«Βαθιά ταξικό και μέχρι το μεδούλι αντιλαϊκό» χαρακτηρίζει τον νέο κρατικό προϋπολογισμό 2002, με ανακοίνωσή του, το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ).
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «τα τρικ των μεταφερόμενων κονδυλίων για την Κοινωνική Ασφάλιση βεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση ετοιμάζει την αντεργατική της έφοδο. Μέσα από τον προϋπολογισμό αυξάνονται τα προνόμια και οι φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου, περιορίζονται ακόμα πιο πολύ οι δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα και οι μισθωτοί, συνταξιούχοι του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα παραμένουν φορολογικά υποζύγια». Το ΠΑΜΕ «καλεί τα συνδικάτα και τους εργαζόμενους να καταδικάσουν με την αγωνιστική τους δράση αυτόν τον προϋπολογισμό και να ανεβάσουν την αντιπαράθεσή τους με τη συνολική κυβερνητική πολιτική».
Μαζί με τα «μπράβο» η συνδικαλιστική ηγεσία των μεγαλοβιομηχάνων και μεγαλεμπόρων (ΣΕΒ και ΕΒΕΑ) προβάλλει στην κυβέρνηση αξιώσεις για σκλήρυνση της λιτότητας
Σε θετική κατεύθυνση εκτιμούν πως κινείται ο κρατικός προϋπολογισμός οι μεγαλοβιομήχανοι της χώρας, με χτεσινή επίσημη ανακοίνωση της ηγεσίας του Συνδέσμου τους (ΣΕΒ). Ωστόσο, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή παροιμία «τρώγοντας ανοίγει η όρεξη», η ηγεσία του ΣΕΒ δεν παραλείπει τις υποδείξεις, επισημαίνοντας πως η ταχύτητα υλοποίησης της αντιλαϊκής κυβερνητικής πολιτικής δεν αρκεί για να επαναφέρει στη συνέχεια τις πάγιες θέσεις του μεγάλου κεφαλαίου.
«Εξ αφορμής της περιόδου αβεβαιότητας στην οποία έχει εισέλθει η παγκόσμια οικονομία και λόγω των υφεσικών τάσεων σε αρκετά τμήματά της - επισημαίνει η ηγεσία του ΣΕΒ - απαιτείται η δημιουργία περιθωρίων ελιγμών για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων καταστάσεων». Απρόβλεπτες καταστάσεις χαρακτηρίζονται όλες όσες θα μπορούσαν να μειώσουν τα υπερκέρδη των βιομηχάνων. Με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις, η ηγεσία του ΣΕΒ αξιώνει περιορισμό όλων των δημόσιων δαπανών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον περιορισμό των δαπανών για το ασφαλιστικό και των λοιπών καταναλωτικών δαπανών.
Οι βιομήχανοι, με τη χτεσινή ανακοίνωση του ΣΕΒ:
Δεν είναι κι άσχημα, αλλά θέλουμε κι άλλα. Σ' αυτή τη λογική κινείται και η δήλωση του γενικού γραμματέα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Αθήνας (ΕΒΕΑ) Δρ. Φουντουκάκου για τον προϋπολογισμό, με την οποία αφού τον χαρακτηρίζει κατ' αρχάς «ρεαλιστικότερο από το προσχέδιο», βρίσκει «σημαντικό» το γεγονός ότι προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης των χωρών της ζώνης του ευρώ, σπεύδει «παρ' όλα αυτά τα θετικά στοιχεία» να σημειώσει «ορισμένα σημεία που μας ανησυχούν». Μεταξύ αυτών, ο εκπρόσωπος των εμποροβιομηχάνων βρίσκει... μεγάλη την αύξηση των άμεσων φόρων που για τους βιομήχανους είναι μικρότερη και από τις προβλέψεις του 2000, ενώ τον... ανησυχεί η «οριακή» μείωση των πρωτογενών δαπανών (μισθοί, συντάξεις, επιχορηγήσεις κλπ.). Επιπλέον, ο γενικός γραμματέας του ΕΒΕΑ δε βρίσκει αρκετά τα φορολογικά προνόμια που δίνει η κυβέρνηση στο μεγάλο κεφάλαιο, ζητώντας, σαν άξιος εκπρόσωπός του που διεκδικεί την ψήφο των μεγαλοεπιχειρηματιών στις επερχόμενες εκλογές στο Επιμελητήριο, παραπέρα μείωση των πρωτογενών δαπανών, μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα κέρδη των επιχειρήσεων στο 25% από την 1η Γενάρη του 2002, μείωση του ανώτατου συντελεστή φορολογίας φυσικών προσώπων στο 30% κ.ά.
Η ηγεσία της Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων-ΔΟΥ, πιστή πλέον στην παράδοση, χειροκροτεί και πάλι την κυβέρνηση και τον νέο αντιλαϊκό προϋπολογισμό του 2002, που παρουσίασε την προηγούμενη Τρίτη η ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας. Σε σχετική ανακοίνωση, που εξέδωσε χτες η ΠΟΕ-ΔΟΥ για το νέο προϋπολογισμό, αναφέρει ότι τα φορολογικά μέτρα που περιλαμβάνει και για τους τομείς που αυτά αφορούν κινούνται σε θετική κατεύθυνση.
Οπως εξηγεί στη συνέχεια, κίνηση προς θετική κατεύθυνση εννοεί τα ψιχία που κερδίζουν οι εργαζόμενοι από την αύξηση του αφορολόγητου, κάτι που, όπως υποστηρίζουν, ενισχύει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων. Θετικά κρίνουν επίσης και τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων με αντάλλαγμα την απασχόληση, ενώ θεωρούν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα περιέχουν κοινωνικά και αναπτυξιακά κριτήρια...
Η ένστασή τους εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα μέτρα αυτά δεν προάγουν ένα απλό και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα που να ενισχύσει την αναπτυξιακή διαδικασία, ενώ ασκούν κριτική επειδή δεν αλλάζει η σχέση άμεσων προς έμμεσους φόρους. Γενικώς με την ανακοίνωση της ΠΟΕ-ΔΟΥ εξωραΐζεται η αντιλαϊκή οικονομική πολιτική, ενώ η κριτική που ασκούν κινείται στα επίπεδα της κριτικής των εργοδοτικών οργανώσεων.
Να βγει «πιο δεξιά» από την κυβέρνηση επιχειρεί, μάταια, η ηγεσία της ΝΔ, με αφορμή τον προϋπολογισμό του 2002. Ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος μετά τη χτεσινή σύσκεψη των συντονιστών υπό τον Κ. Καραμανλή, εστίασε την κριτική στο ότι ο προϋπολογισμός «δεν ενσωματώνει διαρθρωτικές αλλαγές»(!). Σε άλλο σημείο διευκρίνισε ότι εννοεί τις νεοφιλελεύθερες αλλαγές, όπως «πραγματικές αποκρατικοποιήσεις», «μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων για προσέλκυση επενδύσεων», κ.ά. Ταυτόχρονα όμως, δημαγωγώντας ασύστολα, εμφανίζει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική ελκυστική και συμφέρουσα τα λαϊκά στρώματα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι με τη συνεπή εφαρμογή της θα λυθούν και το πρόβλημα της ανεργίας και θα μειωθούν οι φόροι(!). Ο Θ. Ρουσόπουλος ανέφερε ότι κάθε οικογένεια θα πληρώσει παραπάνω φόρους 190.000 δρχ. σε σχέση με πέρυσι.
Στη σύσκεψη συζητήθηκε και η μετοχοποίηση της ΔΕΗ και όπως δήλωσε αργότερα ο αρμόδιος συντονιστής Γ. Σαλαγκούδης, «ο προϋπολογισμός αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση αδυνατεί να καλύψει τις υποχρεώσεις της προς το ασφαλιστικό ταμείο των εργαζομένων ύψους 92,878 δισ. δρχ.».
Βλέπουν κινδύνους στον υπερδανεισμό των νοικοκυριών και τις συγχωνεύσεις τραπεζών
«Ευαίσθητα» για την κυβέρνηση ζητήματα (κοινωνική ασφάλιση, κρατικές δαπάνες κ.ά.) που δε χωρούσαν στις χτεσινές εξαγγελίες για τον προϋπολογισμό, περιλαμβάνονται στην έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ελληνική οικονομία, η οποία δημοσιοποιήθηκε προχτές, μαζί με τον αντιλαϊκό προϋπολογισμό του 2002.
Οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ:
Με μια ακόμη εγκύκλιο - πρόκληση για τα φορολογούμενα νοικοκυριά της χώρας το υπουργείο Οικονομικών (σε εφαρμογή νόμου που ψηφίστηκε φέτος) δίνει φορολογικά κίνητρα στις μεγάλες «τεχνικές επιχειρήσεις πώλησης ανεγειρόμενων οικοδομών και κατασκευής δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων». Συγκεκριμένα, με τις νέες διατάξεις τα καθαρά κέρδη των τεχνικών εταιριών - νομικών προσώπων (ΑΕ, ΕΠΕ) από τη χρήση του 2002 δε θα προσδιορίζονται πλέον με τεκμαρτό τρόπο αλλά με λογιστικό προσδιορισμό, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους μεγαλοεργολάβους να δηλώσουν ακόμη και ζημιές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το ίδιο καθεστώς θα ισχύει και για τις κοινοπραξίες τεχνικών έργων με μοναδικό όρο τη συμμετοχή σε αυτές ενός νομικού προσώπου, άσχετα δηλαδή αν συμμετέχουν στην κοινοπραξία και προσωπικές εταιρίες ή ατομικές επιχειρήσεις.
Σε συνέχεια αυτών και σε εφαρμογή άλλου νόμου (που επίσης ψηφίστηκε το 2001) το υπουργείο Οικονομικών μειώνει για τις τεχνικές εταιρίες (από 40% ή 35%) στο 17,5% το συντελεστή φορολογίας των αποθεματικών τους.