. 338-340
42. Selwyn Lloyd, Suez 1956, εκδ. Book Club Associates, London, 1978, σελ. 181 και Dwight Eisenhower, The White House years, vol.2, εκδ. Heineman, London, σελ. 53
43. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 138 και 266-267
44. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 543
45. Πρακτικά Κνεσέτ, 7.11.1956, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 234-240.
46. Πρακτικά Κνεσέτ, 7.11.1956, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 247-248.
47. Πρακτικά Κνεσέτ, 7.11.1956, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 249 και 293.
48. Lucas Scott, ό.π., σελ. 394, 397-398 και 409.
49. Πρακτικά Κνεσέτ, 8.11.1956 και 22.2.1957 στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ.261, 252 και 278
50. Ημερολόγιο Ντ. Μπ. Γκουριόν, 10.3.1957, στο Orna Almog, ο.π., σελ. 17
51. Στο Αkiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 369 και 403
52. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 434
53. Resolution of the US Congress, 9.3.1957, στο Αkiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 404
54. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 152 και 434
55. Orna Almog, ό.π., σελ. 209 και 248
56. FRUS, 1955-1957, Arab-Israeli Dispute, 1957, vol.XVII, σελ. 843.
57. Πρακτικά Κνεσέτ, 17.12.1959, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 452.
58. Davar, 30.10.1959 και 6.4.1961, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 337-338 και 448.
59. FRUS, 1958-1960, Arab-Israeli dispute; United Arab Republic; North Africa, vol.XIII, σελ. 74-75