ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 14 Σεπτέμβρη 2024 - Κυριακή 15 Σεπτέμβρη 2024
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Τι πραγματικά συμβαίνει στη «Volkswagen»;

Copyright 2020 The Associated

Την προηγούμενη βδομάδα, η «Volkswagen» ανακοίνωσε ότι βάζει άμεσα σε εφαρμογή ένα σχέδιο «εξυγίανσης» για να μειώσει τα έξοδά της σε ανταγωνιστικά επίπεδα, μειώνοντας το «εργατικό κόστος». Το σχέδιο καταργεί επί της ουσίας τη λεγόμενη «εγγύηση απασχόλησης» για 110.000 εργαζόμενους της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας της Ευρώπης και προωθεί το κλείσιμο γραμμών παραγωγής για πρώτη φορά στη Γερμανία.

Ανάμεσα στα μέτρα που αναγγέλθηκαν, είναι η λήξη στις 31/12/2024 μιας σειράς Συλλογικών Συμβάσεων - ρυθμίσεων, που εκτός από την «εγγύηση απασχόλησης» προβλέπουν την υποχρέωση απορρόφησης των εκπαιδευόμενων στην εταιρεία και ρυθμίζουν τους όρους της προσωρινής απασχόλησης. Στις 30 Νοέμβρη λήγουν και οι Συλλογικές Συμβάσεις που ορίζουν το ύψος των αμοιβών και των αποζημιώσεων των εκπαιδευόμενων.

Η άρση της «εγγύησης απασχόλησης», που ισχύει από το 1994, πρακτικά σημαίνει ότι η «Volkswagen», από 1 Ιούλη 2025, θα έχει λυμένα τα χέρια να προχωρήσει σε απολύσεις λόγω «επιχειρησιακών αναγκών». Κλιμακώνει έτσι την επίθεση, όπως έκανε και πριν από μερικούς μήνες (Απρίλη - Μάη), δελεάζοντας τους εργαζόμενους με «αυξημένες» (όπως παρουσιάστηκαν από την ίδια) αποζημιώσεις, ώστε να βγουν σε πρόωρη συνταξιοδότηση με πρόγραμμα «εθελουσίας εξόδου», στο πλαίσιο των «μέτρων εξοικονόμησης».

Γιατί τώρα;

Από τις διαμαρτυρίες εργαζομένων της «Volkswagen» για το «σχέδιο εξυγίανσης» της αυτοκινητοβιομηχανίας

(c) dpa Pool

Από τις διαμαρτυρίες εργαζομένων της «Volkswagen» για το «σχέδιο εξυγίανσης» της αυτοκινητοβιομηχανίας
Προκύπτει αναπόφευκτα το ερώτημα: Γιατί η «Volkswagen» προχωρά τώρα σε αυτά τα μέτρα, ενώ οι συνέπειες του ανταγωνισμού «στην εποχή της ηλεκτροκίνησης», που επικαλείται για να δικαιολογήσει τις απολύσεις και τις άλλες ανατροπές, έχουν διαφανεί εδώ και χρόνια;

Ο βασικός λόγος είναι ο εξής: Παρότι ο όμιλος της «Volkswagen» (εντάσσονται επίσης η «Audi», η «Skoda», η «Porsche», η «Seat/Cupra», η ΜΑΝ κ.ά.) συνεχίζει να καταγράφει σημαντική κερδοφορία, η μείωση του ποσοστού κέρδους - σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ομίλου - δεν αφήνει περιθώρια για νέες επενδύσεις, όπως είχαν σχεδιαστεί για τα επόμενα χρόνια, στο πλαίσιο των προσαρμογών στην «πράσινη μετάβαση», παρά την τεράστια στήριξη από το γερμανικό κράτος και όλες τις κυβερνήσεις.

Για παράδειγμα, το πρώτο εξάμηνο του 2024 η εταιρεία «Volkswagen» έχει καθαρά κέρδη 1 δισ. ευρώ, από 1,6 δισ. ευρώ πέρυσι την ίδια περίοδο. Οι ερμηνείες ότι «έχει πέσει πολύ η αγορά», «η κυβέρνηση, κόβοντας την επιδότηση στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μας τσάκισε», «δεν μπορούμε να πιάσουμε τους Κινέζους που δουλεύουν με άλλα κόστη» κ.λπ. έχουν κατακλύσει την «πιάτσα». Αποτελούν ταυτόχρονα «άλλοθι» και για άλλα μονοπώλια - όπως η BMW - να αναπροσαρμόσουν το πλάνο τους για το 2024, εκτιμώντας ότι θα έχουν μικρότερη κερδοφορία από αυτή που προϋπολόγιζαν.

Το μεγάλο παζάρι

Ανάμεσα στη γερμανική κυβέρνηση και τους αυτοκινητοβιομήχανους εξελίσσεται αυτήν την περίοδο μια σκληρή διαπραγμάτευση για νέα και περισσότερα μέτρα στήριξης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας τους, στο έδαφος των «χαμηλών πτήσεων» που καταγράφει η ευρωπαϊκή «πράσινη» οικονομία. Οι Γερμανοί μεγαλοεργοδότες προβάλλουν μάλιστα ως «υπόδειγμα» τη στάση της ιταλικής κυβέρνησης, η οποία βάζει ζήτημα στην ΕΕ να ακυρωθεί ο στόχος για αποκλειστική παραγωγή ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων έως το 2035.

Ο λόγος είναι ότι η στροφή αποκλειστικά στην ηλεκτροκίνηση απαιτεί τεράστιες επενδύσεις σε πρώτες ύλες, γραμμές παραγωγής και έρευνα. Σε όλους αυτούς τους τομείς προπορεύονται κατά πολύ οι βασικοί ανταγωνιστές της Γερμανίας και της ΕΕ, κυρίως η Κίνα, μεγαλώνοντας το χάσμα με τις γερμανικές και ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες.

Η «Volkswagen» επιδιώκει να ανακτήσει μέρος των 600 εκατ. ευρώ από τα μειωμένα κέρδη μέσα από νέα μέτρα κρατικής ενίσχυσης της αυτοκινητοβιομηχανίας, τα οποία συζητά εντατικά αυτές τις μέρες η γερμανική κυβέρνηση.

Την εξίσωση όμως δυσκολεύουν η κατάσταση στη γερμανική οικονομία, που βαίνει προς ύφεση, η προσπάθεια της κυβέρνησης να ισορροπήσει ανάμεσα σε ανταγωνιστικά συμφέροντα διαφορετικών εταιρειών και κλάδων, η ανακατεύθυνση τεράστιων κονδυλίων στην πολεμική οικονομία και, στο έδαφος όλων αυτών, η λαϊκή δυσαρέσκεια που μεγαλώνει, όπως φάνηκε και από το αποτέλεσμα των εκλογών σε Σαξονία και Θουριγγία, όπου οι σοσιαλδημοκράτες και τα άλλα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού καταποντίστηκαν.

Ποιος πληρώνει;

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης που ξεκινάει σε λίγο καιρό ανάμεσα στην εργοδοσία της «Volkswagen» και το Συνδικάτο Μετάλλου (IG Metall), για μια νέα Συλλογική Σύμβαση, το σίγουρο είναι ότι οι Γερμανοί εργαζόμενοι στην αυτοκινητοβιομηχανία - και όχι μόνο - μπαίνουν σε φουρτουνιασμένα νερά, από τα οποία κανείς δεν πρόκειται να περάσει άβρεχτος. Σε αυτούς θα επιχειρήσουν να φορτώσουν το μάρμαρο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά και μιας νέας οικονομικής κρίσης, που γίνεται όλο και πιο ισχυρό ενδεχόμενο.

Το γεγονός εξάλλου ότι τόσο στην κυβέρνηση όσο και στη συνδικαλιστική ηγεσία της IG Metall, που αριθμεί 2 εκατ. μέλη, βρίσκονται οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, φανερώνει για άλλη μια φορά τον βρώμικο ρόλο που αναλαμβάνει για να ξελασπώσει το κεφάλαιο από τις κρίσεις του, φορτώνοντας νέα βάρη στους εργαζόμενους και στον λαό.

Το «ευρωπαϊκό κεκτημένο»

Οι εξελίξεις στη Γερμανία, στην πολυδιαφημισμένη «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας, είναι αποκαλυπτικές. Προσφέρονται για πείρα και συμπεράσματα από τους εργαζόμενους και στη χώρα μας. Το «έξω είναι καλύτερα» που ακούγεται από πολλούς, τρώει ένα γερό χαστούκι με το παράδειγμα της «Volkswagen», την εταιρεία σύμβολο της γερμανικής οικονομίας και της παγκόσμιας ισχύος της. Κανείς δεν περίμενε ποτέ ότι θα έφτανε στο σημείο να κλείσει εργοστάσια σε γερμανικό έδαφος.

Κι όμως... Ανεξάρτητα από τις διαφορές που προκύπτουν εξαιτίας της ανισομετρίας στον καπιταλισμό, στη Γερμανία, όπως και παντού, οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που πληρώνουν τον λογαριασμό για τα συμφέροντα και τα κέρδη του κεφαλαίου, σε οικονομική ανάπτυξη και κρίση.

Αλλωστε, το γερμανικό «οικονομικό θαύμα» της σύγχρονης εποχής στηρίχτηκε εν πολλοίς στους σκληρούς αντεργατικούς νόμους που ψήφισαν οι σοσιαλδημοκράτες (κυβέρνηση Σρέντερ) στις αρχές της δεκαετίας του 2000, σαρώνοντας εργασιακά δικαιώματα που διατηρούνταν στη Γερμανία, εξαιτίας και της πίεσης που ασκούσε πριν τις αντεπαναστατικές ανατροπές η ΓΛΔ.

Το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» που επικαλούνται στη χώρα μας η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα, αντανακλά την ενιαία επίθεση του ευρωενωσιακού κεφαλαίου στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, τραβώντας τα προς τα κάτω σε όλη την ΕΕ.

Οι δείκτες της σχετικής και απόλυτης φτώχειας και της ανεργίας που μεγαλώνουν στη Γερμανία και σε άλλες ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, είναι αδιάψευστος μάρτυρας των αδιεξόδων που αναπαράγει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία. Αλλά και της απόστασης που μεγαλώνει διαρκώς ανάμεσα στο πώς ζει ο λαός και στις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα να ικανοποιούνται οι σύγχρονες ανάγκες του.

Η άλλη όψη της «εργασιακής ειρήνης»

Τέλος, εξίσου αποκαλυπτική είναι η κατάργηση της λεγόμενης «εγγύησης απασχόλησης», που ίσχυε από το 1994 στη «Volkswagen». Στην πραγματικότητα, υπήρξε μέρος ενός συμβιβασμού ανάμεσα στην εργοδοσία και τον συνδικαλιστικό φορέα των εργαζομένων, που «εγγυόταν» την «εργασιακή ειρήνη».

Στα 30 χρόνια που λειτούργησε, σε συνδυασμό με το «ειδικό βάρος» της γερμανικής οικονομίας στην ΕΕ και παγκόσμια, ειδικά της αυτοκινητοβιομηχανίας, εξασφάλισε στη «Volkswagen» καλύτερους όρους για τη διευρυμένη αναπαραγωγή κεφαλαίου.

Αποδείχτηκε όμως ότι καμιά παραχώρηση και κανένας συμβιβασμός δεν είναι «αιώνιος» στον καπιταλισμό. Και ότι ακόμα κι έτσι, η εργοδοσία κερδίζει περισσότερα απ' όσα «προσφέρει». Ο μόνος «θεός» που πιστεύει το κεφάλαιο είναι το κέρδος. Αυτό είναι το κριτήριο και όταν «απλώνεται», και όταν «μαζεύεται» απέναντι στους εργαζόμενους. Και όταν ανοίγει, και όταν κλείνει εργοστάσια.

Αντίπαλο δέος είναι ο αγώνας για τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων και του λαού, σε σύγκρουση με την πολιτική του κέρδους, το κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις και τα κόμματά του. Ενας τέτοιος αγώνας «εξοπλίζει» σήμερα την εργατική τάξη να βάζει εμπόδια στην αντιλαϊκή επίθεση και να αποσπά ορισμένες κατακτήσεις, που της δίνουν ανάσες ανακούφισης, οργανώνοντας από καλύτερες θέσεις την αντεπίθεση, για να πάρει στα δικά της χέρια την εξουσία και όλο τον πλούτο που παράγει!


Ζ.


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΣΤΗΝ ΦΟΝ ΝΤΕΡ ΛΑΪΕΝ
Χαρτούρα για το κόστος της Ενέργειας, με έγνοια την «ανταγωνιστικότητα»

Επιστολή προς την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σχετικά με την «αγορά Ενέργειας της ΕΕ», έστειλε ο Κυρ. Μητσοτάκης, κοροϊδεύοντας τον λαό ότι δήθεν κάτι μπορεί να αλλάξει σε όφελός του, όταν η «πράσινη μετάβαση», το Χρηματιστήριο Ενέργειας και η «απελευθέρωση» που υλοποίησαν όλες διαδοχικά οι κυβερνήσεις έχουν μετατρέψει το ρεύμα σε πανάκριβο εμπόρευμα. Διόλου τυχαία, μόλις μερικές μέρες πριν, δείχνοντας και ο ίδιος την αξία που έχουν τέτοια χαρτιά, παραδεχόταν ανοιχτά στη ΔΕΘ πως «δεν αναμένω ότι θα υπάρχουν άμεσες λύσεις στο πρόβλημα».

Αλλωστε, στην επιστολή του λέει ότι «σε διάστημα λίγων μηνών οι τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα έχουν υπερδιπλασιαστεί», «παρά την αξιοσημείωτη πρόοδό μας όσον αφορά την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης», δείχνοντας έτσι και ποιο είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής που υλοποιούν και που στην επιστολή του ζητάει να επιταχυνθεί. Η πρεμούρα τους είναι οι επιχειρηματικοί όμιλοι (οι οποίοι άλλωστε είχαν στείλει ίδια επιστολή λίγες μέρες πριν), εξ ου και ο Μητσοτάκης προειδοποιεί ότι αυτές οι αυξήσεις απειλούν «και την ανταγωνιστικότητά μας».

Η επιστολή δείχνει επίσης πού οδηγούν τον λαό ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η πολυεπίπεδη εμπλοκή, με τον Μητσοτάκη να γράφει ότι «οι επιθέσεις της Ρωσίας κατά του ουκρανικού δικτύου έχουν μετατρέψει την Ουκρανία σε σημαντικό καθαρό εισαγωγέα. Το έλλειμμα αυτό καλύπτεται από τις χώρες της ΕΕ. Πρόκειται για ένα ακόμα τίμημα που ο καταστροφικός πόλεμος της Ρωσίας επιβάλλει στις οικονομίες μας».

Στο μεταξύ, σαν να μην ξέρει τίποτα για τον «φόνο» του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και της ενιαίας αγοράς, λέει ότι «το σύστημα είναι τόσο πολύπλοκο και αδιαφανές, που είναι σχεδόν αδύνατο να κατανοήσουμε τι ακριβώς επηρεάζει τις τιμές σε κάθε δεδομένη στιγμή. Εχουμε δημιουργήσει ένα ακατανόητο "μαύρο κουτί", ακόμα και για τους ειδικούς. Και δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πειστικά στους πολίτες μας γιατί η τιμή που πληρώνουν αυξάνεται τόσο ξαφνικά».

Σε αυτό το πλαίσιο, ζητά «μεγαλύτερη ρυθμιστική εποπτεία από την ΕΕ» - μια «ρυθμιστική αρχή για την ηλεκτρική ενέργεια σε επίπεδο ΕΕ που να μπορεί να εξετάζει ταυτόχρονα πολλαπλές αγορές και να διαβεβαιώνει τους καταναλωτές ότι δεν υπάρχουν αθέμιτες πρακτικές», ενώ όλες αυτές οι «αρχές» λειτουργούν ως φύλλο συκής για να περνά ανεμπόδιστα η αντιλαϊκή πολιτική.

Τέλος, ζητά «νέα ώθηση για τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις» και «ολοκλήρωση» της λεγόμενης «εσωτερικής αγοράς», άλλο ένα θέμα που καίει τους επιχειρηματικούς ομίλους και ειδικά αυτούς της Ενέργειας.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ