«Η επιμνημόσυνη μπαταριά των αρματολών πάνω από το νειοσκαμμένο τάφο του σύντροφου»
Να το διατυπώσω απλά: Τα χρόνια των πρώτων καταθέσεων του Δημήτρη Χριστοδούλου, οπότε αναζητά συνομιλητές, ανεμπόδιστα τους βρίσκει να στέκονται δίπλα του. Κι αυτοί είναι οι συνοδοιπόροι του, οι οποίοι αν και έχουν πρωτότυπη εργασία, τη βάζουν στην άκρη, για να βγάλουν στο προσκήνιο την πρόταση του ομότεχνού τους.
Θα ακολουθήσουμε το ημερολόγιο αντίθετα. Θα κάνουμε αρχή με την αποτίμηση του συνόλου του έργου του γεννημένου στο Μεταξουργείο ΕΠΟΝίτη ποιητή, από τον πεζογράφο Ανδρέα Φραγκιά.
Το κείμενό του, το οποίο απλώνεται σε μόλις τέσσερις σελίδες - μεστές, όμως, σε ανακεφαλαιωτική συμπύκνωση -, το βρίσκουμε στον τόμο «Ποιήματα. Γ΄ τόμος. Δεύτερη έκδοση. Χίλια εννιακόσια εβδομήντα επτά. Χίλια εννιακόσια ογδόντα οκτώ». Εκδόσεις «Δέλτα», 1994. Η έκδοση κυκλοφορεί με την οικονομική υποστήριξη και την καλλιτεχνική επιμέλεια της συντρόφου του ποιητή, της ζωγράφου κι αρχιτεκτόνισσας Μαρίας Κανδρεβιώτου.
Αποτιμά εκ των υστέρων, λοιπόν, ο 73χρονος Ανδρέας Φραγκιάς, με την ακρίβεια της ανιδιοτελούς προσέγγισης:
«Ενα έργο τεράστιο σε έκταση και ποικιλομορφία που αναβλύζει με τον χαρακτήρα, τις ιδιότητες και την αναγκαιότητα, κατά κυριολεξία, χείμαρρου ζωής. Τρέχει να προλάβει μια εποχή γεμάτη χαράδρες και βάραθρα, πλημμύρες, πολέμους και αναστατώσεις, υποσχέσεις, παγίδες και διαψεύσεις, πικρίες, εξάρσεις και όνειρα (...) Η αναπνοή κόβεται, δεν μένουν περιθώρια για κατατάξεις, εργαστηριακές επεξεργασίες ή αναλύσεις. Αναγκαστική διέξοδος απομένει η κραυγή που βγαίνει με την εκπνοή, στο μέτρο της δύναμης που αποκτούν τα συσσωρευμένα ερεθίσματα και στον βαθμό της ευαισθησίας του καθενός για ό,τι συμβαίνει γύρω του».
Περιγράφει τον άνθρωπο σε άμεση σχέση με τον δημιουργό:
«Καρπός από αυτό το λαχάνιασμα είναι οι τριάντα συλλογές ποίησης, τα δεκαέξι μυθιστορήματα, πέντε τόμοι με διηγήματα, δεκατρία θεατρικά έργα και δεκάδες τραγούδια. Ο Δημήτρης Χριστοδούλου γράφει και τυπώνει χωρίς διακοπή. Είναι ο έφηβος της Κατοχής, ο αιχμάλωτος της Ελ-Ντάμπα, ο σπουδαστής της Παντείου και της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, ο νέος του Εμφυλίου που αγωνίζεται να επιζήσει μέσα στις καταστροφές και τα όνειρα (...) Οι καιροί απαγορεύουν, με ποινή αφανισμού, την πολυτέλεια της ραθυμίας και της περισυλλογής. Και όλο προσπαθεί να φτάσει σε αυτή την ύστατη πυκνότητα, δηλαδή να τα περιλάβει όλα σε μια κραυγή και χωρίς επεξηγήσεις, αυτοσχολιασμούς ή τραγικές μεγαλοστομίες».
«(...) Στέκεται όρθιος και ανοιχτός στις θύελλες της εποχής με συνέπεια και καθαρότητα. Θέλει να τα γνωρίσει και να γευθεί όλα (...) Από τη σκληρή αυτή αναμέτρηση κερδίζει, σαν ακριβοπληρωμένο αντάλλαγμα, το πάθος για αντίσταση στον κλοιό της εποχής. Η ασφυξία δεν τον έπνιξε».
Ομως, το 1962, ο ποιητής κοντεύει τα σαράντα, έχοντας περάσει και διά πυρός και σιδήρου. Η έβδομη ποιητική προσφορά του, «Πάροδος», εμφανίζεται στα βιβλιοπωλεία. Στις 20 Σεπτέμβρη 1963 δημοσιεύεται κριτική, στην εφημερίδα «Η Αυγή», με την υπογραφή του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, ο οποίος έχει στο στόμα τη στυφή γεύση της εξορίας. Προτού καταλήξει να πει τον λόγο του για την τελευταία πρόταση του κρινόμενου, προβαίνει σε παρουσίαση τού μέχρι εκείνη τη χρονιά έργου του:
«Υπάρχει διάχυτος ένας αγώνας, ένας αγώνας», συγκεφαλαιώνει ο κριτικός, «γι' αυτογνωσία και γενικά για γνώση (μοναδικής στο χάος του ατέλειωτου χρόνου) και μια προσπάθεια για εξοικείωση, εξ εφόδου, με το θάνατο. Κι η εκφραστική του ανάλογη: Στίχος μικρός, κρουστός, έντονος ρυθμός, με λιγώτερο ή περισσότερο ακουγόμενες ρίμες (σαν στρατιωτικά παραγγέλματα ή σαν επωδοί από πρωτόγονα ξόρκια), λέξεις ριγμένες σα σπαθιά (...)
Στο τελευταίο βιβλίο του Χριστοδούλου "Πάροδος", χωρίς ακόμα να υπάρχει μια ξεκάθαρη τάση ανανέωσης, όμως η στάθμη του καθολικού ανεβαίνει αισθητά. Συναντάμε κι εδώ το ίδιο υπόστρωμα, το υπαρξιακό (...) Ο ποιητής όχι μόνο μιλάει για ύψιστες υποχρεώσεις κι ευθύνες, μα απευθύνεται κιόλας στους άλλους, στους συνανθρώπους του (...)».
Ο Τάσος Λειβαδίτης, μπαρουτοκαπνισμένος από του λαού τα οδοφράγματα, πιάνει την πρόθεση στον αέρα. Γράφει και πάλι στην προδικτατορική «Αυγή» (3 Μάρτη 1965):
«(...) Απ' τα αντιστασιακά δεδομένα, απ' την μαρτυρική και ηρωική στιγμή του λαού μας, ξεκινάει κι ο Χριστοδούλου στους ''Προμάχους''. Μεγάλη κι' ευγενική η πρόθεσή του: Να κυλήσει την ταφόπετρα και να εγερθεί, αιώνια νέα, η πάνσεπτη Αντίσταση. Το ποίημα κυλάει σ' έναν υψηλό και αδιάπτωτο τόνο έτσι που και οι ώρες του θρήνου ακόμα δεν είναι οι κραυγές των ξεστηθωμένων γυναικών μα η επιμνημόσυνη μπαταριά των αρματολών πάνω από το νειοσκαμμένο τάφο του σύντροφου. Και κάθε τόσο ο στίχος σταματάει για να δώσει τον λόγο στον απλό ανώνυμο λαό ή ακόμα και στα γερμανικά ανακοινωθέντα, αδιάψευστη, και εκείνα, μαρτυρία του ελληνικού ηρωισμού.''Είκοσι χρόνια μες στη γη / κι εκείνα δίχως μνήμη".
Μ' αυτήν τη φράση αρχίζει ο ποιητής, φράση που σαν πυρωμένο σίδερο κατακαίει όλη ετούτη τη δύσκολη κι επαμφοτερίζουσα εικοσαετία. Σίδερο για κείνους που κυνήγησαν την αντίσταση, σίδερο και για κείνους που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο καμώθηκαν πως ξέχασαν τους αδελφούς τους, που "είχανε μες στα μάτια τους / τόσο το όνειρο βαθύ / που δε χωράει ο στίχος μου / μήτε η φωνή μου η πικρή / κι είχανε τόσους άγγελους / στα μάτια και στο στήθος τους / που πέταξαν και χτύπαγαν / κι αγκάλιαζαν την ώρα / που τάχε χάσει ο θάνατος...''».