Ασύδοτο το μεγάλο κεφάλαιο, που «υστέρησε» στο φόρο του 2001, πριμοδοτείται για το 2002 με νέες φοροαπαλλαγές, διευκολύνσεις και ιδιωτικοποιήσεις
Με διακηρυγμένο στόχο την αύξηση της λεγόμενης ανταγωνιστικότητας και με κεντρικό μοχλό τη μείωση του κόστους παραγωγής, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχωρά σε νέες και ακόμη μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο. Αυτά που δε θα πληρώσει το μεγάλο κεφάλαιο, θα κληθούν να καταβάλουν τα εργαζόμενα νοικοκυριά και οι συνταξιούχοι είτε μέσω των «παραδοσιακών» τρόπων είτε με τη «νέα» φιλοσοφία της κυβέρνησης, που - σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2002 - είναι «η μεταφορά φορολογικού βάρους από την ενδιάμεση παραγωγή στην τελική κατανάλωση» (διάβαζε στα ευρω-βίωτα νοικοκυριά της χώρας).
Με βάση το νέο κρατικό προϋπολογισμό, η κυβέρνηση προϋπολογίζει για το 2002 να εισπράξει το δημόσιο το ποσό των 38,9 δισ. ευρώ (αύξηση 6,1%), με τη μερίδα του λέοντος να προέρχεται από την υπερφορολόγηση των λαϊκών εισοδημάτων. Ετσι, οι έμμεσοι φόροι θα συνεισφέρουν με 20,7 δισ. ευρώ (αύξηση 5,3%) και οι άμεσοι φόροι με 14,6 δισ. ευρώ (αύξηση 7,2%), ενώ τα μη φορολογικά έσοδα (μεταξύ αυτών και οι εισπράξεις από την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου) εκτιμούνται σε 3,6 δισ. ευρώ (αύξηση 6,3%).
Από τα αναλυτικά στοιχεία, προκύπτει η φιλομονοπωλιακή πολιτική της κυβέρνησης και ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας του προϋπολογισμού.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση προϋπολογίζει να εισπράξει το 2002:
Με την εντολή του πρωθυπουργού «να προσεχτεί το "σύμφωνο σταθερότητας"» συνοδεύτηκε η έγκριση που παρείχε το χτεσινό Υπουργικό Συμβούλιο στον προϋπολογισμό για το 2002. Ο Κ. Σημίτης στην εισήγησή του φρόντισε να σημειώσει ότι ο προϋπολογισμός, μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη, συντάχτηκε σε «περιβάλλον αβεβαιότητας», για να προσθέσει, ωστόσο, ότι «η Ελλάδα επηρεάστηκε αισθητά λιγότερο» από τις υπόλοιπες χώρες. Παρ' όλα αυτά, τόνισε, το πνεύμα λιτότητας πρέπει να είναι πανταχού παρόν, αφού το «σύμφωνο σταθερότητας» καραδοκεί, καθώς και διότι ο προϋπολογισμός έχει συνταχθεί με βάση ένα σενάριο «ανάπτυξης» της τάξης του 3,8%, αλλά ουδείς γνωρίζει τις εξελίξεις...
Αξιοσημείωτο είναι ότι για μια ακόμα φορά ο πρωθυπουργός ζήτησε «προσοχή στα επικοινωνιακά θέματα» και «επικοινωνιακό συντονισμό» μεταξύ των υπουργών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί και η «σπόντα» του Γ. Παπαντωνίου κατά του διαδόχου του στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Ν. Χριστοδουλάκη. Ο πρώτος - με αφορμή τη συγχώνευση Εθνικής και Αλφα - είπε ότι «δεν πρέπει να δημιουργούνται μεγάλες προσδοκίες στην αγορά» και πως πριν από κάθε ανακοίνωση απαιτείται στάθμιση των δεδομένων και συνεννόηση...
Από την πλευρά του ο υπουργός Μεταφορών Χρ. Βερελής τάχτηκε υπέρ της δραστικής μείωσης της εισαγωγής εταιριών στο Χρηματιστήριο, καθώς και υπέρ του περιορισμού της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών, για να υπάρξει ενίσχυση της ρευστότητας. Παράλληλα, τάχτηκε υπέρ της μείωσης των τελών στα αεροδρόμια, ως μέτρο ενίσχυσης του τουρισμού και ανέφερε πως πρέπει να υπάρξει «σταθερός ορίζοντας τριετίας» στα φορολογικά.
Το 2002 προϋπολογίζεται να ανέβει στα 135,9 δισ. ευρώ (46,3 τρισ. δραχμές) από 130 δισ. ευρώ (44,3 τρισ. δραχμές), που αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος, και 124,8 δισ. ευρώ πέρσι
Με ρυθμό δισεκατομμυρίων (σε ευρώ) και τρισεκατομμυρίων (σε δραχμές) αυξάνεται κάθε χρόνο -τα τελευταία χρόνια- το δημόσιο χρέος της χώρας, παρά το γεγονός ότι οι κυβερνώντες εφαρμόζουν με ευλαβική συνέπεια τις εισοδηματικές και δημοσιονομικές πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας για τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Αδιάψευστος μάρτυρας τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, όπως αυτά έχουν καταχωρηθεί στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2002 που κατατέθηκε χτες στη Βουλή. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το συνολικό χρέος του ελληνικού δημοσίου, προϋπολογίζεται να αυξηθεί κατά περίπου 6 δισ. ευρώ και να ανέβει το 2002 στο ποσό των 135.873,79 δισ. ευρώ (πάνω από 46 τρισ. δραχμές) έναντι 130.048,41 δισ. ευρώ (44,3 τρισ. δραχμές) που αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος.
Στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει την εμμονή της στην εφαρμοζόμενη αντιλαϊκή πολιτική, η κυβέρνηση Σημίτη «παίζει» με τους αριθμούς και τη νοημοσύνη του λαού, προβάλλοντας μόνο τη μείωση του δημόσιου χρέους σαν ποσοστό του ΑΕΠ, αποφεύγοντας να μιλήσει και για τη συνεχή αύξηση του σε απόλυτους αριθμούς. Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση δηλώνει περήφανη για το γεγονός ότι «κατάφερε» να μειώσει το δημόσιο χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ κατά11 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, καθώς το 1996 το δημόσιο χρέος αντιπροσώπευε το 121,1% του ΑΕΠ και το 2002 προϋπολογίζεται να μειωθεί στο 110,3% του ΑΕΠ. Αυτή, όμως, είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή αλήθεια, είναι αυτή που μας πληροφορεί ότι στην περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το «νέο ΠΑΣΟΚ» και πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη, το συνολικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 32,2 δισ. ευρώ (περίπου 11 τρισεκατομμύρια δραχμές). Με βάση τα στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί στην εισηγητική έκθεση του υπουργού Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκη για τον προϋπολογισμό του 2002, το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας, ακολούθησε την εξής, ανοδική, πορεία. Από 97.793,10 εκατ. ευρώ που ήταν το 1996, άγγιξε τα 125 δισ. ευρώ το 2000, φέτος αναμένεται να ξεπεράσει τα 130 δισ. ευρώ (εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 130.048,41 δισ. ευρώ) και προϋπολογίζεται να ανέβει το 2002 στο ποσό των 135.873,79 δισ. ευρώ (περίπου 46,3 τρισεκατομμύρια δραχμές).
Διαβάζοντας κανείς τα αναλυτικά στοιχεία, διαπιστώνει πως το ελληνικό δημόσιο - δηλαδή οι Ελληνες φορολογούμενοι και ειδικότερα οι εργαζόμενοι που πληρώνουν τη μερίδα του λέοντος των φόρων - αποτελεί τον καλύτερο πελάτη για τη χρηματιστική ολιγαρχία. Φτάνει μόνο να αναφερθεί ότι οι ελληνικές και ξένες τράπεζες- μαζί με τους μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοεισοδηματίες- που δανείζουν το ελληνικό δημόσιο, εισπράττουν κάθε χρόνο δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ (τρισεκατομμύρια δραχμές) για τόκους και προμήθειες. Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι το ελληνικό κράτος πληρώνει κάθε χρόνο για την εξυπηρέτηση των δανείων (τοκοχρεολύσια) περίπου 20 δισ. ευρώ (κοντά στα 7 τρισ. δραχμές). Για το 2002, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, προϋπολογίζονται να αυξηθούν κοντά στα 9 δισ. ευρώ και να ανέλθουν στα 29.271 δισ. ευρώ από 20.666,18 δισ. ευρώ φέτος.