Σ' αυτή τη θέση βρίσκεται σήμερα η ΝΔ, η οποία πασχίζει να εμφανίζεται ως το κόμμα που ασκεί την πιο αδυσώπητη κριτική στην κυβέρνηση, γιατί η πολιτική της «υπονομεύει το μέλλον της χώρας». Την κατηγορεί για παντελή ανικανότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής, να εφαρμόσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και τις υποδομές που χρειάζεται ο τόπος. Της προσάπτει επίσης την κατηγορία της ανικανότητας, αφού εμφανίζεται υποχώρηση της αναπτυξιακής δυναμικής, η Ελλάδα έχει την τελευταία θέση στην Ευρώπη στην ανταγωνιστικότητα, ότι αυξάνεται η ανεργία, έχουμε έξαρση της ακρίβειας σε βασικά είδη διατροφής, υπερδανεισμό των νοικοκυριών, ότι έχουν διευρυνθεί οι περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες κλπ.
Αν ανατρέξουμε στο πρόγραμμά της και συγκρίνουμε τις επεξεργασίες της μ' αυτές του προγράμματος του ΠΑΣΟΚ είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι τα δυο κόμματα της άρχουσας τάξης όχι μόνο ταυτίζονται στρατηγικά στις επιλογές τους, αλλά συναγωνίζονται ποιο από τα δύο υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, σε συνδυασμό με την υποταγή των λαϊκών στρωμάτων στο σύστημα.
«Η ΝΔ πιστεύει σε ένα κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα που να εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες σε όλους τους πολίτες, αλλά να τους αφήνει ελεύθερους στην επιδίωξη των ατομικών στόχων. Ο βασικός μηχανισμός κατανομής των οικονομικών πόρων ενός τέτοιου συστήματος δεν μπορεί να είναι άλλος από την ελεύθερη αγορά. Το κράτος πρέπει να εξασφαλίζει το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο που επιτρέπει στις αγορές να λειτουργούν κάτω από ανταγωνιστικές συνθήκες».
Σ' αυτό το απόσπασμα του προγράμματός της, που περικλείεται η ουσία της πολιτικής την οποία επαγγέλλεται ότι θα εφαρμόσει όταν γίνει κυβέρνηση, αλλά την προπαγανδίζει σήμερα ως αντιπολίτευση, διατυπώνεται χωρίς περιστροφές και με απόλυτη καθαρότητα η νεοφιλελεύθερη διαχείριση, αφού οι νόμοι αγοράς, οι ανταγωνιστικές συνθήκες, οι ατομικοί στόχοι, δηλαδή η ιδιωτική πρωτοβουλία, η δημιουργία ίσων ευκαιριών, σε συνδυασμό με την προσωπική ευθύνη καθενός για την αξιοποίησή τους, προκειμένου να ευημερήσουν, θεωρούνται τα θεμέλια αυτής της διαχείρισης.
Σ' αυτά τα βασικά ζητήματα δεν υπάρχει ίχνος διαφοροποίησης από τη διαχειριστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ και δε θα μπορούσε άλλωστε. Μια προσεχτική ματιά στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ πείθει για «του λόγου το αληθές».
«Ως κοινωνία, συλλογικά και συναινετικά, πρέπει να διαμορφώσουμε τις παραμέτρους της νέας αναπτυξιακής πορείας του τόπου. Πρέπει να διασφαλίσουμε το ρόλο της αγοράς ως μηχανισμού παραγωγής, διανομής και διακίνησης προϊόντων και υπηρεσιών... Ο επιχειρηματικός χαρακτήρας του κράτους (με τις αποκρατικοποιήσεις) μετατρέπεται σε προγραμματικό κι επιτελικό. Το κράτος αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα για τη δημιουργία ενός σύγχρονου εποπτικού και ρυθμιστικού πλαισίου που διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, προστατεύοντας ταυτόχρονα το κοινωνικό συμφέρον» (από το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ που ψήφισε στο 5ο Συνέδριό του το 2001).
Τι λένε, λοιπόν, τα ντοκουμέντα των δύο κομμάτων; Υποστηρίζουν την αγορά σαν το βασικό παράγοντα που καθορίζει την κατανομή των πόρων ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις, δηλαδή την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων, ενώ το κράτος καθορίζει τους κανόνες αυτής της κατανομής, ώστε να λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Μόνο που όλ' αυτά σημαίνουν ισχυροποίηση της άρχουσας τάξης σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων.
«Η οικονομική ανάπτυξη είναι μια σύνθετη κι ευαίσθητη διαδικασία. Απαιτεί τη δημιουργία ενός κλίματος που να βοηθά τις επενδύσεις κυρίως τις ιδιωτικές... Η ΝΔ θα διασφαλίσει τις προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει ένα κλίμα σιγουριάς στην απόδοση των επενδύσεων... Το κράτος εξασφαλίζει και διαφυλάσσει την παροχή ενός ελάχιστου, κοινωνικά αποδεκτού βιοτικού επιπέδου, μέσω εισοδηματικών ενισχύσεων και κοινωνικών παροχών. Ολοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο παροχών αναφορικά με τα βασικά αγαθά ασφαλείας, παιδείας, υγείας και κοινωνικής ασφάλισης. Οι έντονες κοινωνικές αδικίες στην παροχή βασικών αγαθών πρέπει να εκλείψουν».
Ουσιαστικά εδώ προβάλλει την ανάγκη της ολοένα και μεγαλύτερης ενίσχυσης των μεγαλοεπιχειρηματιών (ιδιωτικές επενδύσεις), ενώ για να υφαρπάξει τη λαϊκή έγκριση στην πολιτική της πασχίζει να «χρυσώσει το χάπι» με την απατηλή προπαγάνδα του λεγόμενου ελάχιστου βιοτικού επιπέδου (αλήθεια με ποια κριτήρια καθορίζεται και πώς θα εξαλειφθούν «οι έντονες κοινωνικές αδικίες», όταν επιδιώκεται οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι;), ρίχνοντας στάχτη στα μάτια της εργατικής τάξης των άλλων λαϊκών στρωμάτων περί των προθέσεών της. Βεβαίως εδώ φαίνεται ότι επιδιώκει να διαχειριστεί την ακραία φτώχεια των πιο εξαθλιωμένων τμημάτων από τα λαϊκά στρώματα, προκειμένου να αμβλύνει την οξύτητα που προσλαμβάνουν οι κοινωνικές αντιθέσεις απο τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τις εν δυνάμει πιθανότητες ανάπτυξης και ενίσχυσης των κοινωνικοπολιτικών αγώνων.
Αν δούμε αντίστοιχα το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για το ίδιο ζήτημα, θα παρατηρήσουμε ακριβώς την ίδια ουσία στην πολιτική του, τις ίδιες επιδιώξεις.
«Η διεύρυνση των ευκαιριών για το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας μέσα από την απελευθέρωση των αγορών και τη νέα ρύθμιση των αγορών κεφαλαίου, προϊόντων και εργασίας πρέπει να διασφαλίζει παράλληλα την υγιή κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα, την αναδιανομή του παραγόμενου προϊόντος σε όφελος των εργαζομένων... Πρέπει να θεσμοθετήσουμε και να εδραιώσουμε τους μηχανισμούς που ελέγχουν και περιορίζουν τις ανισότητες και προστατεύουν τις ασθενέστερες και ευπαθείς τάξεις» (από το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ που ψήφισε στο 5ο Συνέδριό του το 2001).
Υπάρχει πράγματι ταύτιση πολιτικής τόσο στο ζήτημα της ενίσχυσης του κεφαλαίου, όσο και στη διαχείριση της φτώχειας.