Και μόνο τα σημεία - κλειδιά που περιγράφονται ήδη από την εισαγωγή της έκθεσης είναι ενδεικτικά:
Η έκθεση σημειώνει καταρχάς τα τεράστια αδιέξοδα των διαφόρων μορφών διαχείρισης που επιστρατεύονται για να χαλιναγωγήσουν τις αντιφάσεις που βρίσκονται στο DNA του σάπιου συστήματος.
Μεταξύ αυτών και τα μέτρα που επιστρατεύτηκαν από την ΕΕ και τις κυβερνήσεις τα προηγούμενα χρόνια, στην αρχή με τη λεγόμενη «επεκτατική» πολιτική του φτηνού δανεισμού και των τεράστιων πακέτων στους επιχειρηματικούς ομίλους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και αμέσως μετά με τα «αποπληθωριστικά» μέτρα και την εκτόξευση των επιτοκίων που επιστρατεύτηκαν για να «τιθασεύσουν» τον πληθωρισμό.
Στο τέλος του φαύλου αυτού κύκλου, η έκθεση της ΕΚΤ διαπιστώνει πως... ένα μπαλώνουν και δύο ξηλώνουν, αφού «η ισορροπία των μακροοικονομικών κινδύνων στη ζώνη του ευρώ έχει μετατοπιστεί από τις ανησυχίες για παραμονή του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα προς τους φόβους για την ανάπτυξη. Ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή έχει μετακινηθεί πιο κοντά στους στόχους των κεντρικών τραπεζών (...) Ταυτόχρονα, τα οικονομικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν μετά τον Ιούνιο έτειναν να διαψεύσουν τις προσδοκίες στη ζώνη του ευρώ, και οι εκτιμητές του ιδιωτικού τομέα αναθεώρησαν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2025 (Διάγραμμα 1, πάνελ β)».
Επί της ουσίας η έκθεση αποτυπώνει ότι μια νέα καπιταλιστική κρίση χτυπάει τώρα την πόρτα της ΕΕ, αφού, όπως λέει, «ενώ οι περισσότεροι επίσημοι και ιδιώτες εκτιμητές εξακολουθούν να θεωρούν ως βασικό σενάριο μια ήπια προσγείωση για τη ζώνη του ευρώ και τις παγκόσμιες οικονομίες, οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη κλίνουν προς τα κάτω, με τις προοπτικές να θολώνουν οι αυξημένες μακροοικονομικές και γεωπολιτικές αβεβαιότητες. Οι κυκλικοί αντίξοοι άνεμοι για την ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ επιτείνουν τα διαρθρωτικά ζητήματα της χαμηλής παραγωγικότητας και της αδύναμης δυνητικής ανάπτυξης σε ολόκληρη την οικονομία της ζώνης του ευρώ».Την ίδια ώρα, άλλωστε, η ΕΚΤ, καταγράφοντας τις ξαφνικές «διορθώσεις» - «απώλειες» δεκάδων δισ. ευρώ στις χρηματαγορές της Ευρωζώνης το προηγούμενο διάστημα - όπως π.χ. αυτή του καλοκαιριού που ξεκίνησε με την κατρακύλα των χρηματιστηρίων στις ΗΠΑ - και παρότι τις αποδίδει σε μια σειρά από συγκυριακούς παράγοντες (όπως π.χ. τα αποτελέσματα εκλογικών αναμετρήσεων, τις προσδοκίες για πιο σύντομη «χαλάρωση» της νομισματικής πολιτικής και την κατάσταση στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ, την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της Ιαπωνίας κ.ο.κ.), εμμέσως πλην σαφώς δείχνει ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο.
Ετσι, όπως σημειώνεται, «αν και η διόρθωση της αγοράς δεν διήρκεσε πολύ και οι τιμές ανέκαμψαν γρήγορα για τις περισσότερες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, τα επεισόδια αυτά υποδηλώνουν μεγαλύτερη ευαισθησία από ό,τι συνήθως στις εκπλήξεις των μακροοικονομικών δεδομένων, αυξάνοντας το ενδεχόμενο για αυξημένη μεταβλητότητα στο μέλλον».Και πώς αλλιώς αφού η «μεγαλύτερη του αναμενόμενου ευαισθησία» κρύβει το βασικό πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου που μεγεθύνθηκε ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια.
Δεμένη με αυτό είναι και η μεγαλύτερη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, όπως υπονοούν εμμέσως πλην σαφώς και οι αναφορές της ΕΚΤ για την... καμπούρα των ΗΠΑ και τους λεγόμενους «φανταστικούς 7» μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους των ΗΠΑ, που, σύμφωνα με τα στοιχεία, συγκεντρώνουν πλέον πάνω από το 30% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του δείκτη S&P.
Να πώς περιγράφονται τα παραπάνω στην έκθεση της ΕΚΤ:
«Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι επενδυτές μπορεί να υποτιμούν την πιθανότητα και τον αντίκτυπο των δυσμενών σεναρίων, όπως δείχνουν και τα ρεκόρ χαμηλών ασφάλιστρων κινδύνου μετοχών και τα σχετικά συμπιεσμένα περιθώρια εταιρικών ομολόγων (σ.σ. ανάμεσα στα διαφορετικής "πιστωτικής ποιότητας" χρεόγραφα) και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού (Διάγραμμα 3, πίνακας α). Επίσης, η συγκέντρωση της αγοράς μετοχών κεφαλαιοποίησης και των κερδών μεταξύ μιας χούφτας μεμονωμένων ονομάτων, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια (Διάγραμμα 3, πίνακας β). Αυτή η συγκέντρωση μεταξύ λίγων μεγάλων επιχειρήσεων εγείρει ανησυχίες σχετικά με την πιθανότητα μιας "φούσκας" στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη».
«Επίσης, σε ένα πλαίσιο βαθιά ολοκληρωμένων παγκόσμιων αγορών μετοχών, υποδεικνύει τον κίνδυνο δυσμενών παγκόσμιων δευτερογενών επιπτώσεων, εάν οι προσδοκίες για τα κέρδη αυτών των επιχειρήσεων διαψευστούν», σημειώνει η έκθεση, δείχνοντας πως ούτε οι τεράστιες επενδύσεις ύψους τρισ. δολαρίων που έχουν γίνει στην τεχνητή νοημοσύνη μπορούν επί της ουσίας να δώσουν διέξοδο στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια.Γι' αυτό και διαπιστώνουν: «Ως εκ τούτου, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να υπάρξουν αρνητικές εκπλήξεις, συμπεριλαμβανομένων των απότομα επιδεινούμενων προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης, των ξαφνικών αλλαγών στις προσδοκίες νομισματικής πολιτικής ή περαιτέρω κλιμάκωση των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών συγκρούσεων», προσθέτοντας πως όλα αυτά «θα μπορούσαν να προκαλέσουν απότομες μεταβολές στο επενδυτικό κλίμα, με αποτέλεσμα τη διάχυση σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων».
Αλλά και στο ζήτημα των μετοχών τα επιτελεία της ΕΚΤ βρίσκουν ότι «η συγκέντρωση σε χαρτοφυλάκια μετοχών - ιδίως σε ορισμένα επενδυτικά κεφάλαια λόγω της έκθεσής τους σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις - έχει επίσης αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθιστώντας τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια πιο ευάλωτα σε αρνητικές επιχειρήσεις ή εκπλήξεις σε σχέση με τις επιχειρήσεις και τους κλάδους. Επίσης, η αυξανόμενη έκθεση σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία αυξάνει το ενδεχόμενο για δυσμενείς μακροοικονομικές επιπτώσεις».
Στο μεταξύ, μια «αλυσίδα» προβλημάτων από μόνα τους είναι και τα κρατικά χρέη που αυξάνονται και πάνε, στενεύοντας τα περιθώρια παρεμβάσεων και πακέτων στους ομίλους, την ίδια ώρα που μια νέα καπιταλιστική κρίση χτυπάει την «πόρτα», οι ανταγωνισμοί οξύνονται στο εσωτερικό των κρατών όπως και με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ανταγωνισμοί που σε συνδυασμό και με τη λαϊκή δυσαρέσκεια που μεγαλώνει προκαλούν παραπέρα «κλυδωνισμούς» και δυσκολίες στις αστικές κυβερνήσεις να στηρίξουν πιο αποφασιστικά και «έγκαιρα» τους επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά και μειώνουν τα περιθώρια ενσωμάτωσης λαϊκών στρωμάτων, σε έναν φαύλο κύκλο.
Η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι «η αυξημένη πολιτική και γεωπολιτική αβεβαιότητα, τα αδύναμα δημοσιονομικά θεμελιώδη μεγέθη και η υποτονική τάση ανάπτυξης αυξάνουν τις ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ», ενώ ιδιαίτερη αναφορά κάνει και στις πρόσφατες εκλογές στη Γαλλία, που, θυμίζουμε, από την άνοιξη βρίσκεται στο νέο «ειδικό» καθεστώς επιτήρησης σε σχέση με τα κρατικά χρέη της, ενώ πρόσφατα ο νέος πρωθυπουργός της ανακοίνωσε και ένα πακέτο μέτρων πάνω από 20 δισ. ευρώ, που σηματοδοτεί νέες περικοπές για τον λαό.Εξάλλου, ξεχωριστή σημασία έχουν και όσα λέγονται στην έκθεση για το πώς οι ρωγμές στην περιβόητη «πολιτική σταθερότητα» του αστικού πολιτικού συστήματος σε όλη την ΕΕ δυσκολεύουν το «έργο» της στήριξης του κεφαλαίου: «Η μακροπρόθεσμη τάση αύξησης του πολιτικού κατακερματισμού που παρατηρείται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει καταστήσει πιο δύσκολο τον σχηματισμό σταθερών κυβερνητικών συνασπισμών. Αυτό μπορεί να συμβάλει σε καθυστερήσεις στην επίτευξη συμφωνίας για βασικές δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ παράλληλα αυξάνει την αβεβαιότητα της οικονομικής πολιτικής», σημειώνεται, με τα σχετικά διαγράμματα να δείχνουν την «αντιστρόφως ανάλογη» σχέση της «αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής» με το ποσοστό των κομμάτων που κέρδισαν τις εκλογές. Επιβεβαιώνεται και από αυτήν την άποψη δηλαδή πως όρος για να μπαίνουν εμπόδια στην υλοποίηση των αντιλαϊκών μέτρων είναι η όσο το δυνατόν πιο αδύναμες αστικές κυβερνήσεις.
Στο μεταξύ, όπως αναμενόταν, επιβεβαιώθηκε και πως το «φάρμακο» για το ένα αδιέξοδο της καπιταλιστικής οικονομίας αποδεικνύεται «φαρμάκι» για τα άλλα, αφού, όπως φαίνεται και στο διπλανό διάγραμμα, η εκτίναξη των επιτοκίων των δεκαετών ομολόγων, ως αποτέλεσμα των «αποπληθωριστικών» πολιτικών, «περιορίζει τον ήδη στενό δημοσιονομικό χώρο», ενώ «οι προηγούμενες αυξήσεις επιτοκίων επιβαρύνουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των επιχειρήσεων», επιτείνοντας την «ασφυξία» στην καπιταλιστική οικονομία.
Ετσι, με μια νέα κρίση να έρχεται λιγότερο ή περισσότερο σύντομα, η ΕΚΤ βλέπει ότι «τα προβλεπόμενα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους σε αρκετές χώρες περιορίζουν τα περιθώρια των κυβερνήσεων να ανταποκριθούν σε δυσμενείς διαταραχές (σοκ)», ενώ προειδοποιεί πως πολλές χώρες ενδέχεται να δουν τα λεγόμενα spread των δεκαετών ομολόγων τους (μετράει τη διαφορά από τα γερμανικά ομόλογα) να μεγαλώνουν παραπέρα, και παράλληλα να αναγκαστούν να πληρώσουν το χρέος τους με μεγαλύτερα επιτόκια.
«Τα μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα καθιστούν επίσης δυσχερέστερη την παροχή πρόσθετων επενδύσεων για την καταπολέμηση των διαρθρωτικών προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένων της κλιματικής αλλαγής, των αμυντικών δαπανών και της χαμηλής παραγωγικότητας. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να προκαλέσει έναν αρνητικό βρόχο ανατροφοδότησης μεταξύ χαμηλής ανάπτυξης και βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Οι αντίθετοι άνεμοι στην οικονομική ανάπτυξη από παράγοντες όπως η χαμηλή παραγωγικότητα καθιστούν τα επίπεδα του αυξημένου χρέος και τα δημοσιονομικά ελλείμματα πιο πιθανό να αναζωπυρώσουν τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους και να ωθήσουν τα ασφάλιστρα κρατικού πιστωτικού κινδύνου σε υψηλότερα επίπεδα σε περίπτωση δυσμενών μακροοικονομικών εκπλήξεων».
Ειδικά σε ό,τι αφορά τον δανεισμό των επιχειρηματικών ομίλων η έκθεση σημειώνει ότι «το υψηλό κόστος χρηματοδότησης και η αδύναμη οικονομική ανάπτυξη εξακολουθούν να επηρεάζουν τους εταιρικούς ισολογισμούς, ιδίως των επιχειρήσεων εμπορικών ακινήτων (CRE) και των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων» (με τον ορισμό που δίνει η ΕΕ σε αυτές - στην πραγματικότητα μεγάλες επιχειρήσεις).
Εξάλλου, στο φόντο των στοιχείων που δείχνουν την «κατρακύλα» σε μια σειρά από δείκτες παραγωγής προς μια νέα κρίση (αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, βιβλία παραγγελιών, βιομηχανική αυτοπεποίθηση), η ΕΚΤ χτυπάει καμπανάκι και για τις «αφερεγγυότητες» των επιχειρήσεων που (αν και με αφετηρία «μεσαία επίπεδα») αυξάνονται διαρκώς τα τελευταία χρόνια.
Την ίδια ώρα, επισημαίνει πως παρότι τα κέρδη των τραπεζών έχουν εκτοξευτεί κυρίως από την άνοδο των επιτοκίων, πλέον το «μπούμερανγκ» αρχίζει να γυρίζει, αφού «η κερδοφορία των τραπεζών μπορεί να έχει κορυφωθεί, καθώς οι καθοδικές πιέσεις στα κέρδη από τα περιουσιακά στοιχεία κυμαινόμενου επιτοκίου γίνονται αντίξοος άνεμος για τα έσοδα από τόκους, ενώ οι πιστωτικές ζημίες αρχίζουν να αυξάνονται». Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΚΤ χτυπάει ένα ακόμη «καμπανάκι» για το γεγονός ότι «η ποιότητα του ενεργητικού στα μη τραπεζικά χαρτοφυλάκια μπορεί να υποβαθμιστεί από τα αδύναμα εταιρικά θεμελιώδη μεγέθη και τις συνθήκες της αγοράς ακινήτων», ενώ σημειώνει και πως τα μη τραπεζικά ιδρύματα (funds κ.τ.λ.) «εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αυξημένους πιστωτικούς κινδύνους».
Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιβεβαιώνει πως οι λαοί πληρώνουν και θα πληρώσουν ακόμη πιο βαριά την εμπλοκή της ΕΕ στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, «κουβαλώντας» όλο το βάρος των πολεμικών δαπανών, των χρεών που μεγαλώνουν, όπως και των συνεπειών των κυρώσεων που μεταξύ άλλων εκτοξεύουν τον πληθωρισμό, αφού, όπως λέγεται, «η αυξανόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα μπορεί να συνεπάγεται πρόσθετο βάρος για τα κράτη όσον αφορά την αντιμετώπιση των συνεπειών των γεωπολιτικών επιπτώσεων (π.χ. ενεργειακές επιδοτήσεις). Αυτό θα αποτελούσε ιδιαίτερη πρόκληση για τις χώρες όπου τα επίπεδα δημόσιου χρέους είναι υψηλά, δεδομένου του περιορισμένου δημοσιονομικού τους χώρου για τη στήριξη της οικονομίας σε περίπτωση δυσμενών κλυδωνισμών».
Τη δική της σημασία, στο φόντο και της νέας φάσης στην οποία από προχτές έχει περάσει ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία, έχει και η διαπίστωση πως «ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή εξακολουθούν να αποτελούν τις κύριες πηγές γεωπολιτικού κινδύνου. Μια περαιτέρω κλιμάκωση των εντάσεων θα μπορούσε να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ - μέσω υψηλότερων τιμών Ενέργειας και εισαγωγών και χαμηλότερης εμπιστοσύνης μεταξύ των νοικοκυριών της ζώνης του ευρώ και των επιχειρήσεων - και θα μπορούσε να δημιουργήσει ανοδικούς κινδύνους για τη διαδικασία αποπληθωρισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν μειωθεί από τις κορυφές τους το 2022, αλλά παραμένουν υψηλότερες και πιο ευμετάβλητες από ό,τι πριν από την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, συμβάλλοντας στις πιέσεις ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ».
Παράλληλα, και την ώρα που οι αποφάσεις της ΕΕ, όπως και η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι δείχνουν στροφή προς την πολεμική οικονομία με πάνω από 800 δισ. ευρώ, η ΕΚΤ επισημαίνει πως ο συνδυασμός χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού χρέους της Ευρωζώνης θα δυσχεράνει ιδιαίτερα τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να καλύψουν το κόστος των αυξανόμενων στρατιωτικών δαπανών τους.
Ενώ με φόντο και την εκλογή Τραμπ (η έκθεση έχει συνταχθεί πριν από τις αμερικανικές εκλογές) άλλο νόημα έχουν και οι καταγραφές για το ότι «η αβεβαιότητα σχετικά με την παγκόσμια εμπορική πολιτική αυξάνεται επίσης (...) Η Κίνα αντιπροσωπεύει τώρα ένα κάπως μεγαλύτερο μερίδιο του εμπορίου της ζώνης του ευρώ από ό,τι πριν από την πανδημία COVID-19. Αυτό καθιστά τη ζώνη του ευρώ ευάλωτη στον κίνδυνο περαιτέρω γεωπολιτικού, οικονομικού και χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας».