Η αντίστροφη μέτρηση για το δικτατορικό καθεστώς ξεκινάει ουσιαστικά με το πραξικόπημα στην Κύπρο και η ταχύτητα πτώσης του γίνεται ιλιγγιώδης, όταν εκδηλώνεται η τουρκική στρατιωτική εισβολή στο νησί. Τα ιστορικά τεκμήρια που υπάρχουν βεβαιώνουν πως μετά την 20ή Ιούλη 1974 η δικτατορία δεν μπορούσε να συνεχίσει, τουλάχιστον με τη μορφή που είχε ως τα τότε. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο, σημαντικά στελέχη της δικτατορίας, οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες στη χώρα και στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να συζητούν πάνω σε σενάρια για τη διάδοχη κατάσταση, τα οποία, βεβαίως, είχαν στα συρτάρια τους από καιρό. Επρόκειτο για διεργασίες στις κορυφές, που σκοπό είχαν να προλάβουν εξελίξεις στη βάση της κοινωνίας. Επρεπε να γίνει η αλλαγή, πριν η χούντα φτάσει στο σημείο της κατάρρευσης. «Αν το καθεστώς κατέρρεε - γράφει ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της αλλαγής του '74, ο αρχηγός του Ναυτικού και πιστός άνθρωπος των Αμερικανών Π. Αραπάκης2 -, ο λαός δε θα έμενε απαθής και η αιματοχυσία θα ήταν αναπόφευκτη». Το σύνολο των διεργασιών, συνεπώς, συνέκλινε σ' ένα στόχο: Να μην εμφανιστεί στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας. Κι αυτές τις διεργασίες αναμφιβόλως τις διηύθυνε ο αμερικανικός παράγοντας.
«Οι πραιτοριανοί του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού - γράφει ο ιστορικός Ν. Ψυρούκης3 -, το ίδιο το μάτι του big boss στην Ελλάδα, ο Δημ. Ιωαννίδης, ήταν παθητικό για την Ουάσιγκτον. Είχαν επιτελέσει το βρώμικο έργο τους (...). Ηταν πια στυμμένο λεμόνι, λεμονόκουπα για τα σκουπίδια». Και προσθέτει: «Οι μανδαρίνοι της Ουάσιγκτον δε σκόπευαν να τραβήξουν τα πράγματα ίσαμε την απελπισία για το σύνολο του ελληνικού λαού. Γιατί η απελπισία δεν αποτελεί ποτέ ασφαλιστική δικλείδα γι' αυτόν που την προκαλεί. Ο διάχυτος παθητικός αντιαμερικανισμός μπορούσε να μετατραπεί σε εκρηκτικό ηφαίστειο με απρόβλεπτες εξελίξεις. Αντίθετα, το ξεκούμπισμα από την εξουσία της χούντας σίγουρα θα προκαλούσε αίσθημα ανακούφισης, ακόμα και χαράς, τη στιγμή ακριβώς που διχοτομούνταν η Κύπρος και η γενικευμένη ελληνοτουρκική διένεξη γινόταν πια το φαινόμενο που θα διαιωνίζεται με πολλά θετικά για την πολιτική των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ηταν πλέον φανερό πως οι ώρες της δικτατορίας ήταν μετρημένες. Κι αυτό οι ιθύνοντες των Ηνωμένων Πολιτειών φρόντισαν να το κάνουν γνωστό σε όλο τον κόσμο, για να μη μένει η παραμικρή αμφιβολία περί του αντιθέτου. «Ενδεχομένως αυτή τη στιγμή πραγματοποιείται στην Ελλάδα πολιτική μεταβολή», δήλωνε απερίφραστα ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Χ. Κίσιγκερ6, στις 22 Ιούλη 1974. Κι ο Α. Ζαούσης δικαίως αναρωτιέται7: «Πώς γνώριζε ο Κίσιγκερ, τόσες ώρες πριν, αυτά που θα συνέβαιναν στην Αθήνα; Ηταν η πρεσβεία ενήμερη από πριν;». Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτονόητη. Η πρεσβεία δεν είχε ανάγκη να ενημερωθεί, για κάτι στο οποίο η ίδια διηύθυνε.
Ετσι, φτάσαμε στην πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη της 23ης Ιούλη.
Η στρατιωτικοπολιτική σύσκεψη, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως σημείο - σταθμός που σηματοδοτούσε το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας και την επανέναρξη του αστικού κοινοβουλευτικού βίου, άρχισε στις 23 Ιούλη του 1974, στις 2, περίπου, το μεσημέρι, στα παλιά ανάκτορα. Από τους πολιτικούς, στη σύσκεψη συμμετείχαν ο Παν. Κανελλόπουλος, ο Γ. Μαύρος, ο Σπ. Μαρκεζίνης, ο Γ. Α. Νόβας, ο Στ. Στεφανόπουλος, ο Π. Γαρουφαλιάς, ο Ξεν. Ζολώτας και ο Ευάγ. Αβέρωφ. Από τους στρατιωτικούς, παρόντες ήταν ο πρόεδρος της χουντικής δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος, ο αρχηγός ΓΕΣ αντιστράτηγος Ανδρ. Γαλατσάνος, ο αρχηγός ΓΕΝ αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και ο αρχηγός ΓΕΑ Αλ. Παπανικολάου.
Υποστηρίζεται ότι στη σύσκεψη δεν κρατήθηκαν πρακτικά. Γι' αυτό κι όσα γνωρίζουμε για το περιεχόμενό της, τα γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των συμμετασχόντων, οι οποίοι ασφαλώς δεν έχουν πει όλη την αλήθεια. Από τις διάφορες, πάντως, μαρτυρίες, προκύπτει ότι η σύσκεψη απέρριψε το σχηματισμό κυβερνητικού σχήματος με τη συμμετοχή πολιτικών και στρατιωτικών και υιοθέτησε τη λύση μιας καθαρά πολιτικής κυβέρνησης. Επίσης, κοινή θέση πολιτικών και στρατιωτικών ήταν η κυβέρνηση να σχηματιστεί από πρόσωπα που προέρχονταν από το χώρο του Κέντρου και της Δεξιάς, και, φυσικά, να αποκλειστούν οι κομμουνιστές και οι άλλες αριστερές δυνάμεις της εποχής.
Στο ζήτημα της κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τους χουντικούς, η σύσκεψη ενέκρινε αρχικά ένα κεντροδεξιό πολιτικό σχήμα, αποτελούμενο από την παλιά ΕΡΕ και την παλιά Ενωση Κέντρου, με πρωθυπουργό τον Π. Κανελλόπουλο και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον Γ. Μαύρο. Στη συνέχεια όμως, όταν έγινε ένα διάλειμμα περίπου τριών ωρών (από τις 5.30 έως τις 8 το απόγευμα) για να σχηματισθεί ο κατάλογος του υπουργικού συμβουλίου, στο παρασκήνιο, οι πέντε στρατιωτικοί κι ένας πολιτικός, ο Ευάγ. Αβέρωφ (που είχε στενότατες σχέσεις με τον ξένο παράγοντα και την ντόπια ολιγαρχία) αποφάσισαν να καλέσουν τον Κ. Καραμανλή από το Παρίσι και ν' αναθέσουν σ' αυτόν το σχηματισμό κυβέρνησης8. Ο Καραμανλής έλειπε από την Ελλάδα και την ενεργό πολιτική δράση πάνω από δέκα χρόνια και δεν είχε φθαρεί στους πολιτικούς ανταγωνισμούς που ακολούθησαν της αποχώρησής του, ιδιαίτερα σ' αυτούς της διετίας 1965-1967. Δεν πολιτεύτηκε ποτέ επικίνδυνα για το κοινωνικό καθεστώς και από άποψη ικανοτήτων ήταν πολιτική προσωπικότητα μεγάλου βεληνεκούς. Επιπλέον, δεν μπορούσε να γίνεται καμία σοβαρή σκέψη για την οικοδόμηση ενός σταθερού και αποτελεσματικού αστικού μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, χωρίς σ' αυτό να παίξει ρόλο - και μάλιστα πρωταγωνιστικό - ο Κ. Καραμανλής.
Για την αλλαγή της 24ης Ιούλη 1974, το ΚΚΕ είχε τονίσει, με απόφαση της ΚΕ του9, ότι ήταν «προϊόν μιας συμφωνίας ανάμεσα στη χούντα, τους Αμερικανούς, τους άλλους κυρίους εταίρους του ΝΑΤΟ» και τους πολιτικούς παράγοντες που πρωταγωνίστησαν στην πραγματοποίησή της. «Η τέτοια αλλαγή - έλεγε το ΚΚΕ - αποτελεί προσπάθεια αναπροσαρμογής της πολιτικής των Αμερικανών και των άλλων κύριων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις νέες συνθήκες, εθνικές και διεθνείς», που «αποβλέπει στην εκτόνωση της συμπυκνωμένης λαϊκής αγανάκτησης, στη ματαίωση μιας ριζικής δημοκρατικής μεταβολής, στη διατήρηση των στρατηγικών θέσεων των ΕΠΑ και του ΝΑΤΟ στη χώρα μας και στην επέκτασή τους στην Κύπρο και γενικότερα στη Μεσόγειο».
Στο ίδιο περίπου πνεύμα με τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ, κινήθηκε τότε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος, με δήλωσή του στο BBC, το βράδυ της 23ης Ιούλη, υπογράμμισε10: «Η Νέα Νατοϊκή φρουρά εγκατεστάθη στην Ελλάδα. Πηγή της εξουσίας της παραμένουν οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, που βαρύνονται σήμερα και με την εθνική προδοσία στο Κυπριακό». Αργότερα, ο Παπανδρέου και το κόμμα του, το ΠΑΣΟΚ, απαρνήθηκαν αυτές τις εκτιμήσεις. Αυτό, όμως, δεν τροποποιεί την αντικειμενική αλήθεια, ότι πρόκειται για εκτιμήσεις που κινούνταν σε σωστή κατεύθυνση.
Επαναφέροντας στη μνήμη μας όλα όσα συνέβησαν στον τόπο μας εκείνο το δραματικό Ιούλη του '74, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πως η ίδια η ζωή έχει επιβεβαιώσει πλήρως τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ για το χαρακτήρα της πολιτικής μεταβολής που συντελέστηκε τότε. Η μεταπολίτευση σφραγίστηκε από το δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Η εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε, αλλά και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, παρά το γεγονός ότι ήταν η βασική αιτία της 7χρονης τυραννίας και της κυπριακής τραγωδίας. Δίπλα, μάλιστα, σ' αυτή τη σχέση εξάρτησης, σφυρηλατήθηκαν τα δεσμά της εξάρτησης από την ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση. Η διχοτόμηση στην Κύπρο είναι πλέον μια «ντε φάκτο» κατάσταση. Η αστική τάξη ισχυροποίησε τη θέση της κι εδραίωσε την πολιτική της εξουσία μέσα από το δικομματικό σύστημα, ενώ οι λαϊκές μάζες συνεχίζουν να ζουν στο καθεστώς της εκμετάλλευσης, της κοινωνικής αδικίας, στο καθεστώς της αβεβαιότητας για το αύριο, σε συνθήκες συνεχούς συρρίκνωσης των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους. Υπό αυτήν την έννοια, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε πως, από τη σκοπιά των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, η μεταβολή του '74 ήταν μια απόλυτα πετυχημένη πολιτική κίνηση, που έδωσε την πιο σταθερή αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
1 Δήλωση Κ. Καραμανλή στις 29/7/1974, Πότη Παρασκευόπουλου: «Ο Καραμανλής στα χρόνια 1974-1985», εκδόσεις «ΦΥΤΡΑΚΗΣ/ ΤΥΠΟΣ ΑΕ», σελ. 27-28
2 Π. Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ», σελ. 304
3 Ν. Ψυρούκη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις «ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ», τόμος Δ`, σελ. 402, 404)
4 Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 114 και 248, Σολ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις «ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ», τόμος 7ος, σελ. 285-286, Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», σελ. 271, Π. Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ», σελ. 301-302 κ.α.
5 Ολόκληρη η διακήρυξη: «Μαύρη Βίβλος - Χρονικό Κυπριακού Πραξικοπήματος και Πτώσεως Στρατιωτικής Χούντας», Αύγουστος 1974, σελ. 101-102, Σ. Γρηγοριάδη, στο ίδιο, σελ. 313-315 κ.α.
6 Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 409
7 Α. Ζαούση: «Ο εμπαιγμός», τόμος β`, σελ. 422
8 Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», εκδόσεις «Παπαζήση», σελ.159-163
9 «Από το 9ο ως το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 28
10 Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 411
Με αφορμή την 28η επέτειο από την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας, ο πολιτικός κόσμος της χώρας εξέδωσε μηνύματα.
Ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, στο μήνυμά του μεταξύ άλλων αναφέρει: «η 24η Ιουλίου είναι μια ξεχωριστή ημέρα για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Είναι η ημέρα της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Η δικτατορία υπήρξε η πιο σκοτεινή περίοδος στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας».
Η 28η επέτειος για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ανέφερε ο Κ. Σημίτης, «συμπίπτει με την κορύφωση του αγώνα για την πάταξη της τρομοκρατίας. Η τρομοκρατία ήταν το στίγμα και η ντροπή της Μεταπολίτευσης. Ηταν μια απόπειρα υπονόμευσης και διασυρμού του αγώνα όλων εμάς».
Σ' άλλο σημείο ο πρωθυπουργός υποστήριξε: «η πολιτική δράση μας επιδιώκει να αναμορφώσει το σήμερα, ανοίγοντας δρόμους για ένα καλύτερο αύριο. Οικοδομούμε σήμερα μια νέα Ελλάδα. Θωρακίζουμε διαρκώς τη Δημοκρατία μας και δημιουργούμε μια ανοιχτή κοινωνία που εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες, ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις. Μια Δημοκρατία που διασφαλίζει την ελευθερία του λόγου, τον πλουραλισμό και τον απόλυτο σεβασμό στην αντίθετη άποψη και τη διαφορετικότητα. Αυτή η δημοκρατία και αυτή η κοινωνία των πολιτών εγγυώνται στην Ελλάδα και τους Ελληνες ένα μέλλον ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας, προόδου και ευημερίας».
Στα πλαίσια της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης ο πρωθυπουργός αποφάσισε να επισκεφθεί σήμερα... τις φυλακές Ωρωπού που, βέβαια, τώρα λειτουργούν ως σχολείο.
Την ικανοποίησή του γιατί «σήμερα οι μεγάλες επιλογές της παράταξής μας υιοθετούνται σχεδόν από όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου» εξέφρασε ο Κ. Καραμανλής μιλώντας χθες το βράδυ σε εκδήλωση του κόμματός του για την 28η επέτειο από τη μεταπολίτευση. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον πρόεδρο της ΝΔ να εξαπολύσει σφοδρή φραστική επίθεση, ακριβώς για να δείξει ότι έχει «διαφορές». Επανέλαβε έτσι τα περί «καθεστωτικών πρακτικών», «πρακτικών πόλωσης» και απόπειρας κατασυκοφάντησης της Δικαιοσύνης, αλλά όταν «πρέπει» όλα αυτά πάνε στην άκρη. Ετσι αναφερόμενος στο θέμα της «τρομοκρατίας», τόνισε ότι «είναι δεδομένη η συμπαράστασή μας» προκειμένου «να επιτύχουμε την πλήρη εξάρθρωση των τρομοκρατικών οργανώσεων και την οριστική ιδεολογική (!) συντριβή του φαινομένου»...
Στο μήνυμά του ο ΣΥΝ, χαιρετίζει «την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην πατρίδα μας» και αναφέρει ότι «28 χρόνια μετά, η χώρα χρειάζεται ριζικές τομές και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς, ικανές να δώσουν και πάλι ελπίδα στους πολίτες, συνοχή στην κοινωνία και αξιοπιστία στην πολιτική».
Παράλληλα, στο μήνυμα, ο ΣΥΝ υποστηρίζει ότι «είναι αναγκαία η ριζική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και των πολιτικών συσχετισμών, η ριζική αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων με την ενίσχυση της σύγχρονης δημοκρατικής Αριστεράς για την αναμόρφωση του πολιτικού χάρτη της χώρας και τη δημιουργία προϋποθέσεων για μια νέα προοδευτική πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία».
Στο μήνυμα επίσης αναφέρεται ότι «η εξάρθρωση της τρομοκρατίας θα απαλλάξει το πολιτικό σύστημα της χώρας από πράξεις που δηλητηρίαζαν το δημόσιο βίο».
Ο πρόεδρος του ΔΗΚΚΙ Δ. Τσοβόλας στη δήλωσή του, ανέφερε: «Είκοσι οχτώ χρόνια μετά την πτώση της χούντας, η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από έντονα σημάδια κόπωσης. Λόγω της διαπλοκής, η κυριαρχία του λαού υποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κυριαρχία των μεγάλων οικονομικών και εκδοτικών συγκροτημάτων. Ο ελληνικός λαός περιφρονείται, ακούγοντας μονότονα ότι η εξαθλίωσή του, αποτελεί μονόδρομο δήθεν, για τον εκσυγχρονισμό της χώρας και της κοινωνίας. Οι ατομικές ελευθερίες περιορίζονται στο όνομα της πάταξης δήθεν της τρομοκρατίας. Επιβάλλεται, κατά συνέπεια, επενεργοποίηση των πολιτών, ενότητα και αγώνας για την πραγματική δημοκρατική Αλλαγή».