ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Γενάρη 2002
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΖΩΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ
Με σημαία την ανάγκη, τα συλλαλητήρια που οργανώνει το ΠΑΜΕ

Το μεροκάματο δε φτάνει ούτε για τα στοιχειώδη. Η σύνταξη εξανεμίζεται πριν φτάσει στο χέρι. Η ανεργία ροκανίζει τα καλύτερά τους χρόνια. Το οικογενειακό εισόδημα όσο πιο δύσκολα φτάνει στο σπίτι, τόσο πιο εύκολα το κατατρώει το καθημερινό κόστος ζωής. Η διατροφή, η ένδυση, ο παιδικός σταθμός, το ηλεκτρικό, τα φάρμακα, βάρος δυσβάσταχτο. Για τον Γιώργο τον εμποροϋπάλληλο, τη Μαρία που δουλεύει γραμματέας, τη Δώρα τη γαζώτρια, αλλά και τον μπάρμπα-Παρασκευά τον συνταξιούχο μεταλλεργάτη, ζωή μαγκανοπήγαδο. Οπως είναι η ζωή όλης της εργατικής τάξης. Οι «περιπτώσεις τους», όπως - σύντομα - καταγράφονται σήμερα στον «Ρ», δεν είναι μεμονωμένες. Αντίθετα είναι ο κανόνας. Είναι τυπικά παραδείγματα για το πώς «τα φέρνει βόλτα» η εργατική οικογένεια.

Μια εργατική οικογένεια, που αλέθεται στην κυριολεξία ανάμεσα στις μυλόπετρες της ακρίβειας, της καθήλωσης των μισθών, της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, τις μειωμένες παροχές υγείας, παιδείας, πρόνοιας.

Για όλα αυτά, αλλά και για μια καλύτερη ζωή, το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο καλεί όλους τους εργαζόμενους στις 31 Γενάρη να διαδηλώσουν, να κινητοποιηθούν, να διεκδικήσουν. Στα συλλαλητήρια πρέπει να ακουστεί ξεκάθαρη η φωνή της εργατικής τάξης. Να υπερασπιστεί αποφασιστικά τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση, να πει «όχι» στην ανεργία, την ακρίβεια, τη φτώχεια, την εμπορευματοποίηση της υγείας, να απαιτήσει ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, στα επιδόματα ανεργίας.

Το διεκδικητικό πλαίσιο του ΠΑΜΕ, για 300.000 κατώτερο μισθό και μεροκάματο στις 12.000 δραχμές, κατώτερη σύνταξη στις 240.000, επίδομα ανεργίας στο 80% του κατώτερου μισθού της ΕΓΣΣΕ, έρχεται να στηρίξει τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων. Είναι όπλο πάλης για να ανατραπεί η σημερινή μιζέρια συντάξεων και μισθών. Πατάει γερά στην πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι, όσο και αν η κυβέρνηση και το κεφάλαιο επιχειρούν να τη συσκοτίσουν με την κάλπικη ευφορία της έλευσης του ευρώ.

Και πόσο μακριά και ενάντια στην ικανοποίηση αυτών των αναγκών, βρίσκεται το πλαίσιο της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, που εκλιπαρεί για κάποιες μικροαυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού. Που σπρώχνει τους εργαζόμενους και πάλι να γίνουν «θυσία» στην «αύξηση της παραγωγικότητας», στην «ανάπτυξη» των κερδών του κεφαλαίου.

Γι' αυτό για τους εργαζόμενους, το Γιώργο, τη Μαρία, τη Δώρα, τον συνταξιούχο μεταλλεργάτη, αν δε θέλουν να μείνουν εσαεί καρφωμένοι, ως σύγχρονοι Προμηθείς στο βράχο της ΟΝΕ, αιχμάλωτοι στις αλυσίδες της «ανταγωνιστικότητας», ένας δρόμος τους μένει: Της ταξικής πάλης και της οργάνωσης. Να δώσουν μαζικά το «παρών» στα συλλαλητήρια που εντατικά προετοιμάζουν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ, με δεκάδες συσκέψεις σε όλη την Ελλάδα και να βροντοφωνάξουν: «Εχουμε και εμείς δικαιώματα!»

Δεν πάει άλλο.

«Κάθε μέρα η ζωή γεννάει καινούριες ανάγκες και απαιτήσεις»

Σχεδόν 200.000 δραχμές καθαρά το μήνα, αρκεί να μην κόβονται τα μεροκάματα - που όμως κόβονται, οπότε αυτά τα χρήματα δεν έρχονται σχεδόν ποτέ στο σπίτι - παίρνει η Ελένη Κωνσταντάρα, μετά από 34 χρόνια δουλιάς!!! Το μεροκάματο, μας είπε, είναι περίπου 10.880 δραχμές μεικτό. Το καθαρό γύρω στις 8.600 - 8.700. Ομως, δεν κάνει απαραίτητα πέντε μεροκάματα την εβδομάδα, αλλά και τέσσερα και άλλες φορές της κόβουν ώρες. Εργάζεται στην ΜΠΑΡΚΟ, πλεκτοβιομηχανία, στο τμήμα συσκευασίας. Αν μένει τίποτα στην άκρη; Ενώ είχε εγκριθεί δάνειο μέσω του ΟΕΚ για την απόκτηση κατοικίας, δεν το αξιοποίησε επειδή «πρέπει να έχεις τουλάχιστον το 1/3 των χρημάτων στην μπάντα».

Ο σύζυγός της, επαγγελματίας οδηγός, αμείβεται με βάση την κλαδική σύμβαση. Τα χρήματα λίγα και το πεντάχρονο παιδί τους έχει τις δικές του, μεγάλες και δικαιολογημένες, απαιτήσεις. «Το στέλνω σε ιδιωτικό παιδικό σταθμό, επειδή ο δημόσιος ανοίγει πιο αργά κι εγώ πρέπει να φεύγω πολύ νωρίς το πρωί για τη δουλιά».

Μόνο ο παιδικός σταθμός στοιχίζει 95.000 δραχμές το μήνα. Το ενοίκιο και τα κοινόχρηστα γύρω στις 100.000 δραχμές το μήνα. Μέχρι εδώ έχει «φύγει» ο ένας μισθός. Ακολουθούν το σούπερ μάρκετ, το τηλέφωνο, το νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα. «Αγοράζουμε μόνο τα απαραίτητα», δηλώνει η ίδια, ενώ ο μικρός, που γιόρταζε την Παρασκευή, της είπε ότι μπορεί να του πάρει δώρο «μια άλλη φορά... δεν πειράζει».

Το παιδί από μόνο του έχει τις δικές του, ιδιαίτερες ανάγκες. «Χρειαστήκαμε πριν λίγες μέρες 15.000 δραχμές για το γιατρό. Θα πάμε για εμβόλιο και θα χρειαστούμε άλλες 15.000 δραχμές». Κι αυτό, γιατί αν πάει το παιδί στο ΙΚΑ το πρωί, θα αναγκαστεί να χάσει ένα μεροκάματο ακόμη, οπότε είναι κάτι σαν «φυσική επιλογή» η απογευματινή επίσκεψη σε ιδιώτη γιατρό.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση, η Ελένη Κωνσταντάρα προσπαθεί να σταθεί μαζί με τον σύζυγό της όρθια και να ζήσει με αξιοπρέπεια. Το κατορθώνει αυτό, όπως και χιλιάδες άλλοι εργαζόμενοι στη θέση της. Χρειάζεται όμως προσπάθεια, μια διαρκής επιφυλακή, για να μην ξεφύγεις από αυτά που έχεις, αλλά και όλα να γίνουν όπως πρέπει. Γι' αυτό και βλέπει το αίτημα για τις 300.000 δραχμές σαν «ανάσα».

«Κάθε μέρα η ζωή γεννάει καινούριες ανάγκες και απαιτήσεις» μας λέει καταλήγοντας, με έναν τρόπο τελεσίδικο, έτσι όπως λέγονται μόνο οι απλές, μα αναντίρρητες αλήθειες.

Μόνο με αγώνα αλλάζει η ζωή

Τρεις νέοι άνθρωποι από 22 μέχρι 26 χρονών μίλησαν στο «Ρ» και μέσα από την προσωπική μαρτυρία τους, ανέδειξαν τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα και οι νέοι εργαζόμενοι. Οι άθλιοι μισθοί τούς οδηγούν, στα καλύτερα χρόνια της ζωής τους, να ζουν για να πληρώνουν το νοίκι και τα στοιχειώδη για την επιβίωσή τους. Ο κινηματογράφος, η μουσική, ο καφές, η βόλτα αποτελούν είδη προς εξαφάνιση από τη ζωή τους.

Η Μαρία Μουτσιανά είναι 23 χρόνων και κατάγεται από τον Παρνασσό. Ηρθε στην Αθήνα και τα τελευταία δυο χρόνια δουλεύει τηλεφωνήτρια - γραμματέας σε μεγάλο εμπορικό κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας. Ο μισθός της είναι 150.000 δραχμές το μήνα και μάλιστα «θεωρούμαι υψηλόμισθη» όπως δήλωσε στο «Ρ», απάντηση που της δόθηκε από την επιχείρηση όταν ζήτησε αύξηση. Η Μαρία μένει μόνη της και πληρώνει 55.000 δραχμές ενοίκιο, 20.000 δραχμές για τη θέρμανση και 50.000 δραχμές είναι τα πάγια έξοδα του σπιτιού και το φαγητό της. Με τις 25.000 δραχμές που περισσεύουν πρέπει να περάσει τον υπόλοιπο μήνα! «Τα πράγματα είναι τραγικά. Κατά καιρούς που τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο ανοίγω εφημερίδα και ψάχνω για δεύτερη δουλιά. Συνήθως κάνω διανομή φυλλαδίων», μας είπε η Μαρία. Τον τελευταίο καιρό προχώρησε στη συγκατοίκηση προκειμένου να μοιραστεί τα έξοδα, όπως είπε. Στην ερώτηση ποια είναι η διέξοδος είπε: «Αγώνας για μεγαλύτερους και ανθρώπινους μισθούς».

Από την Καρδίτσα ο Γιώργος Κουκόσιας, 22 χρόνων, ήρθε στην Αθήνα για να βρει καλύτερη δουλιά. «Ημουν αγρότης. Η αγροτική οικονομία πάει από το κακό στο χειρότερο. Αναγκαστικά έφυγα και μετά το στρατό ήρθα στην Αθήνα», μας είπε ο Γιώργος. Δούλευε για ένα χρόνο περίπου στον «Σκλαβενίτη» και τώρα δουλεύει σαν κλητήρας. Οι μηνιαίες αποδοχές του όπως είπε με κάποιες υπερωρίες φτάνουν κατά μέσο όρο τις 170.000 δραχμές το μήνα. Από αυτά πληρώνει 62.000 ενοίκιο. Τα πάγια έξοδα του σπιτιού φτάνουν στις 15.000 δραχμές και για το φαγητό και τα απαραίτητα για το σπίτι θέλει 40.000 δραχμές το μήνα. «Με τις 60.000 που μένουν τι να πρωτοκάνω; Εχω τα έξοδα μεταφοράς και αν δε συμβεί κάτι, καταφέρνω να βγω δυο Σάββατα το μήνα για καφέ. Μια κακοτυχία να μου τύχει έπεσα έξω. Για παράδειγμα χτες μου ήρθε μια κλήση για παράβαση 53.000 δραχμές, πώς να την πληρώσω; Εδώ τα παπούτσια αν χαλάσουν, θα πρέπει να κάνω περικοπές ώστε να μπορέσω να αγοράσω καινούρια. Πλένω στο χέρι γιατί όταν πήγα να αγοράσω πλυντήριο με δόσεις δε μου εγκρίνανε την αίτηση γιατί είχα χαμηλό εισόδημα. Είναι αυτά λεφτά για να καλύψει ένας νέος άνθρωπος τις σύγχρονες ανάγκες του; Σε καμία περίπτωση. Είμαι όμως αισιόδοξος και πιστεύω ότι μέσα από την καθημερινό αγώνα θα καλυτερέψουμε τη ζωή μας», κατέληξε ο Γιώργος.

Για τέσσερα χρόνια ο Βασίλης Κονδύλης, 26 χρόνων, έμενε μόνος του. Οταν έμεινε άνεργος και δεν έβρισκε δουλιά, αναγκάστηκε να γυρίσει στους γονείς του. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δούλευε σε φαστφουντάδικο. Εργαζόταν 6 μέρες τη βδομάδα, 8ωρο και ο μισθός του έφτανε περίπου τις 200.000 δραχμές. Το ενοίκιό του ήταν 60.000 δραχμές και τα πάγια του σπιτιού μαζί με το φαγητό του έφταναν περίπου τις 70.000 δραχμές. «Επρεπε να περάσω - λέει ο Βασίλης - με τις υπόλοιπες 70.000 δραχμές, από τις οποίες βέβαια οι 35.000 δραχμές το μήνα ήταν τα τσιγάρα. Δεν έβγαινα σχεδόν καθόλου έξω ούτε για έναν καφέ. Ηταν επιλογή μου να μείνω μόνος γιατί ήθελα το χώρο μου, αλλά τα πράγματα είναι τραγικά. Αν βέβαια επιδίωκα να κάνω κάτι παραπάνω για μένα, τότε τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Για παράδειγμα είχα αγοράσει μηχανή με γραμμάτια. Εστω και ένα πεντοχίλιαρο να έπεφτα έξω, τιναζόμουνα στον αέρα και έπρεπε να ζητήσω δανεικά προκειμένου να περάσω». Τώρα ο Βασίλης δουλεύει σε μια εισαγωγική εταιρία, όπου ο μισθός του φτάνει τις 170.000 δραχμές και καταλήγει λέγοντας «σήμερα δυστυχώς για να τα βγάλεις πέρα στοιχειωδώς πρέπει να κάνεις δυο δουλιές. Ομως δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω. Αντίθετα πρέπει να παλέψουμε και να πείσουμε τους νέους εργάτες, τους ανέργους ότι η κατάσταση θα αλλάξει μόνο με μαζικό ενωμένο και αποφασιστικό αγώνα».

«Είναι δύσκολα τα πράγματα»

«Βλέπω μπροστά μου μόνο ομίχλες». Αυτή η φράση της Δώρας Μαστρογιάννη, ειδικευμένης εργάτριας - γαζώτριας - στην ΣΕΞ ΦΟΡΜ, με την οποία σχολίασε τον τρόπο που τα βγάζει πέρα με το μεροκάματο που παίρνει, αφιερώνεται σε εκείνους που απέναντι στο αίτημα του ΠΑΜΕ για 300.000 πρώτο (μεικτό) μισθό, επικαλούνται τη διεθνή συγκυρία, το «ρεαλισμό» και οτιδήποτε άλλο μπορεί να εξυπηρετήσει την άρνησή τους στην ικανοποίησή του.

Η Δώρα Μαστρογιάννη εργάζεται 15 χρόνια στην ίδια επιχείρηση. Οι αποδοχές της φτάνουν περίπου τις 200.000 δραχμές με βάση την κλαδική σύμβαση. Με τα χρήματα αυτά και την κατώτερη σύνταξη του ΙΚΑ - λόγω θανάτου του συζύγου της - προσπαθεί να ζήσει η ίδια, να βοηθήσει το γιο της που μένει άνεργος για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να συμβιώσει με την κόρη και τον σύζυγό της, ο οποίος ευτυχώς εργάζεται, συμβάλλοντας στην επιβίωση της οικογένειας.

Γιατί μόνο για επιβίωση μπορεί να γίνεται λόγος, όταν και το ντύσιμο ακόμη αποτελεί ένα έξοδο που πρέπει να εξεταστεί με προσοχή, να ενταχθεί σε έναν προγραμματισμό, να μην επιβαρύνει τις πάγιες υποχρεώσεις.

Η οικογένεια της Δώρας Μαστρογιάννη κατοικεί σε ιδιόκτητο σπίτι. Ωστόσο, η ίδια αποπληρώνει δάνειο που έχει πάρει μέσα από τον ΟΕΚ. Χρειάζεται γι' αυτό περίπου 11.000 δραχμές το μήνα. Η εφορία από την πλευρά της, «βλέποντας» ότι μια εργαζόμενη με αυτό το μισθό και τη σύνταξη από τον σύζυγό της μένει «μόνη» της σε ιδιόκτητο σπίτι, την κάλεσε να πληρώσει άλλες 170.000 δραχμές τον περασμένο χρόνο, που επιμερίζονται σε περίπου 15.000 δραχμές το μήνα. Μόνο με αυτά τα δυο κονδύλια, έφυγε το 1/8 του μισθού. Και στη συνέχεια έρχονται τα πάγια έξοδα, φως, νερό, τηλέφωνο, κοινόχρηστα. Οι δαπάνες για τη διατροφή, τη στήριξη των παιδιών της και ό,τι άλλο μπορεί να χρειαστεί μια οικογένεια σήμερα, στενεύουν ασφυκτικά τα όποια περιθώρια υπάρχουν για αποταμίευση.

Κι όμως, ο αγώνας για την επιβίωση φορτώνεται και με άλλα βάρη. Την αποπληρωμή του καταναλωτικού δανείου που πήρε από την τράπεζα για να συνεισφέρει για το γάμο της κόρης της, αλλά και το δάνειο για την πληρωμή υποχρεώσεων που είχε αφήσει ο σύζυγος. «Δε μένει τίποτα στην άκρη», μας είπε η εργάτρια, «είναι δύσκολα τα πράγματα για μια οικογένεια». Με αυτές τις τελευταίες λέξεις, που δε χρειάζονται κάποιο επιπλέον σχόλιο, η Δώρα Μαστρογιάννη τέλειωσε την περιγραφή της.

Συνταξιούχος δε σημαίνει ξοφλημένος

Αποκαλυπτικός ο λόγος και των συνταξιούχων:

«Παίρνω σύνταξη 119.000 δρχ. το μήνα ή με τα νέα δεδομένα 349.23 Ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, δε φτάνουν για φάρμακα, φαγητό και ντύσιμο. Κάθε 10-15 μέρες πρέπει να δίνω τουλάχιστον 6.000 δρχ. για τα φάρμακα της πίεσης. Σήμερα έχω την "πολυτέλεια", μετά από τόσα χρόνια δουλιάς, από το '42-'43, να τ' αγοράζω σ' αυτήν την τιμή, αν δεν είχα σύνταξη θα έπρεπε να πληρώνω πάνω από 25.000 δρχ.», λέει, περιγράφοντας την οικονομική πραγματικότητα που βιώνει, ο Μαυρίδης Παρασκευάς, μεταλλεργάτης, συνταξιούχος του ΙΚΑ.

«Εργάστηκα, συνεχίζει, χρόνια, σε συνθήκες σκληρής δουλιάς, σε εργοστάσια μετάλλου με τις χειρότερες συνθήκες εργασίας και με τον κίνδυνο της απώλειας της ζωής μου. Αρρώστησα και πήρα αναπηρική σύνταξη το '82. Θέλω, λοιπόν, μια σύνταξη ανθρώπινη, πλήρωνα χρόνια εισφορά. Σήμερα, για να ζήσεις, χρειάζεσαι 250.000 με 300.000 δρχ. Λένε ότι οι συνταξιούχοι δε χρειάζονται λεφτά, δεν τρώνε πολύ, μόνο γιαουρτάκι. Δε δούλεψα τόσα χρόνια, για να τρώω μόνο γιαουρτάκια. Συνταξιούχος δε σημαίνει ξοφλημένος άνθρωπος».

Σκυτάλη στη Νικηταρά Καλλιόπη. Συνταξιούχος του ΤΕΒΕ, γραφικές τέχνες: «Συνταξιοδοτήθηκα με βάση τη 15ετία για λόγους ασθενείας και για λόγους φροντίδας ηλικιωμένων και οικογένειας. Οι γυναίκες, βλέπετε, έχουν πολλές υποχρεώσεις, λόγω των πολλαπλών ρόλων τους: Εργαζόμενη, μητέρα, σύζυγος. Σήμερα παίρνω 293,38 Ευρώ ή 99.969,24 δρχ. καθαρά. Μέσα σε λίγες μέρες φεύγουν για τα βασικότατα είδη διατροφής στο σούπερ μάρκετ, στην πληρωμή των λογαριασμών, στα εισιτήρια, στη συμμετοχή μου στα φάρμακα. Με όση φειδώ κι αν τα διαχειριστώ, δε φτάνουν ούτε για 5-10 μέρες. Να πω ότι μόνο στο σούπερ μάρκετ, δίνω 40.000 δρχ.

Σαν εργαζόμενη γυναίκα με πολλαπλούς ρόλους, θέλω να πω ότι δεν αμείφθηκα ούτε στην περίοδο της εργασίας μου, αλλά ούτε και στη συνέχεια, για την προσφορά μου στην κοινωνία, στην πολιτεία, στην οικογένεια. Η κάθε γυναίκα είναι το πλέον εγκαταλειμμένο άτομο στην κοινωνία, δεν αμείβεται η συνεισφορά της. Και σήμερα προσφέρει, παρά την ηλικία της, όμως είναι πάντα πολίτης δεύτερης κατηγορίας, πρώτη στην ανεργία, στις απολύσεις, στις χαμηλές αμοιβές».

Ρεπορτάζ: Γιάννης ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ, Γιώτα ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΗ, Παντία ΚΑΖΑΝΤΖΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ