«Παίρνουμε υπόψη μας - συνεχίζει ο συνδικαλιστής - ότι από τις πρώτες κιόλας κινήσεις της κυβέρνησης μετά τον ανασχηματισμό, τέθηκαν ξεκάθαρα οι αντεργατικοί στόχοι και ταυτόχρονα έγινε φανερό ότι η τακτική της θα υπηρετεί την παραπλάνηση και τον εφησυχασμό των εργαζομένων. Ομως, από τις κινητοποιήσεις της άνοιξης συμπεράσματα δεν έβγαλε μόνο η κυβέρνηση αλλά και οι εργαζόμενοι. Με εφόδιο λοιπόν αυτή την αγωνιστική εμπειρία, που συγκέντρωσαν, προετοιμάζονται για την οργάνωση νέων αγώνων.
Γι' αυτό - τονίζει ο Θ. Ευθυμίου - αποφασιστικά πρέπει να καταδικάσουν τα αντεργατικά μέτρα και τον "κοινωνικό διάλογο" της υποταγής, που προωθεί η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ».
Αναφερόμενος στο πολεμικό κλίμα των ημερών και στην προσπάθεια κυβέρνησης και εργοδοτών να αξιοποιήσουν τον πόλεμο για να προωθήσουν τις αντεργατικές επιλογές τους, ο συνδικαλιστής σημειώνει: Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα από την πρώτη στιγμή που ο ιμπεριαλισμός ξεκίνησε τον πόλεμο κατά του Αφγανιστάν ξεκαθάρισε, ότι αυτός ο πόλεμος δε σημαίνει μόνο βομβαρδισμούς. Υπογράμμισε ότι οι συνέπειες θα είναι σοβαρές για όλους τους εργαζόμενους. Σήμερα διαπιστώνουμε, και στη χώρα μας, ενίσχυση της αντεργατικής επίθεσης, καταστολή δικαιωμάτων και χτύπημα κατακτήσεων. Μέσα σ' αυτό το κλίμα η κυβέρνηση επαναφέρει το Ασφαλιστικό και επιχειρεί μια νέα επίθεση.
Με μια κουβέντα, για την αντιμετώπιση της νέας επίθεσης κατά των κοινωνικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η κυβέρνηση πρέπει να βρει απέναντί της ένα κίνημα αποφασισμένο, το οποίο θα παλεύει και θα διεκδικεί τα δικά του αδιαπραγμάτευτα αιτήματα, που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων.
Συζήτηση με τον Διαμαντή Μαυροδόγλου, πρόεδρο της Ομοσπονδίας Συνταξιούχων ΙΚΑ
Η εργατική τάξη δεν πρέπει να φανεί μπόσικη. Αυτή είναι η επιταγή και σήμερα, για όλους τους εργαζόμενους, που όπως υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συνταξιούχων ΙΚΑ «βρίσκονται αντιμέτωποι με μια γενική επίθεση της κυβέρνησης. Ετοιμάζεται η δεύτερη επέλαση κατά της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Αξιοποιούμε την πείρα από τους αγώνες του εργατικού κινήματος. Το συνδικαλιστικό κίνημα απέσπασε κατακτήσεις με τον οργανωμένο ταξικό αγώνα, σε σύγκρουση πάντα με τις αντιλαϊκές πολιτικές. Με σκληρή πάλη διεκδικήσαμε και κατακτήσαμε τη μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, τις άδειες, τα δώρα. Σε εποχές που «όλα τα έσκιαζε η φοβέρα..!».
«Εκείνο που τελικά μέτρησε και μετράει και σήμερα -συνεχίζει ο έμπειρος συνδικαλιστής- είναι η πάλη, ο αγώνας. Είναι η οργάνωση των εργαζομένων και η συμμετοχή στη δράση των συνδικάτων. Είναι η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους. Αυτά είναι τα όπλα μας. Και αυτά τα όπλα δεν τα παραδίνουμε. Μπροστά σε αυτή την επίθεση που έχουν ξεκινήσει κυβέρνηση και κεφάλαιο, αυτά τα όπλα πρέπει να "βροντήξουν" και πάλι».
Είναι όμως αυτά τα όπλα αποτελεσματικά; Ο Διαμαντής Μαυροδόγλου -χαμογελάει- και ήρεμα συμπληρώνει. «Δεν είναι μόνο η δική μας ιστορική εμπειρία αυτό το συμπέρασμα. Δείτε τις δύο μεγάλες απεργίες για το ασφαλιστικό την Ανοιξη. Εχει κανείς αμφιβολία ότι η κυβέρνηση δε θα προχωρούσε και ότι σήμερα δε θα ήταν νόμος του κράτους αυτό το αντιασφαλιστικό έκτρωμα, αν εκατοντάδες χιλιάδες λαού δεν κατέβαιναν στους δρόμους; Οπου παλέψαμε, είχαμε αποτελέσματα. Και σήμερα μπορούμε να ματαιώσουμε τα σχέδια της κυβέρνησης».
Ηδη το Συντονιστικό των συνταξιουχικών οργανώσεων πραγματοποιεί περιφερειακές συσκέψεις σε όλη την Ελλάδα. Ενημερώνει τους συνταξιούχους, κάνει συγκεντρώσεις παραστάσεις διαμαρτυρίας. Χρειάζεται -συνεχίζει ο συνομιλητής μας- οι διοικήσεις των συνδικάτων να είναι μπροστά, να εμπνέουν τον κόσμο και το σωματείο να γίνει το κέντρο δράσης. Μια δράση που βέβαια δεν μπορεί να περιορίζεται στην «άμυνα». Οι εργαζόμενοι πρέπει να βγουν στο δρόμο και να διεκδικήσουν, να βελτιώσουν τη θέση τους.
Αλλωστε οι συντάξεις έχουν καταντήσει για εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχων να είναι προνοιακά επιδόματα. Μόνο από τις αυξήσεις στα πάγια του ΟΤΕ χάσαμε το 1/3 των «αυξήσεων». Την τελευταία δεκαετία η κυβέρνηση αφαίρεσε από κάθε συνταξιούχο 2.200.000 δραχμές. Γι' αυτό υιοθετήσαμε το αίτημα του ΠΑΜΕ για 12.000 κατώτερο μεροκάματο και κατώτερη σύνταξη στα 20 ημερομίσθια, δηλαδή στις 240.000 δραχμές.
Και αν μας πούνε ότι αυτά είναι υπερβολικά, τους απαντάμε: «Εμείς δεκαετίες δουλέψαμε και προσφέραμε. Ανοικοδομήσαμε τη μεταπολεμική Ελλάδα. Αλλά και οι σημερινές γενιές, ο εργαζόμενος λαός πληρώνει και φορολογείται. Εχει απαίτηση, δικαιούται αξιοπρεπή σύνταξη, ανθρώπινη περίθαλψη. Θέλει φάρμακα, γιατρό, νοσοκομεία, δωρεάν, δημόσια Υγεία».
Η τελευταία αναφορά του Δ. Μαυροδόγλου, δεν έγινε τυχαία, καθώς τα νέα σχέδια της κυβέρνησης για τα απογευματινά ιδιωτικά ιατρεία στα νοσοκομεία, προκαλούν την έντονη αντίδραση των συνταξιούχων. Μάλιστα, στην περίπτωσή τους, γίνεται πιο φανερή, η αρραγής σχέση ανάμεσα στη σύνταξη και στην υγεία. Γιατί όπως μας εξηγεί, «Ενα μεγάλο μέρος της σύνταξης πηγαίνει στην αγορά φαρμάκων. Πολλά φάρμακα είναι εκτός της λίστας που πληρώνουν τα Ταμεία και εξαναγκάζονται να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Από το 1992, οι δαπάνες των ασφαλιστικών ταμείων προς τα νοσοκομεία οχταπλασιάστηκαν, σαν αποτέλεσμα των νόμων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, με τους οποίους τα βάρη της υγείας μεταφέρονται στους εργαζόμενους. Αυτό το στόχο εξυπηρετεί και το νέο "έργο" του υπουργείου Υγείας. Μας λένε για 40.000 νοσήλιο, γνωρίζουν άραγε οι κύριοι αυτοί ότι το ποσό αυτό για πολλούς από εμάς είναι η μισή σύνταξή μας;»
Μιλά στο «Ρ» ο Θωμάς Κακκαβάς, εκπρόσωπος των εργαζομένων στη διοίκηση του ΙΚΑ
Δεν πρέπει να καλλιεργούμε αυταπάτες στους εργαζόμενους ότι το πρόβλημα της ασφάλισης είναι λογιστικό. Αφού, ακόμα και με λογιστικούς όρους εύκολα αποδεικνύεται ότι είναι πολιτικό πρόβλημα. Ακόμα περισσότερο, είναι πρόβλημα που σχετίζεται με το ίδιο το εκμεταλλευτικό σύστημα. Είναι καθαρό πως ενώ οι εργαζόμενοι παράγουν όλο τον πλούτο, αυτός όχι μόνο δεν τους επιστρέφεται, αλλά γίνεται προσπάθεια μέσα και από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να αυξηθεί παραπέρα ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Οι εισφορές στα ταμεία είναι κι αυτές υπεραξία. Η παρακράτησή τους είτε από το κράτος είτε από τους εργοδότες είναι παραπέρα κλοπή υπεραξίας. Δεν μπορεί, λοιπόν, κανείς, όταν με χίλιους τρόπους κλέβουν την υπεραξία, κλέβουν τα ταμεία, να ισχυρίζεται μετά ότι δεν είναι βιώσιμα τα ταμεία.
Μεστός και κατηγορηματικός στις παραπάνω εκτιμήσεις ο Θωμάς Κακκαβάς μιλά στο «Ρ» από τη σκοπιά του εκπροσώπου των εργαζομένων στη διοίκηση του ΙΚΑ. Και παραθέτει ορισμένα μόνο από τα στοιχεία που αποδεικνύουν πως δεν υπάρχει θέμα βιωσιμότητας των ταμείων, υπάρχει, όμως, θέμα οργάνωσης της πάλης των εργαζομένων για τη διεκδίκηση μιας άλλης πολιτικής.
Οι ίδιοι, σημειώνει ο συνδικαλιστής αναφερόμενος στην κυβέρνηση, ομολογούν ότι έχουν καταληστεύσει το ΙΚΑ. Στα αποθεματικά, οι οφειλές υπολογίζονται στα 5 τρισ. Είναι τεράστιο ποσό. Πράγματι, λένε, έτσι είναι, αλλά «ο γέγονε, γέγονε», δεν μπορούμε να τα δώσουμε! Και έτσι διαγράφουν το πρόβλημα και σ' αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι έχει τεράστιες ευθύνες η ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος που αποδέχεται αυτή την κατάσταση. Είχαν το χρήμα του ΙΚΑ άτοκο, το εκμεταλλευόταν το κεφάλαιο, πότε για επενδύσεις σε ξενοδοχεία, πότε αλλού, όπως σήμερα ρίχνουν το χρήμα των ταμείων στο χρηματιστήριο. Βάζανε το ΙΚΑ και δανειζόταν με υπέρογκους τόκους ενώ το δικό του χρήμα το χρησιμοποιούσαν άτοκο. Αυτό είναι μία περίπτωση.
Πάμε στις οφειλές που απορρέουν από το νόμο 465/70. Είναι το χρήμα που πρέπει να δώσει το κράτος στα ταμεία όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να δώσει διάφορες κοινωνικές παροχές σε διάφορες ομάδες πληθυσμού. Βάζει το ΙΚΑ και πληρώνει, αλλά στη συνέχεια δε δίνει στο ΙΚΑ το χρήμα. Παίρνει, όμως, τις ψήφους του κόσμου με το χρήμα από το ΙΚΑ. Το συσσωρευμένο χρέος από αυτήν την υπόθεση είχε ξεπεράσει μέχρι το 1997 τα 2 τρισ. σε ονομαστικές τιμές. Μέχρι τώρα έλεγαν ότι θα δώσουν το 1,3 τρισ. με 2% τόκο σε δόσεις σε 15 χρόνια. Νέα κλοπή εδώ αφού το ΙΚΑ την ίδια στιγμή δανείζεται με 8%, άρα νέο έλλειμμα μόνο απ' τη διαφορά στους τόκους. Το σημερινό έλλειμμα ίσως να ξεπερνά και τα 3,5 τρισ. και κάθε χρόνο μεγαλώνει η απόκλιση. Είπε ο Γιαννίτσης ότι προώθησε ρύθμιση, αυτό δεν έγινε. Δεν υπάρχει καμία τέτοια εγγραφή στον προϋπολογισμό. Ερχεται τώρα ο Χριστοδουλάκης, δίνει την ίδια υπόσχεση αλλά κατεβάζει το ποσό στο 1 τρισ. Δηλαδή, λένε, πάμε σε διάλογο και με την καλημέρα διαπιστώνεις νέα κλοπή. Φτάσαμε στο σημείο να δηλώνει ο εκπρόσωπος του ΣΕΒ ότι όταν η κυβέρνηση δίνει το καλό παράδειγμα και δεν πληρώνει τα χρωστούμενα, τότε το πρόβλημα με τις εργοδοτικές εισφορές είναι μικρό. Και χρωστάνε 700 δισ. Είναι λίγα;
Τρίτο στοιχείο οφειλής: 446 δισ. από εισφορές που θα έπρεπε το κράτος να δίνει για τους νεοεισερχόμενους στο σύστημα. Προβλέπονται από το νόμο της ΝΔ για την κρατική συμμετοχή. Δεν έδωσαν δεκάρα μέχρι το 1999. Στους προϋπολογισμούς του 2000, 2001 και 2002 αναφέρονται εκτιμήσεις για είσπραξη 150 δισ. για κάθε χρόνο αλλά τελικά αποδίδουν μόνο 68 δισ. για κάθε χρόνο. Αρα από αυτή την τριετία και μόνο η συγκεκριμένη οφειλή θα είναι κατά 82 δισ. το χρόνο αυξημένη, θα φτάσει δηλαδή στα 650 δισ. σε ονομαστικές τιμές.
Γι' αυτό, συνεχίζει ο Θ. Κακκαβάς, λέμε πως έχει τεράστια ευθύνη η ΓΣΕΕ και όποιος άλλος κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα και λέει πως ψάχνει για «εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης». Πάνε να ρίξουν τα βάρη πάλι στους εργαζόμενους με διάφορες προτάσεις για το ΦΠΑ και τέτοια. Την ίδια ώρα που τη θεσμοθετημένη υποχρέωση του κράτους προς τα ταμεία, που δεν είναι αόριστα «κρατικό χρήμα», υπεραξία είναι κι αυτό, το κλέβουν και δεν το αποδίδουν.
Καμία συζήτηση για τη «βιωσιμότητα των ταμείων» δεν μπορεί να σταθεί όταν δε μιλάμε πρώτ' απ' όλα για τη βιωσιμότητα των ίδιων των εργαζομένων. Παράγουν όλο και περισσότερο πλούτο, έχουν τεράστιες ανάγκες - δεν είναι μόνο περίθαλψη, σύνταξη, κι ένα πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού οι ανάγκες - και αντί να βελτιώνεται η ζωή τους, γίνεται προσπάθεια να ανοίξει «διάλογος» για το πώς θα χάσουν περισσότερα.
Πρόβλημα, λοιπόν, καταλήγει ο συνδικαλιστής, είναι το ίδιο το σύστημα της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας κι αυτό δε λύνεται με λογιστικές συζητήσεις. Γιατί ακόμα και με λογιστικούς όρους αν έδιναν το χρήμα που χρωστούν στα ταμεία, αν ασφάλιζαν το ένα εκατομμύριο ανασφάλιστους, αν έδιναν δουλιά στους 500.000 ανέργους και αν εισέπρατταν τα 300 δισ. κατ' έτος της εισφοροδιαφυγής, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα ήταν πλεονασματικό. Αυτά όμως σημαίνουν άλλη πολιτική. Κι αυτήν πρέπει να αναδείξει το συνδικαλιστικό κίνημα για να μη τρελαθεί ο εργάτης που τον οδηγούν να φτάσει να αναρωτιέται μήπως φταίει που ζει την ώρα που πρέπει να γνωρίζει πως του ανήκει όλος ο πλούτος που παράγει. Οσο θα συζητάμε για τη βιωσιμότητα, καλλιεργούμε αυταπάτες. Είναι σα να λέμε ότι θα κουβεντιάσουμε με τους εκμεταλλευτές για το πώς θα πάψουν να είναι απατεώνες. Η ΓΣΕΕ δηλώνοντας ότι είναι έτοιμη για τον «κοινωνικό διάλογο», εντάσσεται στη δική τους λογική. Παίζει στο γήπεδο του κεφαλαίου.