Σύμφωνα με αυτά, τα «ματωμένα πλεονάσματα» σπάνε πλέον το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, ξεπερνώντας ακόμα και τις αναθεωρημένες προβλέψεις που περιέχονταν στο σχέδιο του προϋπολογισμού του 2025 που ψηφίστηκε την περασμένη Κυριακή.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά:
Είναι χαρακτηριστικό πως η «υπεραπόδοση» για έναν ακόμη μήνα είναι τέτοια, ώστε οι εκτιμήσεις των οικονομικών επιτελείων δεν αποκλείουν να πιαστεί ακόμη κι αυτό το «ορόσημο» των 70 δισ. (!) φόρων που είναι ο στόχος της επόμενης χρονιάς... ήδη από φέτος, δείχνοντας έτσι και το ατελείωτο «πογκρόμ» του αστικού κράτους σε βάρος των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων και φτωχών αγροτών.
Αυτά ούτως ώστε, όπως επιβεβαιώθηκε και από την πρόσφατη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, το αστικό κράτος να χρηματοδοτήσει τους νέους εξοπλισμούς και την πολεμική εμπλοκή με πάνω από 7 δισ. και συνολικότερα να δώσει «κίνητρα» για τη στροφή στην πολεμική οικονομία με άλλα τόσα και παραπάνω για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων που θα ξεκοκαλίσουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι, όπως και για την πρόωρη αποπληρωμή κι άλλων δανείων που φορτώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στις πλάτες του λαού.
Ολα αυτά προσπαθούν να «κουκουλώσουν» και η κυβέρνηση και τα αστικά επιτελεία, αξιοποιώντας και τη σχετική τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) που δημοσιεύτηκε χτες και που μιλάει για τα «2 δισ. παραπάνω έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής», δείχνοντας εμμέσως πλην σαφώς ως «ένοχους» αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες και τα εκατοντάδες εκατομμύρια με τα οποία τους χαράτσωσε φέτος η κυβέρνηση.
Το ΓΠΚΒ δείχνει εξάλλου προς την ακόμη πιο αποφασιστική συνέχιση αυτής της πολιτικής (που αποτυπώνεται και στο Μεσοπρόθεσμο, όπως και στον προϋπολογισμό που ψηφίστηκε), σημειώνοντας πως «η εφαρμοζόμενη πολιτική φορολογικής συμμόρφωσης θα πρέπει να συνεχισθεί, στοχεύοντας στην όσο το δυνατόν πιο "ορθή" ιεράρχηση (ranking) εστιών φορολογικής παραβατικότητας. Για την αποτελεσματικότερη επίτευξη αυτού του στόχου, αλγόριθμοι μεγάλων δεδομένων (...) μπορούν να βοηθήσουν, διευκολύνοντας τον αποτελεσματικό στρατηγικό σχεδιασμό στοχευμένων ελέγχων. Τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για κοινωνικό μέρισμα (βραχυχρόνιο όφελος) όσο και για αποπληρωμή χρέους (μακροχρόνιο όφελος). Επιπρόσθετα, θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικό να ενταθεί η προσπάθεια προκειμένου η Ελλάδα να καταφέρει το συντομότερο δυνατό να καταρτίζει πλεονασματικούς ή ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Μία τέτοια εξέλιξη θα έχει ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο στις προοπτικές της χώρας και θα επιταχύνει τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεού της, συμπαρασύροντας το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και χρηματοδότησης της οικονομίας προς τα κάτω», τη «φτηνότερη» χρηματοδότηση βασικά στους επιχειρηματικούς ομίλους.
Ακόμη πιο αποκαλυπτικός και για τις «προτεραιότητες» του αστικού κράτους, ο επικεφαλής του Γραφείου, Γ. Τσουκαλάς, ο οποίος σε σχετική ερώτηση ξεκαθάρισε πως αντί της μείωσης των έμμεσων φόρων που έχουν γονατίσει τα λαϊκά νοικοκυριά, είναι προτιμότερη η μείωση των άμεσων και συγκεκριμένα των ελάχιστων «βαρών στην εργασία» που έχουν απομείνει για τους ομίλους! Οπως ακριβώς δηλαδή κάνει η κυβέρνηση, φτάνοντας να παρουσιάζει τις κάθε είδους φοροαπαλλαγές και εισφοροαπαλλαγές του κεφαλαίου που νομοθετεί ως... αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων που θα πληρώσουν και με νέες απώλειες.
Οι προτεραιότητες άλλωστε «φωνάζουν» και στα υπόλοιπα σημεία της έκθεσης, με το Γραφείο να εκτιμά πως ο ρυθμός μεγέθυνσης των συνολικών επενδύσεων διαμορφώνεται σε ένα εύρος πρόβλεψης μεταξύ 7,1% και 9,5%, με πιθανότερη εκτίμηση για το 2025, ανάλογα και με τη διάθεση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ανάλογα δηλαδή πόσο αποφασιστικά θα συνεχίσει να τσακίζει τον λαό η κυβέρνηση με νέα αντιλαϊκά «προαπαιτούμενα», ώστε να στρώσει τσιμπούσι κερδοφορίας για το κεφάλαιο.
«Επιπλέον, η αύξηση των κοινωνικών εντάσεων ιδίως σε χώρες με ρευστό πολιτικό περιβάλλον θα μπορούσε να προκαλέσει αναταράξεις, πλήττοντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επενδυτών. Αυτό θα καθυστερούσε ενδεχομένως την ψήφιση και την εφαρμογή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Η διατύπωση στην τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αποτυπώνει και το τι βρίσκεται μπροστά για τον λαό, και συνολικά τους λαούς της ΕΕ που θα κληθούν να πληρώσουν μια ακόμα καπιταλιστική κρίση, όπως και τη στροφή στην πολεμική οικονομία, καθώς και τι είναι εκείνο που πραγματικά υπολογίζουν τα αστικά επιτελεία και που μπορεί να τους χαλάσει τα σχέδια: Αυτό δεν είναι άλλο από την εργατική - λαϊκή πάλη, την αποσταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος, τα εμπόδια που μπορεί να βάλει ο λαός με την πάλη του στη στρατηγική του κεφαλαίου για να περάσει στην αντεπίθεση.
Καθόλου τυχαία, άλλωστε, η έκθεση ξεχωρίζει ως βασικό της στοιχείο τη «σχέση μεταξύ αβεβαιότητας και επενδύσεων», τονίζοντας ότι είναι «κλειδί για την Ελλάδα η διατήρηση της (οικονομικής και πολιτικής) σταθερότητας» και ότι «αυτό έχει ένα σημαντικό και ξεκάθαρο μήνυμα πολιτικής: Η διατήρηση της (οικονομικής και πολιτικής) σταθερότητας συνδέεται με τον περιορισμό του επενδυτικού κενού, και θεωρούμε ότι λειτουργεί ως αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη του στόχου της περαιτέρω μείωσής του».
Μήνυμα με ξεκάθαρο αποδέκτη όχι βέβαια τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ και λοιπούς, η συναίνεση των οποίων στη στρατηγική του κεφαλαίου «έβγαλε μάτι» και στην πρόσφατη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή, αλλά τον λαό, τον οποίο καλεί να «κάτσει στα αυγά του» για να μη «διακινδυνεύσει» την αντιλαϊκή «σταθερότητα» που τον τσακίζει.
Αλλωστε, παρά τα κυβερνητικά πανηγύρια περί «θωρακισμένης οικονομίας», οι αντιφάσεις που βρίσκονται στο DNA του καπιταλιστικού συστήματος οδηγούν σε μια νέα κρίση υπερσυσσώρευσης και η ένταση των ανταγωνισμών σε όλα τα επίπεδα δεν κρύβεται, με την έκθεση να σημειώνει: «Η αυξανόμενη μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές ενδέχεται να διαμορφώσει δυσμενέστερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες, επιβαρύνοντας τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Νέος γύρος αυξήσεων στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων σε συνδυασμό με συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις θα μπορούσαν να εμποδίσουν τις κεντρικές τράπεζες να αποσύρουν περαιτέρω τη νομισματική σύσφιξη. Αυτό θα δημιουργούσε πρόσθετες προκλήσεις για τη δημοσιονομική προσαρμογή σε χώρες της ΕΕ με μεγάλα ελλείμματα, θέτοντας σε κίνδυνο τη συνολική αξιοπιστία των νέων κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Τέλος, η εντατικοποίηση των προστατευτικών πολιτικών θα επιδείνωνε τις εμπορικές εντάσεις διαταράσσοντας περαιτέρω τις αλυσίδες εφοδιασμού».
Το αδιανόητο πάρτι κερδών των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων στις πλάτες των λαϊκών νοικοκυριών επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της ICAP και σύμφωνα με τα οποία: Παρά το γεγονός ότι οι 500 πιο κερδοφόρες εταιρείες της χώρας κατέγραψαν μείωση των συνολικών πωλήσεών τους το 2023, σε σχέση με το 2022, διεύρυναν τη συνολική κερδοφορία τους!
Κάτι που αποδεικνύει και ότι το βασικό στοιχείο εκτίναξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι η ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, μεταξύ άλλων και με τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα, τους νόμους, τις ευρωενωσιακές Οδηγίες που πέρασε σωρηδόν η κυβέρνηση όπως το τερατούργημα Χατζηδάκη για το ξεχείλωμα του εργάσιμου χρόνου, για τις απλήρωτες υπερωρίες, τη 10ωρη δουλειά, την 6ήμερη εργασία, τη δουλειά σε δύο εργοδότες κ.ο.κ.
Την ίδια ώρα τα θησαυροφυλάκιά τους γεμίζουν όλο και περισσότερο και από το «κύμα» ακρίβειας που συνεχίζεται και θα ενταθεί από 1.1.2025 με νέες ανατιμήσεις σε προϊόντα και ηλεκτρικό ρεύμα, και το οποίο και αυτό αποτελεί καραμπινάτο αποτέλεσμα της πολιτικής της «πράσινης μετάβασης» και της εμπλοκής στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Συγκεκριμένα, οι 500 πιο κερδοφόρες εταιρείες:
- εμφάνισαν το 2023 συνολικά κέρδη EBITDA (μεικτά κέρδη) 24,4 δισ. ευρώ, καλύπτοντας το 76,4% των αντίστοιχων κερδών που προκύπτουν από το σύνολο των επιχειρήσεων με δημοσιευμένους ισολογισμούς.
- κατέγραψαν συνολικά κέρδη προ φόρου της τάξης των 17,5 δισ. το 2023, καλύπτοντας το 80% των αντίστοιχων κερδών (τελικό καθαρό αποτέλεσμα) που προέρχονται από το σύνολο των 30.296 εταιρειών με διαθέσιμους ισολογισμούς.
Ιδιαίτερα υψηλή ήταν η αύξηση κερδών του τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών (Ενέργεια, Νερό, Μεταφορές, Ακίνητη Περιουσία, Τηλεπικοινωνίες, Τυχερά Παιχνίδια) κατά 1,8 δισ. και των Τραπεζών που δεν πληρώνουν ούτε ένα ευρώ φόρο, κατά 845,1 εκατ. ευρώ.
Σε απόλυτα μεγέθη, τα υψηλότερα κέρδη εμφανίζει η Βιομηχανία Πετρελαιοειδών Προϊόντων (2 δισ.) καλύπτοντας το 35% περίπου των συνολικών κερδών του βιομηχανικού τομέα το 2023. Τη μεγαλύτερη αύξηση κερδών στον εμπορικό τομέα κατέγραψε ο κλάδος «Σούπερ Μάρκετ - Πολυκαταστήματα» (κατά 164,2 εκατ.), ο οποίος μάλιστα εμφανίζει (και σε απόλυτα μεγέθη) τα υψηλότερα κέρδη το 2023 (777,5 εκατ.).