Στις 4/4/2001 εγκρίθηκε από την ΕΕ το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (ΕΠ) «Υγεία - Πρόνοια», που εντάσσεται στον προαναφερόμενο άξονα του Γ` ΚΠΣ και αντιπροσωπεύει το 28,3% του άξονα αυτού.
Ο προϋπολογισμός του προγράμματος ανέρχεται σε 174,909 δισ. δρχ., εκ των οποίων τα 131,182 δισ. δρχ. αποτελούν κοινοτική χρηματοδότηση, ενώ τα 43,728 δισ. δρχ. εθνική χρηματοδότηση.
Η κοινοτική χρηματοδότηση γίνεται μέσω των διαρθρωτικών ταμείων. Συγκεκριμένα, από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) 75 δισ. δρχ., το οποίο, όπως αναφέρεται, «συμβάλλει ενεργά και άμεσα στη δημιουργία προϋποθέσεων ύπαρξης ικανού αριθμού και κατάλληλων δεξιοτήτων ανθρώπινου δυναμικού, προκειμένου να υλοποιηθούν αποτελεσματικά και να λειτουργήσουν αποδοτικά οι υποδομές και οι παραγωγικές επενδύσεις που συγχρηματοδοτούνται από τα υπόλοιπα Διαρθρωτικά Ταμεία». Στον τομέα Υγεία - Πρόνοια, μεγάλο μέρος στηρίζει το ΕΤΠΑ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης) 56 δισ. δρχ., που στόχο έχει, όπως λέει, «τη συμπλήρωση της υποδομής σε κέντρα παροχής ολοκληρωμένης κοινωνικής προστασίας, ανάπτυξη νέων δράσεων στον τομέα της παιδικής προστασίας, υποστήριξη εθελοντισμού και ανάπτυξη συστημάτων προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών, δράσεις λειτουργικού εκσυγχρονισμού των υπαρχουσών μονάδων υγείας κλπ.».
Από τους στόχους που έχουν τα διαρθρωτικά ταμεία, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν μια ενέργεια, διαφαίνεται και ο γενικός στόχος, που πάει να εξυπηρετήσει το Γ` ΚΠΣ. Αυτοί οι πόροι αποτελούν σε κοινοτικό και εθνικό - κρατικό επίπεδο συγκέντρωση της υπεραξίας των εργαζομένων και μετατροπή της σε κεφάλαιο, που χρησιμοποιείται με βάση κεντρικό σχεδιασμό (εθνικό - κρατικό με κοινοτική έγκριση) για τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, στα πλαίσια, όχι μόνον της εθνικής, αλλά και της ευρωενωσιακής αγοράς.
Το οικονομικό πεδίο της χώρας μας, μέσα στο οποίο θα λειτουργήσουν οι χρηματοδοτήσεις του Γ` ΚΠΣ, όπως οι ίδιοι το περιγράφουν, είναι το εξής: «Η αγορά απελευθερώθηκε, ο ρόλος του κράτους περιορίστηκε, τόσο στο κανονιστικό, όσο και στο ιδιοκτησιακό επίπεδο και τα κρατικής ακόμα ιδιοκτησίας ιδρύματα, συμπεριφέρονται όλο και περισσότερο με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια».
Οι ανατροπές στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας - Πρόνοιας, που ξεκίνησε η κυβέρνηση με την Περιφερειακή Συγκρότηση των συστημάτων Υγείας, την κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα των νοσοκομείων, τη δημιουργία ΑΕ για διάφορες υπηρεσίες και τμήματα των νοσοκομείων, τη λειτουργία ιδιωτικών απογευματινών ιατρείων στα νοσοκομεία, την αναμενόμενη δημιουργία του Οργανισμού Διαχείρισης Πόρων Υγείας, εξυπηρετούν τον στόχο αυτό και σ' αυτήν την κατεύθυνση κινούνται.
Για να λειτουργούν όλα αυτά, χρειάζεται και το ανάλογο «ανθρώπινο δυναμικό», το οποίο θα πρέπει «να εκπαιδευτεί» και «να καταρτιστεί», για να γίνει αποδοτικό στις νέες συνθήκες. Γι' αυτό, μεγάλο μέρος των κονδυλίων πηγαίνει γι' αυτό το σκοπό.
Στο αντίστοιχο κεφάλαιο, γίνεται η εξής διαπίστωση:
«Μεγάλο μέρος του αργούντος δυναμικού αποτελείται από νέους που είναι περισσότερο ευπροσάρμοστοι και από αποφοίτους της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, πρέπει να διαθέτουν συγκριτικά αυξημένη νοημοσύνη και μαθησιακή ικανότητα... για την εξεύρεση ανειδίκευτου κυρίως εργατικού δυναμικού, που να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας γρήγορης ανόδου, διέξοδος μπορεί να βρεθεί και στις αγορές εργασίας των γειτονικών χωρών».
Οι διαπιστώσεις αυτές φανερώνουν την επιθυμία του κεφαλαίου για απόκτηση ενός εργατικού δυναμικού, νέου ηλικιακά, για να μπορεί να αφομοιώσει, να αποδώσει και να ενσωματωθεί καλύτερα και πιο γρήγορα, μορφωμένο και χωρίς εργασιακές και κοινωνικές απαιτήσεις λόγω της ηλικίας ή της κοινωνικής και οικονομικής άσχημης κατάστασης που βρίσκεται, όπως οι μετανάστες.
Στο κεφάλαιο αυτό, για τις κοινωνικές υπηρεσίες, διαπιστώνονται τα εξής: «Στον τομέα της Υγείας, με την ολοκλήρωση της υποδομής που δημιουργείται με πόρους του Β` ΚΠΣ, ιδιαίτερα στις Περιφέρειες, τα καθαρά ποσοτικά προβλήματα στην παροχή υπηρεσιών αντιμετωπίζονται σε μεγάλο βαθμό (η υπογράμμιση δική μας)... η έμφαση μετατοπίζεται... σε θέματα καλύτερης λειτουργίας της υφιστάμενης υποδομής και βελτίωσης της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών..., ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, σε σχέση με τα οποία έγιναν πολύ λίγα στο Β` ΚΠΣ».
Οι ελλείψεις στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας είναι τόσες πολλές και σε υποδομή και σε βιοϊατρική τεχνολογία και σε ξενοδοχειακό εξοπλισμό και σε προσωπικό όλων των ειδικοτήτων και σε αστικά κέντρα, αλλά και στην περιφέρεια, που δεν καλύφτηκαν ούτε με τα κονδύλια του Β` ΚΠΣ, πολύ περισσότερο, δε θα καλυφθούν με το μονόπλευρο προσανατολισμό για «καλύτερη λειτουργία της υφιστάμενης υποδομής» των κονδυλίων του Γ` ΚΠΣ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τελευταίος νόμος για τα ΠΕΣΥ μιλάει για κατάργηση, συγχώνευση και αναδιοργάνωση των νοσοκομείων ή τμημάτων και κλινικών τους και για αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδομής στην ΠΦΥ, δηλ. τα λιγοστά πολυιατρεία του ΙΚΑ και των άλλων ασφαλιστικών ταμείων και τα ΚΥ αγροτικού τύπου.
«Στον τομέα της Πρόνοιας υπάρχουν ακόμη σοβαρά κενά, τόσο από την άποψη της υποδομής και της κατανομής της στο χώρο, όσο και από την άποψη της κάλυψης του πληθυσμού και της στάθμης των προσφερόμενων υπηρεσιών. Ετσι, η προσπάθεια πρέπει να στραφεί σε μια ρεαλιστική αξιολόγηση των αναγκών (υπογραμμίσεις δικές μας) κατά είδος υπηρεσίας και στο χώρο και σ' ένα σχεδιασμό, που θα έχει ως αντικείμενο να καλύψει κατά περίπτωση τα ποσοτικά και ποιοτικά κενά», αναφέρεται σχετικά.
Οι ελλείψεις σήμερα στον τομέα της Πρόνοιας είναι τόσες και τέτοιες και διαρκώς αυξανόμενες λόγω της αντιλαϊκής πολιτικής, που δεν μπορούν να καλυφθούν, γι' αυτό και τις αναγνωρίζουν. Η κατεύθυνση, όμως, που έχουν για την αντιμετώπισή τους, μέσω των κονδυλίων του Γ` ΚΠΣ, είναι η παροχή προνοιακής φροντίδας μόνο σε ορισμένες κατηγορίες, τους τελείως εξαθλιωμένους και όχι σε όλους που την έχουν ανάγκη. Με τον τρόπο αυτό, μειώνουν τις δημόσιες - κρατικές δαπάνες, συνεχίζουν να προπαγανδίζουν περί «του κοινωνικού προσώπου» ΕΕ και κυβέρνησης, εντείνουν το βαθμό εκμετάλλευσης εργαζομένων (μέσα από αυτή τη διαδικασία κερδίζει περισσότερα το κεφάλαιο) και, ταυτόχρονα, αφήνουν ανοιχτό το δρόμο για επενδύσεις του κεφαλαίου, σε τομείς όπου μέχρι τώρα δραστηριοποιούνταν κυρίως το κράτος.
Δεν υπάρχουν περιθώρια άσκησης επιπλέον προνοιακής πολιτικής μέσω κρατικού προϋπολογισμού (υπάρχει και το Σύμφωνο Σταθερότητας). Ο,τι γίνει σ' αυτόν τον τομέα, όπως και στους άλλους, θα είναι μέσω του Γ` ΚΠΣ. Αυτό διατυπώνεται σαφώς ως εξής: «Το περίσσευμα εθνικών πόρων θα είναι ανεπαρκές για την άσκηση παράλληλης εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής».
Ομως, και οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι οι κοινωνικές ανάγκες θα αυξηθούν. Λένε ότι «έχουν ήδη γίνει πάρα πολλά προς την κατεύθυνση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί. Πολλά απομένουν ακόμη να γίνουν και η πραγματοποίησή τους θα εξακολουθήσει να δημιουργεί σοβαρό κοινωνικό κόστος, με τη μορφή αυξημένης ανεργίας, οικονομικών ανισοτήτων στο χώρο και μεταξύ κοινωνικών ομάδων και ανατροπών στις συνθήκες δουλιάς και ζωής όλων όσοι θα θιγούν από τις αναγκαίες μεταβολές. Ετσι, οι ανάγκες για κοινωνική στήριξη όσων θα επηρεαστούν αρνητικά από τις αλλαγές αυτές είτε γενικότερα είτε σ' ένα μεταβατικό στάδιο, θα εξακολουθήσουν για αρκετά χρόνια να είναι μεγάλες».
Οι αναδιαρθρώσεις αυτές θα πλήξουν το σύνολο της εργατικής τάξης και μεγάλο μέρος της αγροτιάς και των επαγγελματοβιοτεχνών, με διαφορετική, ίσως, ένταση για τα διάφορα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων. Γι' αυτό οι αστοί θέλουν έγκαιρα να πάρουν τα μέτρα τους, ώστε να προλάβουν την όξυνση της ταξικής πάλης και να καθυποτάξουν το λαϊκό κίνημα.
Για να αιτιολογήσουν, όμως, το γεγονός πως οι κοινωνικές ανάγκες θα αυξάνουν, αλλά τα κονδύλια γι' αυτές θα μειώνονται, διατυπώνουν τον εξής συλλογισμό: «...οι κοινωνικές ανάγκες είναι κατά βάση συνάρτηση του πληθυσμού, ο οποίος, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, θα αυξάνει με χαμηλούς ρυθμούς και ο οποίος το 2006 θα είναι κατά λίγες μόνο εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερος από το σημερινό. Οι ανάγκες, όμως, σε οικονομική υποδομή είναι περισσότερο συνάρτηση του ΑΕΠ, ο ρυθμός ανόδου του οποίου θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πολλαπλάσιος του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού. Ετσι, π.χ. οι φόρτοι σε ορισμένα αεροδρόμια και οι αντίστοιχες ανάγκες σε υποδομή μπορεί να διπλασιάζονται σε μια δεκαετία, ενώ ο αριθμός των ασθενών σε μια περιοχή να αυξάνει οριακά μόνο».
Ο συλλογισμός αυτός είναι μιας πρώτης τάξης συγκάλυψη της φιλομονοπωλιακής πολιτικής. Διότι οι «οικονομικές υποδομές» δε γίνονται με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες - άσχετα, αν, τελικά, τις ακριβοπληρώνουμε και αυτές - αλλά γίνονται με μοναδικό κριτήριο την εξυπηρέτηση των κεφαλαιοκρατών.
Ομως, και πάλι με δικά τους στοιχεία, δεν προβλέπεται μείωση των ασθενών, το αντίθετο αναμένεται να συμβεί. Στοιχεία, που αναφέρονται στο πρόγραμμα της ΠΟΥ για τον 21ο αιώνα, δείχνουν ότι αναμένεται αύξηση της νοσηρότητας, κυρίως σε καρκίνο, καρδιαγγειακά, μυοσκελετικά και ψυχικά νοσήματα. Μάλιστα, τα καρδιοαγγειακά νοσήματα (παθήσεις καρδιάς και αγγείων του εγκεφάλου) αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου στις μεγάλες ηλικίες. Σε σημαντικό αριθμό ασθενών, αφήνουν μέτρια ή μεγάλα προβλήματα, όπως μειωμένη σωματική ικανότητα, χειρότερη επαγγελματική κατάσταση, ψυχολογικές και συναισθηματικές διαταραχές.
Επίσης, η βρεφική θνησιμότητα το 1996 ήταν 7,3 ανά 1.000 γεννήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ. Επίσης, αναφέρεται ότι «κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών τα υγειονομικά προβλήματα έχουν μεταβληθεί ριζικά, εξαιτίας της δημογραφικής γήρανσης και της επικράτησης των χρόνιων και εκφυλιστικών νοσημάτων».
Στους στόχους και στη στρατηγική, για τον τομέα Υγεία-Πρόνοια, γίνεται σαφής αναφορά των προαναφερθέντων επιδιώξεων.
«Η εξέλιξη αυτή θα διαμορφώσει ένα περιβάλλον το οποίο θα χαρακτηρίζεται από τους στόχους δημοσιονομικής πειθαρχίας των Συμφώνων Σταθερότητας (βλέπε δραματική περικοπή των δημοσίων δαπανών για την κάλυψη των υγειονομικών και κοινωνικών παροχών) και τις παρεμβάσεις αναδιάρθρωσης του Κράτους που αυτά συνεπάγονται (βλέπε ανατροπή εργασιακών σχέσεων, κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, του συστήματος υγείας, πρόνοιας, παιδείας κλπ.). Ειδικότερα η κοινωνική και δημοσιονομική πολιτική στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας και στη χρηματοδότηση του ελληνικού υγειονομικού συστήματος... προσδιορίζουν το στρατηγικό προσανατολισμό των παρεμβάσεων της νέας προγραμματικής περιόδου προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης ευέλικτων δομών παροχής... υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής φροντίδας... και συγκράτησης του κόστους» (η υπογράμμιση δική τους).
Σύμφωνα μ' αυτά, η χρηματοδότηση δε θα γίνει, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, για να στηριχτούν δομές για την αναβάθμιση της κοινωνικής ασφάλισης και του δημόσιου συστήματος υγείας - πρόνοιας σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων, αλλά για να γίνουν και να λειτουργήσουν αποδοτικά για το κεφάλαιο οι αναδιαρθρώσεις, που η κυβέρνηση ξεκίνησε σ' αυτούς τους τομείς.
Πιο συγκεκριμένα στους γενικούς στόχους για τον τομέα της Υγείας, αναφέρεται: «... η δημιουργία αυτοδύναμων υγειονομικά περιφερειών και η ορθολογική χωροταξική ανάπτυξή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα». Με τον τελευταίο νόμο της κυβέρνησης για την Υγεία συγκροτήθηκαν τα Περιφερειακά Συστήματα Υγείας (ΠΕΣΥ) και επειδή πουθενά δεν αναφέρεται (το αντίθετο μάλιστα) η δημιουργία νέων υποδομών και στη βάση «της ορθολογικής ανάπτυξης», θα ενταθεί ο υγειονομικός μαρασμός της υπαίθρου και θα παραμείνουν οι τραγικές ελλείψεις στο δημόσιο σύστημα Υγείας, ιδιαίτερα στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) στις πόλεις και στα χωριά.
Εξάλλου γίνεται η εξής ρητή αναφορά: ότι «θα υπάρξει λειτουργικός εκσυγχρονισμός των υπαρχουσών μονάδων υγείας (εσωτερικές μεταβολές χωρίς αύξηση του αριθμού των κλινών) για την προσαρμογή τους στις νέες μορφές παροχής υπηρεσιών υγείας (Μονάδες εντατικής θεραπείας, εντατικής φροντίδας, μονάδες τεχνητού νεφρού και άλλες εξειδικευμένες υπηρεσίες), αλλά και για τη βελτίωση των συνθηκών διαμονής των ασθενών».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο ΟΟΣΑ, η Ελλάδα το 1996 διέθετε μέσο όρο 1 κλίνη / 200 κατοίκους και είναι η 5η από το τέλος χώρα της ΕΕ. Η πρώτη χώρα της ΕΕ με περισσότερα κρεβάτια ανά κάτοικο είναι η Ολλανδία, όπου αναλογούν 1 κλίνη / 89,28 κατοίκους και δεύτερη έρχεται το Λουξεμβούργο με 1 κλίνη / 93 κατοίκους.
Η περιφερειακή κατανομή κλινών ανά κάτοικο, από τα στοιχεία που δίνονται από το σχέδιο ανάπτυξης 2000-2006, (Τομεακό σκέλος), εμφανίζεται ως εξής:
Η κατάσταση και στις μονάδες εντατικής θεραπείας ή φροντίδας δεν είναι καλύτερη. Τα στοιχεία από το σχέδιο ανάπτυξης 2000 -2006 Τομεακό σκέλος, δείχνουν ότι στην Ελλάδα λειτουργούν 352 κλίνες ΜΕΘ, το Υπουργείο Υγείας-Πρόνοιας σε ανακοίνωσή του την 1/6/2001 έδωσε τον αριθμό 340 κλινών ΜΕΘ, ενώ ο κ. Σημίτης στην προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων στη Βουλή στις 11/6/2001, έδωσε τον αριθμό 367 κλινών ΜΕΘ και 87 κλινών ΜΑΦ (Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας).
Το αρμόδιο Υπουργείο έχει δώσει ως στοιχείο ότι οι κλίνες ΜΕΘ στη χώρα μας έπρεπε να είναι 530. Οι διεθνείς προδιαγραφές αναφέρουν ότι οι κλίνες των ΜΕΘ και ΜΑΦ πρέπει να αποτελούν το 6-10% των συνολικών νοσοκομειακών κλινών ή να υπάρχει 1 κλίνη ΜΕΘ και ΜΑΦ ανά 3.000.
Από στοιχεία που δίνονται στο Σχέδιο Ανάπτυξης 2000-2006 το σύνολο των νοσοκομειακών κλινών στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των ψυχιατρικών μονάδων είναι 35.177. Με βάση τα διεθνή στάνταρντς (6-10%), οι κλίνες ΜΕΘ και ΜΑΦ θα πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 2.110 - 3.517.
Εάν υπολογίσουμε με βάση τον πληθυσμό, οι κλίνες ΜΕΘ ή ΜΑΦ, θα πρέπει να είναι 3.342. Δηλ. όπως και αν υπολογίσουμε η χώρα μας φαίνεται ότι υπολείπεται τουλάχιστον σε 3000 κλίνες ΜΕΘ και ΜΑΦ που δεν προσδοκάται ούτε στο ελάχιστο ότι μπορεί να καλυφθούν από τα κονδύλια του Γ' ΚΠΣ.
Δηλαδή δε γίνεται αύξηση των κλινών, ενώ είναι απολύτως αναγκαία στις σημερινές συνθήκες, αντίθετα μάλιστα με τον τελευταίο νόμο καταργούνται νοσοκομεία ή μετατρέπονται σε μονάδες ΠΦΥ. Ομως το ένα δεν πρέπει να αποκλείει το άλλο.
Η εικόνα που παρουσιάζεται από την περιφερειακή κατανομή των κλινών (ΜΕΘ) ανά κάτοικο, δείχνει πιο παραστατικά τις τεράστιες ελλείψεις που υπάρχουν και οι οποίες δεν καλύπτονται με τα πενιχρά ποσά όπως προγραμματίζονται να διατεθούν από το Γ' ΚΠΣ.
«Η αξιοποίηση τεχνολογικών μεθόδων και τεχνολογίας (βιοϊατρική τεχνολογία, πληροφοριακά συστήματα και τηλεϊατρική) για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των δομών του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Παρά την επάρκεια σε σύγχρονα συστήματα βιοϊατρικής τεχνολογίας (υπολογίζουν και αυτά που έχει ο ιδιωτικός τομέας), σημαντικές ελλείψεις εντοπίζονται σε νοσοκομεία με ιδιαίτερη λειτουργική σημασία (τριτοβάθμια περίθαλψη) στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στο νομό Αττικής». (Πρόκειται κυρίως για ολυμπιακά νοσοκομεία).
Η πρόταση αυτή μόνο προπαγανδιστικά μπορεί να λειτουργήσει, διότι με τα δικά τους στοιχεία καταρρίπτεται και αποδεικνύεται περίτρανα ότι όχι μόνο δεν πρόκειται για βελτίωση του ΕΣΥ, αλλά η διατήρηση της φτώχειας του ΕΣΥ σε βιοϊατρικό εξοπλισμό αυξάνει τα κέρδη του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα, που υπερισχύει στην τεχνολογία αυτή. Αλλωστε και οι ίδιοι ομολογούν ότι «Η ιδιωτική δαπάνη υγείας (δηλ. τα λεφτά που πληρώνουν οι εργαζόμενοι από την τσέπη τους) αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς της δημόσιας δαπάνης (ανερχόμενη σε ποσοστό 23,5% της συνολικής δαπάνης υγείας κατά το 1996), χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η μη καταγεγραμμένη ιδιωτική δαπάνη». (Βλέπε «φακελάκι»).
Από το Γ' ΚΠΣ από τα μέχρι στιγμής στοιχεία, προβλέπονται κονδύλια για αγορά αξονικών και μαγνητικών τομογράφων ως εξής: - 2 μαγνητικούς για νοσοκομεία της Αθήνας (Π.Γ.Ν. Γ. Γεννηματάς και Π.Γ.Ν Ευαγγελισμός) και 1 αξονικός (Π.Γ.Ν. Γ. Γεννηματάς) - 2 μαγνητικούς για νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης (Π.Γ.Ν. Ιπποκράτειο και Π.Γ.Ν. Παπανικολάου) και 1 αξονικός (Π.Γ.Ν. Παπανικολάου).
Οταν αναφέρεται στο Σχέδιο Ανάπτυξης 2000-2006, ότι σήμερα:
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την περιφερειακή κατανομή εξοπλισμού Βιοϊατρικής Τεχνολογίας φαίνεται η κραταιά επικράτηση «των ιδιωτικών φορέων» που διαθέτουν αυτή την τεχνολογία πλην ορισμένων περιοχών που υπερτερεί ο δημόσιος τομέας, (Ηπειρος, Θεσσαλία, Βόρειο Αιγαίο, Νότιο Αιγαίο).
Από την εμπειρία των 2 προηγούμενων πακέτων αλλά και από τις προδιαγραφές του Γ' ΚΠΣ, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι όποιες εθνικές προτεραιότητες αφορούν τους τομείς που ενδιαφέρεται το κεφάλαιο για την αύξηση της κερδοφορίας του και δεν έχουν καμία σχέση με την κάλυψη των αυξημένων λαϊκών αναγκών. Τα κονδύλια του Γ' ΚΠΣ για την Υγεία και την Πρόνοια, θα διατεθούν, όπως προκύπτει, από τον προγραμματισμό, για να συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο ο ήδη πενιχρός δημόσιος τομέας Υγείας-Πρόνοιας και να αφεθούν τμήματά του, τα πιο κερδοφόρα για ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, π.χ. τμήματα της Πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας, με την ανάπτυξη πληθώρα Διαγνωστικών Κέντρων ή ανάπτυξη ιδιωτικών μαιευτηρίων ή γενικών θεραπευτηρίων, όχι όμως εξειδικευμένων ή μονάδων εντατικής θεραπείας ή αυξημένης φροντίδας.
Επίσης η βελτίωση και ο υποσχόμενος εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών υγείας δεν έχει καμία σχέση με τη λαϊκή ανάγκη, αλλά και δικαίωμα της εργατικής τάξης, πρώτα και κύρια για υπηρεσίες υγιεινής και ασφάλειας στους τόπους δουλιάς, για προστασία και προφύλαξη από τις επαγγελματικές ασθένειες και την ασφάλεια για τον επαγγελματικό κίνδυνο, για ανάπτυξη της σχολικής υγιεινής, της πρόληψης ασθενειών και της προαγωγής της υγείας για κρατικές υπηρεσίες υγείας, ποιοτικά και ποσοτικά αναβαθμισμένες σε πρωτοβάθμιο-δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο, που θα παρέχονται δωρεάν και ισότιμα σε όλους τους κατοίκους της χώρας, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, ηλικία, κοινωνική και οικονομική κατάσταση.