Είναι οι βεντέτες της δημοσιογραφίας γνωστών συγκροτημάτων, που διαχειρίζονται ελέω των εργοδοτών τους την είδηση που, καλώς ή κακώς, είναι η πρώτη που πέφτει, όχι ηρωικά, μπροστά σ' αυτόν τον πόλεμο. Αφήνοντας κατά μέρος την αλήθεια (γιατί εκ των πραγμάτων πού να τη βρουν, μόνο οι μυστικές υπηρεσίες την κατέχουν), έχουν στόχο το τελευταίο κέντρο που μας έχει απομείνει, τη διαύγεια. Δεν είναι τυχαίο ότι, στο σύνολό τους, τις πρώτες κρίσιμες στιγμές της τρομερής πράξης, η αντίδρασή τους ήταν σχεδιασμένη πρόχειρα, θα έλεγα, για τη δύναμη που έχουν, και στηρίχτηκε στη συστηματική παρανόηση δηλώσεων και στο διασυρμό του πένθους. Αρχίζοντας με την παρανόηση, δίχως έκπληξη είναι αλήθεια, της φράσης της Αλέκας Παπαρήγα - που δυστυχώς απευθυνόταν σε νοήμονες - «ούτε γελάμε ούτε κλαίμε», κατάλαβα ότι η Αγία Οικογένεια θα παραποιούσε μ' έναν λαϊκίστικο τρόπο αυτή την εξαιρετική δήλωση.
Από τις πρώτες ώρες είχε αρχίσει και ο διασυρμός του πένθους. Συνολάκια μαύρα γνωστών οίκων μόδας συναγωνίζονταν τα αντίστοιχα μαύρα κοστούμια. Οχι πως πίστεψα τίποτα, γνώριζα πως ήταν ζήτημα χρόνου, γιατί η Αγία Οικογένεια έχει ανάγκη το πένθος τόσο όσο είναι απαραίτητο για να ανεβάσει την τηλεθέαση. Γι' αυτό, μέσα από το ζάπιν, η έμμονη ιδέα μου για το πρωτότυπο παραμέρισε τα εδώ τηλεοπτικά αντίγραφα και βρέθηκα στο κέντρο του CNN, τη στιγμή που ένας ιερέας είχε αρχίσει το κήρυγμα, μόλις μια ώρα μετά το τραγικό συμβάν, διαβάζοντας ένα απόσπασμα του προφήτη Ησαΐα: «Γιατί είναι ερυθρά τα ιμάτιά σου και τα ρούχα σου σαν να βγήκες από πατητήρι; Πάτησα μόνος μου στο πατητήρι, και από τους λαούς κανένας δεν ήταν μαζί μου, και μέσα στο θυμό μου τους καταπάτησα και τους συνέθλιψα σαν να ήταν χώμα, και το αίμα τους έρευσε στη γη. Διότι γι' αυτούς έφθασε η ημέρα της τιμωρίας (ανταπόδοσης), και για τους δικούς μου ο χρόνος της σωτηρίας».
Η Αγία Οικογένεια στην πατρίδα μας είναι μόνη της. Της ανήκουν μόνο όσα τετραγωνικά έχει ένα τηλεοπτικό στούντιο. Οταν κοιτάζει έξω από το παράθυρό της, θα πρέπει να τα χάνει. Οι Ελληνες έχουν ένστικτο, γνωρίζουν τι είναι θάνατος, γυρίζουν μες στο ελληνικό φως, μεταφέρουν πικρά ανέκδοτα, ερωτεύονται και λένε ΟΧΙ στην Αγία Οικογένεια.
Τις εφαρμοζόμενες διαδικασίες χωροθετήσεων έργων ανατρέπει η κυβέρνηση, μέσω της «παράκαμψης» του ρόλου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανοίγοντας επικίνδυνους δρόμους για τη διατήρηση της αρχαιολογικής κληρονομιάς
Το ν/σ παρουσιάστηκε πριν λίγο καιρό από τον Ε. Βενιζέλο και βρίσκεται στο στάδιο της συζήτησης στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, πριν την κατάθεσή του και τη διαδικασία της ψηφοφορίας. Πρόκειται για ένα νομοθέτημα το οποίο «επιλύνει» ορισμένα «εκκρεμή» ζητήματα από τους προηγούμενους νόμους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Οι αρχαιολόγοι, όμως, έμειναν έκπληκτοι όταν διαπίστωσαν, πως το ν/σ δεν έρχεται να «επιλύσει» απλώς (προς την κατεύθυνση, έτσι κι αλλιώς, της νομοθετικής ενίσχυσης της «λαίλαπας» που ακούει στο όνομα «Ολυμπιακοί Αγώνες») αλλά να ανατρέψει την πρακτική και τις διατάξεις μιας πάγιας διαδικασίας χωροθετήσεων, η οποία, παρά τις όποιες - δικαιολογημένες - ενστάσεις ως προς την πληρότητα της εφαρμογής της, ωστόσο υπάρχει και, όπως φαίνεται, ενοχλεί.
Το κυβερνητικό άγχος για να κερδηθεί ο «χαμένος χρόνος» των Ολυμπιακών έργων, το οποίο έχει μετατραπεί σε πραγματική απειλή για το περιβάλλον, τις αρχαιότητες, τα ιστορικά τοπία και, εν τέλει, την ποιότητα ζωής, δε θα μπορούσε παρά να εκλάβει ως εμπόδιο τον αυτονόητο αρχαιολογικό έλεγχο σε όλα τα στάδια κατάρτισης και ελέγχου των διαφόρων μελετών των έργων.
Η συνηθισμένη διαδικασία ανατρέπεται και στο στάδιο της έγκρισης των οριστικών μελετών, όπου «με τις διατάξεις του νομοσχεδίου δεν κατοχυρώνεται η διαδικασία... ώστε να διασφαλιστεί η προστασία των αρχαίων και να τηρηθεί η συνήθης πρακτική της παρακολουθήσεως των εργασιών από την Αρχαιολογική Υπηρεσία».
Οι αρχαιολόγοι έχουν επισημάνει πως σε όλο το νομοσχέδιο δε γίνεται καν μνεία της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Οι εξηγήσεις του υπουργού Πολιτισμού, Ε. Βενιζέλου, ότι, ουσιαστικά, ο αρχαιολογικός νόμος και οι σχετικές διαδικασίες «εννοούνται», δεν τους καθησυχάζουν. Για παράδειγμα, σε πολλά άρθρα υπάρχουν διαγράμματα δρόμων και έργων πάνω σε γνωστές αρχαιολογικές θέσεις, τα οποία θεωρούνται μόνον από τους προϊστάμενους Διευθύνσεων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Το ΥΠΕΧΩΔΕ αναδεικνύεται μέσω του νομοσχεδίου... σε γενικό «δερβέναγα», αφού στο άρθρο 1 καταργείται η γνωμοδότηση των συναρμόδιων υπουργών για τις προεγκρίσεις και χωροθετήσεις και αναφέρονται μόνο το ΥΠΕΧΩΔΕ και το Σχέδιο Χωροταξίας-Οικισμού- Περιβάλλοντος.
Διαπιστώνουν, επίσης, πως στο άρθρο 4 και στις πόλεις όπου θα γίνουν Ολυμπιακά έργα (Βόλος, Ηράκλειο, Θεσσαλονίκη, Πάτρα) αυτά χωροθετούνται σε ζώνες προστασίας αρχαιολογικών χώρων, χωρίς τις εισηγήσεις των Εφορειών Αρχαιοτήτων και τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Ενώ, με το άρθρο 5, το μόνο αρμόδιο για την έκδοση οικοδομικών αδειών για τις Ολυμπιακές κτιριακές εγκαταστάσεις καθίσταται το ΥΠΕΧΩΔΕ.
Ειδικότερα για την Αθήνα, στο άρθρο 7, όπου γίνεται λόγος για την αναβάθμιση της αισθητικής και της εικόνας της πόλης, «δεν αναφέρεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία για τους 32 οδικούς άξονες της Αττικής, που διέρχονται από αρχαιολογικούς χώρους και απεικονίζονται σε διαγράμματα θεωρημένα μόνο από τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του ΥΠΕΧΩΔΕ. Επίσης, αρμοδιότητα του ΥΠΕΧΩΔΕ είναι και τα ιστορικά κέντρα Αθήνας-Πειραιά, οι παραλιακές ζώνες και η περιβάλλουσα ζώνη των χαρακτηρισμένων αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων μέχρι βάθους 200 μ.».
Αναλόγως μονοπωλείται η αρμοδιότητα χωροθετήσεων από το ΥΠΕΧΩΔΕ και σε ό,τι αφορά στα λατομεία εκτός Αττικής, που μαζί με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας καθορίζουν και τους όρους λειτουργίας τους, καθώς και για τους χώρους στάθμευσης και τους κοινόχρηστους χώρους. Επίσης, με το άρθρο 11 «χωροθετούνται αθλητικές εγκαταστάσεις και καθορίζονται χρήσεις γης στην περιοχή του Σταδίου Καραϊσκάκη, όπου είναι γνωστό ότι υπάρχουν σημαντικές αρχαιότητες».
Οι αρχαιολόγοι αναφέρουν πολλά ακόμη παραδείγματα παράκαμψης και απαξίωσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στο όνομα των Ολυμπιακών Αγώνων. Μιας απαξίωσης άκρως επικίνδυνης για την πολιτιστική μας κληρονομιά, για την οποία η κυβέρνηση επιφυλάσσει ακόμη χειρότερες μέρες.