ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 6 Ιούνη 2002
Σελ. /64
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Επεκτείνουν τους νόμους της ΝΔ και το ονομάζουν... πρόοδο

Ποτέ μέσα σε λίγα άρθρα δε χώρεσαν τόσες αντιασφαλιστικές και αντεργατικές ανατροπές. Με το νομοσχέδιο:

Επιβεβαιώνεται η αύξηση των ορίων ηλικίας για σύνταξη στα 67 χρόνια και στα 37 εργάσιμα χρόνια αντίστοιχα όταν δε συνδέεται με τα όρια ηλικίας.

Παγιώνεται η κατακόρυφη μείωση των συντάξεων σε μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων (ΔΕΚΟ, τράπεζες, εργαζόμενοι μετά το 1993).

Η προσπάθεια της κυβέρνησης, με «ειδικού τύπου ρυθμίσεις» και συρραφή διατάξεων, με περιπτωσιολογίες, να πείσει το πιο δυναμικό παραγωγικό κομμάτι του εργατικού δυναμικού ότι δεν το αφορούν οι ρυθμίσεις, είναι καταδικασμένη στη χρεοκοπία.

Με τα άρθρα 2 και 3 καθορίζεται το ασφαλιστικό καθεστώς των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Ταυτόχρονα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2, καθορίζονται τα «ειδικά ταμεία» και οι διατάξεις αυτών των άρθρων αφορούν πλέον όχι μόνο τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ, αλλά και τους εργαζόμενους των «ειδικών ταμείων». Ως ειδικά ταμεία καθορίζονται τα εξής: ΤΑΠ-ΟΤΕ, ΟΑΠ-ΔΕΗ, ΗΣΑΠ και τα ταμεία των εργαζομένων στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, της Αγροτικής, της Τραπέζης Ελλάδος, της Ιονικής Λαϊκής Τράπεζας, της ΕΤΒΑ, της Ασφαλιστικής Εταιρείας η «Εθνική» και το Ταμείο Συντάξεων και Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων.

Αυτό που «βγάζει μάτι» είναι το γεγονός ότι παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης για δήθεν αντιμετώπιση των «ανισοτήτων» του συστήματος, με τα συγκεκριμένα άρθρα επιβάλλεται ο κάθετος διαχωρισμός των εργαζομένων σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στους πριν το 1993 και σ' αυτούς που μπήκαν στην παραγωγή μετά την 1/1/1993. Και μόνο αυτός ο διαχωρισμός αρκεί για να αποδείξει τη συνέχεια του συγκεκριμένου νόμου με τους αντιασφαλιστικούς νόμους της ΝΔ.

Η ρύθμιση για τα 37 χρόνια συνοδεύεται με την πρόβλεψη ότι «δε συνυπολογίζονται σ' αυτά ο χρόνος ασφάλισης πέραν των 300 ημερών ανά έτος, καθώς και κάθε άλλος πραγματικός ή πλασματικός χρόνος».

Με την παράγραφο 9 του άρθρου, επαναδιατυπώνεται η ρύθμιση του νόμου Σιούφα, ότι στον υπολογισμό της σύνταξης δε θα συνυπολογίζονται «τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, που έλαβε κατά τα πέντε ημερολογιακά έτη». Οπως και του 1902/90 που καταργούσε τον υπολογισμό της σύνταξης στο μέσο όρο της τελευταίας διετίας.

Με την παράγραφο 13 «θεσπίζεται ανώτατο όριο σύνταξης», ενώ και στις περιπτώσεις που η κυβέρνηση επιχειρεί να φορέσει το «κοινωνικό της» κοστούμι και εκεί περισσεύει η μιζέρια και η επικοινωνιακή σκοπιμότητα. Ετσι για εργαζόμενους που δεν έχουν συμπληρώσει τα 4.500 ένσημα και είναι 65 χρόνων, με 3.500 ημέρες εργασίας δικαιούνται σύνταξη, αλλά η σύνταξη που θα πάρουν δεν μπορεί να ξεπερνά τα 2/3 του εκάστοτε καταβαλλόμενου κατώτατου ορίου σύνταξης και αυτό το «δικαίωμα» υπάρχει μόνο μέχρι το 2007..! Με ψίχουλα που δεν ξεπερνούν τις 85.000 δραχμές για ανθρώπους που δούλεψαν, αλλά ήταν τα θύματα της εισφοροδιαφυγής των εργοδοτών και της μαύρης ανασφάλιστης εργασίας προσπαθεί η κυβέρνηση να φτιασιδώσει το τερατούργημα. Και βέβαια οι εργαζόμενοι δε θα πάψουν να απαιτούν «καμία σύνταξη κάτω από τα κατώτερα όρια» και κατοχύρωση δικαιώματος με 4.050 ένσημα και όχι 4.500 που επέβαλε η ΝΔ και διατηρεί σε ισχύ το ΠΑΣΟΚ.

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ
Το ένα χτύπημα πίσω απ' τ' άλλο

Σε σκληρή δοκιμασία μπαίνουν τα ασφαλιστικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων, με μείωση συντάξεων, αυξήσεις στα όρια ηλικίας, αυξήσεις εισφορών...

Ισχυρό πλήγμα, που δεν μπορεί να το συγκαλύψει οποιαδήποτε προπαγανδιστική προσπάθεια της κυβέρνησης για δημιουργία διαχωρισμών στους εργαζόμενους, επιφέρει στα δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο. Αυξήσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, αυξήσεις εισφορών, μείωση των συντάξεων με δυο τρόπους είναι μερικές από τις ανατροπές που προβλέπουν οι ρυθμίσεις της κυβέρνησης.

Δίπλα σε αυτές προστίθεται βεβαίως η ακύρωση πάγιων διεκδικήσεων των δημοσίων υπαλλήλων για βελτίωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων τους, ενώ παραμένουν σε ισχύ - εκτός από αυτές που χειροτερεύουν - διατάξεις που επιβλήθηκαν με τους αντιασφαλιστικούς νόμους της ΝΔ, δημιουργώντας ένα προβληματικό ασφαλιστικό καθεστώς για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, τους ΟΤΑ και τον ΟΣΕ.

Την τιμητική της στο πρώτο άρθρο του νομοσχεδίου έχει η αλλαγή στο ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης για τους δημόσιους υπάλληλους, από το 80% στο 70%, στο όνομα μιας ισοπεδωτικής προς τα κάτω εξισορρόπησης, η οποία προβάλλεται όχι μόνο ως «λειτουργική», αλλά και ως... προοδευτική!!!

Βεβαίως, η κυβέρνηση δε σταματά εδώ. Μπήγει ακόμη πιο βαθιά το μαχαίρι στα δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων, αλλάζοντας προς το χειρότερο τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης. Η χαριστική βολή δίνεται με τον υπολογισμό του μέσου όρου των μισθών της τελευταίας πενταετίας για τη διαμόρφωση του ύψους της σύνταξης, αντί του μισθού του τελευταίου μήνα για όσους προσλήφθηκαν πριν το 1993.

«Κερασάκι στην τούρτα», που δεν μπορεί από τη μία να ανατρέψει ούτε κατά διάνοια τις βλαπτικές για τους δημόσιους υπάλληλους ρυθμίσεις, αλλά αντίθετα προκαλεί νέες επιβαρύνσεις, είναι το πλασματικό 60χίλιαρο (176 ευρώ) για τη δήθεν μείωση της απώλειας από την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης και του ποσοστού αναπλήρωσης. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, από την 1η Ιανουαρίου 2003, ποσό 176 ευρώ από τα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων, «υπόκειται σε όλες τις ασφαλιστικές εισφορές και λαμβάνεται υπόψη στη βάση υπολογισμού της σύνταξης των εφεξής εξερχομένων από την υπηρεσία, κατά 7/35 του ποσοστού αναπλήρωσης της σύνταξης (80%) για κάθε έτος που έχουν καταβληθεί εισφορές».

Αυτόματα η ρύθμιση αυτή προκαλεί μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, καθώς οι κρατήσεις δεν είναι καθόλου πλασματικές, ενώ το οποιοδήποτε αντίκρισμα θα εμφανιστεί σταδιακά στις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων! Δεν μπορεί να αγνοηθεί εδώ ότι η ρύθμιση αυτή δημιουργεί συνθήκη άρνησης της κυβέρνησης σε σχέση με το πάγιο αίτημα των δημοσίων υπαλλήλων για ενσωμάτωση όλων των επιδομάτων στο βασικό μισθό.

Ονειρο «τρελό» αποδεικνύεται η 35ετία για συνταξιοδότηση χωρίς όριο ηλικίας. Το νομοσχέδιο εισάγει αντίθετα την 37ετία, ακυρώνοντας και τη διεκδίκηση για περαιτέρω μείωση του συνολικού χρόνου εργασίας. Ταυτόχρονα δίνει μια συνολική κατεύθυνση αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.

Αντίστοιχα βλαπτικές είναι οι ρυθμίσεις και για τους στρατιωτικούς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και στο επίπεδο των υποτιθέμενων βελτιώσεων που θέλησε να εισάγει η κυβέρνηση (π.χ. την 35ετία στα 58 και για τους άνδρες και για τις γυναίκες), υπάρχουν εκπτώσεις. Ετσι, η ποινή της μείωσης της σύνταξης κατά 6% ανά έτος για τους άνδρες και τις γυναίκες δημόσιους υπάλληλους που συνταξιοδοτούνται πρόωρα, δε μειώθηκε στο 3% ανά έτος, όπως είχε αναγγελθεί, αλλά στο 4,5% περίπου.

Στα 67 και με μειωμένη σύνταξη!

Με το άρθρο 3 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ενισχύει και διαιωνίζει τον νόμο Σιούφα (2084/92), κρατά σε ισχύ τις βαθιές αντεργατικές διατάξεις του για τους εργαζόμενους που μπήκαν στην παραγωγή μετά την 1/1/1993 και δίνει ακόμα ένα χτύπημα με την αύξηση του ορίου ηλικίας στα 67 χρόνια. Μετά την ημερομηνία αυτή οι εργαζόμενοι θα υπολογίζουν τη σύνταξή τους στο 70% του μέσου όρου των αποδοχών της πενταετίας και όχι στο 80% όπως οι εργαζόμενοι πριν από το 1993. Εννοείται ότι σε ισχύ παραμένει και η διάταξη για τις γυναίκες στα 65 χρόνια, αλλά και η αποδέσμευση των κατώτερων συντάξεων από τα 20 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη. Και αυτή την αλήθεια δεν μπορεί να την κρύψουν τα φτηνά κόλπα ότι ο συντελεστής αναπλήρωσης γίνεται από 60%, 70% ή ότι δήθεν «αυξάνονται οι κατώτερες συντάξεις».

Καταρχήν, είτε το ποσοστό αναπλήρωσης είναι στο 60% είτε στο 70%, οι πραγματικές συντάξεις θα διαμορφώνονται σε εξευτελιστικά επίπεδα, γιατί υπολογίζονται πάνω σε μισθούς και μεροκάματα καθηλωμένα από την πολύχρονη λιτότητα. Οταν σήμερα ο μέσος πραγματικός δείκτης αναπλήρωσης του συντάξιμου μισθού βρίσκεται στο 44% (ενώ ο αντίστοιχος δείκτης βρίσκεται κατά το χρόνο συνταξιοδότησης στο 80%), είναι φανερό ότι το 70% οδηγεί σε συντάξεις του 1/3 του αρχικού συντάξιμου μισθού.

Οσο για τη «γενναιοδωρία» τους στις κατώτερες συντάξεις, ας μη μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από τα εγκλήματα της ΝΔ. Με την παράγραφο 4 του άρθρου νομοθετεί ότι η κατώτερη σύνταξη θα αντιστοιχεί «στο 70% του κατώτατου μισθού έγγαμου με πλήρη απασχόληση, όπως αυτός καθορίζεται από την ΕΓΣΣΕ του 2002». Αυτό σημαίνει ότι οι κατώτερες συντάξεις διαμορφώνονται στις 128.000 δραχμές. Αν όμως ίσχυε η σύνδεση των κατώτερων συντάξεων με τα 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, που κατάργησε η ΝΔ και συνεχίζει - και με αυτό το νόμο - να κρατά σε ισχύ το ΠΑΣΟΚ, η κατώτερη σύνταξη θα έπρεπε να είναι στις 149.660 δραχμές (20 επί 7.483 δραχμές). Να πώς τη ληστεία σε βάρος των συντάξεων, η κυβέρνηση επιχειρεί να την παρουσιάσει ως πολιτική υπέρ των εργαζομένων.

ΠΡΩΗΝ ΔΕΚΟ - ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Είναι «προνομιούχοι» θέλουν και σύνταξη;

Με μια μονοκονδυλιά η κυβέρνηση μειώνει κατά 10% τις συντάξεις

Αποφασιστικό χτύπημα δίνεται στις συντάξεις των εργαζομένων στα «ειδικά ταμεία» (πρώην ΔΕΚΟ - Τράπεζες), που ο συντελεστής υπολογισμού της σύνταξης από το 80% που ισχύει πέφτει στο 70%. Η πραγματική μείωση στη σύνταξη βέβαια είναι ακόμα μεγαλύτερη, αφού και εδώ δεν ισχύουν τα δώρα και το επίδομα αδείας, και ο υπολογισμός θα γίνεται στην τελευταία πενταετία και όχι στον τελευταίο μισθό. Αλλά και με τη μείωση του ποσοστού της επικουρικής σύνταξης, που σε ορισμένες περιπτώσεις πέφτει στο μισό.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ