Σάββατο 11 Μάη 2024 - Κυριακή 12 Μάη 2024
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ - ΔΑΧΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
ΔΑΧΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ - ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Δύο θετικές κριτικές του Τάσου Λειβαδίτη κι ένα ακριβοδίκαιο κείμενο του Ανδρέα Φραγκιά

«Η επιμνημόσυνη μπαταριά των αρματολών πάνω από το νειοσκαμμένο τάφο του σύντροφου»

Από αριστερά: Δημήτρης Χριστοδούλου, Γιάννης Ρίτσος, Μίκης Θεοδωράκης, Μανόλης Αναγνωστάκης, μελοποιημένοι κι οι τρεις από τον ίδιο συνθέτη
Από αριστερά: Δημήτρης Χριστοδούλου, Γιάννης Ρίτσος, Μίκης Θεοδωράκης, Μανόλης Αναγνωστάκης, μελοποιημένοι κι οι τρεις από τον ίδιο συνθέτη
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η υποδοχή του λογοτεχνικού έργου από τη γενιά με τις ίδιες προσλαμβάνουσες, πολιτικές και κοινωνικές, δεν κλείνει συμφωνία με τη μελλοντική επιβίωσή του. Ωστόσο, η επισήμανσή του - δεν υποστηρίζω κατ' ανάγκην τη θετική πρόσληψή του - γεμίζει με καύσιμο υλικό συνέχειας τον δημιουργό του.

Να το διατυπώσω απλά: Τα χρόνια των πρώτων καταθέσεων του Δημήτρη Χριστοδούλου, οπότε αναζητά συνομιλητές, ανεμπόδιστα τους βρίσκει να στέκονται δίπλα του. Κι αυτοί είναι οι συνοδοιπόροι του, οι οποίοι αν και έχουν πρωτότυπη εργασία, τη βάζουν στην άκρη, για να βγάλουν στο προσκήνιο την πρόταση του ομότεχνού τους.

Θα ακολουθήσουμε το ημερολόγιο αντίθετα. Θα κάνουμε αρχή με την αποτίμηση του συνόλου του έργου του γεννημένου στο Μεταξουργείο ΕΠΟΝίτη ποιητή, από τον πεζογράφο Ανδρέα Φραγκιά.

Το κείμενό του, το οποίο απλώνεται σε μόλις τέσσερις σελίδες - μεστές, όμως, σε ανακεφαλαιωτική συμπύκνωση -, το βρίσκουμε στον τόμο «Ποιήματα. Γ΄ τόμος. Δεύτερη έκδοση. Χίλια εννιακόσια εβδομήντα επτά. Χίλια εννιακόσια ογδόντα οκτώ». Εκδόσεις «Δέλτα», 1994. Η έκδοση κυκλοφορεί με την οικονομική υποστήριξη και την καλλιτεχνική επιμέλεια της συντρόφου του ποιητή, της ζωγράφου κι αρχιτεκτόνισσας Μαρίας Κανδρεβιώτου.

Ο Ανδρέας Φραγκιάς και η μεταθανάτια έκδοση «Ποιήματα. Γ΄ τόμος», που περιλαμβάνει το ακριβοδίκαιο κείμενό του για τον ομότεχνό του
Ο Ανδρέας Φραγκιάς και η μεταθανάτια έκδοση «Ποιήματα. Γ΄ τόμος», που περιλαμβάνει το ακριβοδίκαιο κείμενό του για τον ομότεχνό του
Περιλαμβάνει τις συλλογές: «Πετρέλαια», «Νετρόνια», «Ελλάδα μπάϋ ντέϋ», «Ντισκοτέκ», «Ο δρόμος για τα καθαρά», «Πλάγιος άνεμος», «Το ρολόι του Κυρρήστου», «Ούλαφ Πάλμε», «Ο ποιητής κι ο έβενος».

«Η κραυγή που βγαίνει με την εκπνοή»

Αποτιμά εκ των υστέρων, λοιπόν, ο 73χρονος Ανδρέας Φραγκιάς, με την ακρίβεια της ανιδιοτελούς προσέγγισης:

«Ενα έργο τεράστιο σε έκταση και ποικιλομορφία που αναβλύζει με τον χαρακτήρα, τις ιδιότητες και την αναγκαιότητα, κατά κυριολεξία, χείμαρρου ζωής. Τρέχει να προλάβει μια εποχή γεμάτη χαράδρες και βάραθρα, πλημμύρες, πολέμους και αναστατώσεις, υποσχέσεις, παγίδες και διαψεύσεις, πικρίες, εξάρσεις και όνειρα (...) Η αναπνοή κόβεται, δεν μένουν περιθώρια για κατατάξεις, εργαστηριακές επεξεργασίες ή αναλύσεις. Αναγκαστική διέξοδος απομένει η κραυγή που βγαίνει με την εκπνοή, στο μέτρο της δύναμης που αποκτούν τα συσσωρευμένα ερεθίσματα και στον βαθμό της ευαισθησίας του καθενός για ό,τι συμβαίνει γύρω του».

«Ο νέος του Εμφυλίου που αγωνίζεται»

Περιγράφει τον άνθρωπο σε άμεση σχέση με τον δημιουργό:

«Καρπός από αυτό το λαχάνιασμα είναι οι τριάντα συλλογές ποίησης, τα δεκαέξι μυθιστορήματα, πέντε τόμοι με διηγήματα, δεκατρία θεατρικά έργα και δεκάδες τραγούδια. Ο Δημήτρης Χριστοδούλου γράφει και τυπώνει χωρίς διακοπή. Είναι ο έφηβος της Κατοχής, ο αιχμάλωτος της Ελ-Ντάμπα, ο σπουδαστής της Παντείου και της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, ο νέος του Εμφυλίου που αγωνίζεται να επιζήσει μέσα στις καταστροφές και τα όνειρα (...) Οι καιροί απαγορεύουν, με ποινή αφανισμού, την πολυτέλεια της ραθυμίας και της περισυλλογής. Και όλο προσπαθεί να φτάσει σε αυτή την ύστατη πυκνότητα, δηλαδή να τα περιλάβει όλα σε μια κραυγή και χωρίς επεξηγήσεις, αυτοσχολιασμούς ή τραγικές μεγαλοστομίες».

Ο Ανδρέας Φραγκιάς και η μεταθανάτια έκδοση «Ποιήματα. Γ΄ τόμος», που περιλαμβάνει το ακριβοδίκαιο κείμενό του για τον ομότεχνό του
Ο Ανδρέας Φραγκιάς και η μεταθανάτια έκδοση «Ποιήματα. Γ΄ τόμος», που περιλαμβάνει το ακριβοδίκαιο κείμενό του για τον ομότεχνό του
Κι όμως, αυτός ο ανυποχώρητος δεν σκύβει το κεφάλι γιατί γνωρίζει διαρκώς ν' αντιστέκεται ενάντια στο σφιχταγκάλιασμα της αλγεινής πραγματικότητας:

«(...) Στέκεται όρθιος και ανοιχτός στις θύελλες της εποχής με συνέπεια και καθαρότητα. Θέλει να τα γνωρίσει και να γευθεί όλα (...) Από τη σκληρή αυτή αναμέτρηση κερδίζει, σαν ακριβοπληρωμένο αντάλλαγμα, το πάθος για αντίσταση στον κλοιό της εποχής. Η ασφυξία δεν τον έπνιξε».

«Ενας αγώνας διάχυτος για αυτογνωσία»

Ομως, το 1962, ο ποιητής κοντεύει τα σαράντα, έχοντας περάσει και διά πυρός και σιδήρου. Η έβδομη ποιητική προσφορά του, «Πάροδος», εμφανίζεται στα βιβλιοπωλεία. Στις 20 Σεπτέμβρη 1963 δημοσιεύεται κριτική, στην εφημερίδα «Η Αυγή», με την υπογραφή του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, ο οποίος έχει στο στόμα τη στυφή γεύση της εξορίας. Προτού καταλήξει να πει τον λόγο του για την τελευταία πρόταση του κρινόμενου, προβαίνει σε παρουσίαση τού μέχρι εκείνη τη χρονιά έργου του:

«Υπάρχει διάχυτος ένας αγώνας, ένας αγώνας», συγκεφαλαιώνει ο κριτικός, «γι' αυτογνωσία και γενικά για γνώση (μοναδικής στο χάος του ατέλειωτου χρόνου) και μια προσπάθεια για εξοικείωση, εξ εφόδου, με το θάνατο. Κι η εκφραστική του ανάλογη: Στίχος μικρός, κρουστός, έντονος ρυθμός, με λιγώτερο ή περισσότερο ακουγόμενες ρίμες (σαν στρατιωτικά παραγγέλματα ή σαν επωδοί από πρωτόγονα ξόρκια), λέξεις ριγμένες σα σπαθιά (...)

Στο τελευταίο βιβλίο του Χριστοδούλου "Πάροδος", χωρίς ακόμα να υπάρχει μια ξεκάθαρη τάση ανανέωσης, όμως η στάθμη του καθολικού ανεβαίνει αισθητά. Συναντάμε κι εδώ το ίδιο υπόστρωμα, το υπαρξιακό (...) Ο ποιητής όχι μόνο μιλάει για ύψιστες υποχρεώσεις κι ευθύνες, μα απευθύνεται κιόλας στους άλλους, στους συνανθρώπους του (...)».

Ο Τάσος Λειβαδίτης, εξόριστος, το 1951, στον Αη - Στράτη και τα δύο αποκόμματα με τις κριτικές του στην προδικτατορική εφημερίδα «Η Αυγή» για τις συλλογές «Πάροδος» και «Πρόμαχοι»
Ο Τάσος Λειβαδίτης, εξόριστος, το 1951, στον Αη - Στράτη και τα δύο αποκόμματα με τις κριτικές του στην προδικτατορική εφημερίδα «Η Αυγή» για τις συλλογές «Πάροδος» και «Πρόμαχοι»
Δύο χρόνια μετά, η πλακέτα «Πρόμαχοι» (εκδόσεις «Ζάρβανος», 1965), η οποία σφραγίζεται από τους αγώνες της Αντίστασης, αναζητάει τους αποδέκτες της. Ο λαός διψάει για ποιήματα, στα οποία δεν έχει σβήσει ο υψηλός τόνος της μαχόμενης με το όπλο χειρονομίας για έναν δικαιότερο κόσμο.

Ο Τάσος Λειβαδίτης, μπαρουτοκαπνισμένος από του λαού τα οδοφράγματα, πιάνει την πρόθεση στον αέρα. Γράφει και πάλι στην προδικτατορική «Αυγή» (3 Μάρτη 1965):

«Να εγερθεί, αιώνια νέα, η πάνσεπτη Αντίσταση»

«(...) Απ' τα αντιστασιακά δεδομένα, απ' την μαρτυρική και ηρωική στιγμή του λαού μας, ξεκινάει κι ο Χριστοδούλου στους ''Προμάχους''. Μεγάλη κι' ευγενική η πρόθεσή του: Να κυλήσει την ταφόπετρα και να εγερθεί, αιώνια νέα, η πάνσεπτη Αντίσταση. Το ποίημα κυλάει σ' έναν υψηλό και αδιάπτωτο τόνο έτσι που και οι ώρες του θρήνου ακόμα δεν είναι οι κραυγές των ξεστηθωμένων γυναικών μα η επιμνημόσυνη μπαταριά των αρματολών πάνω από το νειοσκαμμένο τάφο του σύντροφου. Και κάθε τόσο ο στίχος σταματάει για να δώσει τον λόγο στον απλό ανώνυμο λαό ή ακόμα και στα γερμανικά ανακοινωθέντα, αδιάψευστη, και εκείνα, μαρτυρία του ελληνικού ηρωισμού.''Είκοσι χρόνια μες στη γη / κι εκείνα δίχως μνήμη".

Μ' αυτήν τη φράση αρχίζει ο ποιητής, φράση που σαν πυρωμένο σίδερο κατακαίει όλη ετούτη τη δύσκολη κι επαμφοτερίζουσα εικοσαετία. Σίδερο για κείνους που κυνήγησαν την αντίσταση, σίδερο και για κείνους που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο καμώθηκαν πως ξέχασαν τους αδελφούς τους, που "είχανε μες στα μάτια τους / τόσο το όνειρο βαθύ / που δε χωράει ο στίχος μου / μήτε η φωνή μου η πικρή / κι είχανε τόσους άγγελους / στα μάτια και στο στήθος τους / που πέταξαν και χτύπαγαν / κι αγκάλιαζαν την ώρα / που τάχε χάσει ο θάνατος...''».

Ο Τάσος Λειβαδίτης, εξόριστος, το 1951, στον Αη - Στράτη και τα δύο αποκόμματα με τις κριτικές του στην προδικτατορική εφημερίδα «Η Αυγή» για τις συλλογές «Πάροδος» και «Πρόμαχοι»
Ο Τάσος Λειβαδίτης, εξόριστος, το 1951, στον Αη - Στράτη και τα δύο αποκόμματα με τις κριτικές του στην προδικτατορική εφημερίδα «Η Αυγή» για τις συλλογές «Πάροδος» και «Πρόμαχοι»
ΥΓ: Προσυπογράφουμε τον αποχαιρετισμό της Ελένης Γερασιμίδου για την Αννα Παναγιωτοπούλου (1947 - 2024): «Η έξοχη ηθοποιός Αννα Παναγιωτοπούλου ήταν ένα ντροπαλό πλάσμα στην καθημερινή της ζωή. Λάτρευε το θέατρο και τους συναδέλφους της, πιστή σε όσα τους ένωναν. Αναγνώριζε κι εκτιμούσε τους ομότεχνούς της χωρίς πολλά πολλά. Με εκείνα τα υπέροχα μάτια και μια δειλή χειρονομία μπορούσε να εκφράσει βαθύτερα αισθήματα και τη συμπαράστασή της. Αννα μου... Ευλογημένη που σε συνάντησα. Σε αποχαιρετώ με σεβασμό κι αγάπη».


Ο Τάσος Λειβαδίτης, εξόριστος, το 1951, στον Αη - Στράτη και τα δύο αποκόμματα με τις κριτικές του στην προδικτατορική εφημερίδα «Η Αυγή» για τις συλλογές «Πάροδος» και «Πρόμαχοι»
Ο Τάσος Λειβαδίτης, εξόριστος, το 1951, στον Αη - Στράτη και τα δύο αποκόμματα με τις κριτικές του στην προδικτατορική εφημερίδα «Η Αυγή» για τις συλλογές «Πάροδος» και «Πρόμαχοι»

Το εξώφυλλο της πλακέτας «Πρόμαχοι», με θέμα την Εθνική Αντίσταση (1965)
Το εξώφυλλο της πλακέτας «Πρόμαχοι», με θέμα την Εθνική Αντίσταση (1965)

Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ