Ενας σύντομος απολογισμός φτάνει για να καταδείξει τις συμφορές που έφεραν στο λαό και τον τόπο, η πολιτική της συμμετοχής του ντόπιου κατεστημένου στα ιμπεριαλιστικά τυχοδιωκτικά σχέδια στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής, προκειμένου να προωθήσει μέσω αυτής της συμμετοχής στην πράξη τη θεωρία της «Μεγάλης Ιδέας», δηλαδή της προσάρτησης εδαφών στην Ελλάδα και έτσι να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών, τα οποία διαπλέκονταν μ' αυτά των τότε ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας. Και την πραγματοποίηση των οποίων επιδίωκαν μέσω των αγγλικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή.
Ο απολογισμός της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι: 50.000 νεκροί, 75.000 τραυματίες. Κοντά 1.500.000 Ελληνες αναγκάστηκαν να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς, θύματα του μικρασιατικού πολέμου και της εγκληματικής εθνικιστικής πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας. Σε δισεκατομμύρια δραχμές ανέρχονται οι υλικές καταστροφές και ζημιές από τον πόλεμο και τις ακίνητες περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν ή καταστράφηκαν.
Τα κείμενα που παρουσιάζουμε σήμερα είναι αποσπάσματα από άρθρο του Χρήστου Τσιντζιλώνη, ιστορικού και μέλους του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, στην ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 3/2000.
Σχετικά με τα σοβαρότατα αυτά ζητήματα έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί, κατά καιρούς, πάρα πολλά. Αστοί πολιτικοί, στρατιωτικοί και ιστορικοί (εκτός ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων), προσπαθώντας να «φωτίσουν», δήθεν, με «αντικειμενικά» και «αμερόληπτα» κριτήρια τα αίτια που οδήγησαν στη μικρασιατική εκστρατεία, το χαρακτήρα της, το ρόλο που έπαιξαν σ' αυτήν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καθώς και το ρόλο, τη στάση των κομμάτων της ελληνικής ολιγαρχίας στα τραγικά αυτά γεγονότα, που συνθέτουν το μικρασιατικό δράμα, καταλήγουν γενικά στο συμπέρασμα ότι τα βασικά αίτια της καταστροφής ήταν: ο εθνικός διχασμός, η κακομεταχείριση της Ελλάδας από τους «συμμάχους», η φιλοτουρκική στάση της νεαρής τότε σοβιετικής Ρωσίας και η «αντιπατριωτική» στάση και δράση του κόμματος της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ.
Ενα τέτοιο, όμως, γενικό συμπέρασμα, είναι φανερό ότι δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια, είτε γιατί κρύβει το πραγματικό νόημα των γεγονότων, είτε γιατί υπακούει σε πολιτικές σκοπιμότητες, είτε γιατί ερμηνεύει τα γεγονότα με ιδεαλιστικές, εθνικιστικές αντιλήψεις και επομένως, δε βοηθά στην εξαγωγή ορθών και χρήσιμων συμπερασμάτων.
Από τα αίτια που οδήγησαν τη χώρα μας στη μικρασιατική εκστρατεία, από το χαρακτήρα της εκστρατείας, από το ρόλο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και από τη στάση της ελληνικής ολιγαρχίας και των κομμάτων της σ' αυτή, βγαίνουν ορισμένα πολύ χρήσιμα διδάγματα για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας. Συμπεράσματα και διδάγματα, που έχουν ιδιαίτερη σημασία σήμερα, όπου εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στα Βαλκάνια, στην Εγγύς Ανατολή, μεγαλώνουν οι κίνδυνοι εμπλοκής της χώρας μας σε νέες περιπέτειες με απρόβλεπτες συνέπειες για το λαό και τον τόπο μας.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της μικρασιατικής εκστρατείας, είτε συντελέστηκαν κατά τη διάρκειά της, είτε κατά την τραγική κατάληξή της, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κύριοι παράγοντες, βασικά αίτια της δημιουργίας της ήταν:
α) Η πολιτική που ακολούθησαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην ανταγωνιστική ανάμεσά τους πάλη για την εξασφάλιση και επέκταση των συμφερόντων τους, στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές, που είχαν γι' αυτές ιδιαίτερη στρατηγική και οικονομική σημασία και
β) Η πολιτική της ελληνικής ολιγαρχίας και όλων των τότε κυβερνήσεων, που ήταν πολιτική στηριγμένη στους ξένους ιμπεριαλιστές και επομένως πολιτική υποτέλειας και υποταγής σ' αυτούς και τα κελεύσματά τους.
Με άλλα λόγια, οι μεγάλες δυνάμεις με την πολιτική και την τακτική τους σε έναν και μοναδικό σκοπό απέβλεπαν: στο να πετύχουν με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο από τον Κεμάλ τέτοιες και τόσες παραχωρήσεις που θα κατοχύρωναν τα συμφέροντά τους.
Για την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων που παρουσιάζονταν σαν σύμμαχοι της Ελλάδας και ειδικά για την πολιτική της Αγγλίας, χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Χάρολντ Νίκολσον, στελέχους του Φόρεϊν Οφις, ο οποίος το Δεκέμβρη του 1920 σε μνημόνιο προς τον υπουργό του, μεταξύ των άλλων, ομολογούσε: «Ο λόγος που μας έσπρωξε στην υποστήριξη της Ελλάδας δεν ήταν συναισθηματική παρόρμηση, αλλά φυσική έκφραση της παραδοσιακής μας πολιτικής, που συνίστατο στην προστασία των Ινδιών και της Διώρυγας του Σουέζ. Για έναν ολόκληρο αιώνα υποστηρίξαμε την Τουρκία, θεωρώντας την ως την πρώτη γραμμή άμυνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ομως αποδείχτηκε αναξιόπιστος σύμμαχος και έτσι περάσαμε στη δεύτερη γραμμή. Από τη γεωγραφική άποψη, η θέση της Ελλάδας είναι μοναδική για τις επιδιώξεις μας. Πολιτικά, η χώρα αυτή ήταν αρκετά ισχυρή σε περίοδο ειρήνης, ώστε να μη μας δημιουργεί θέμα δαπανών και αρκετά αδύνατη σε περίπτωση πολέμου, ώστε να είναι υποτελής σ' εμάς1».
Οι κύριες αιτίες της αντεθνικής και εγκληματικής στάσης και των δύο κομμάτων της ελληνικής ολιγαρχίας στα πολεμικά γεγονότα του 1919-1922 ήταν η οικονομική και πολιτική εξάρτηση της χώρας από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η στενή σύνδεση των οικονομικών συμφερόντων της ντόπιας ολιγαρχίας με τα συμφέροντα των ξένων ιμπεριαλιστών και η πολιτική υποτέλειας που για τους παραπάνω λόγους ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί(...)
Η μικρασιατική καταστροφή έδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο τα ολέθρια αποτελέσματα από τη συμμετοχή της Ελλάδας στους πολεμικούς συνασπισμούς και στις πολεμικές περιπέτειες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων(...)
1. Σπύρος Λουκάτος: «Οι μεγάλες δυνάμεις και η μικρασιατική εκστρατεία». Επιστημονικό διήμερο του ΚΜΕ, σελ. 73.
Οι όροι της ανακωχής ήταν ταπεινωτικοί για την ηττημένη οθωμανική αυτοκρατορία και καταργούσαν κάθε ίχνος εθνικής ανεξαρτησίας του τουρκικού λαού.
Η αρπακτική διάθεση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που σ' έναν ξέφρενο ανταγωνισμό μεταξύ τους προσπαθούσε η καθεμιά για λογαριασμό της να αρπάξει όσο μπορούσε πιο γρήγορα και όσο το δυνατό περισσότερα εδάφη της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, ξεσήκωσε τη δίκαιη αγανάκτηση και οργή του τουρκικού λαού, γι' αυτό και η αντίστασή του εναντίον της ιμπεριαλιστικής κατοχής πήρε γρήγορα παλλαϊκό και πανεθνικό χαρακτήρα. Εκείνοι που όχι μονάχα δεν αντιστάθηκαν, αλλά και προσπάθησαν να εμποδίσουν στην αρχή, να χτυπήσουν και να καταπνίξουν σε συνέχεια, την ένοπλη αντίσταση του τουρκικού λαού εναντίον της ιμπεριαλιστικής κατοχής, που άρχισε έστω και ανοργάνωτα, αμέσως μετά την ανακωχή του Μούδρου, ήταν ο σουλτάνος και τα υψηλά φεουδαρχικά στρώματα. Ο σουλτάνος και η κυβέρνησή του, ανδρείκελο των ιμπεριαλιστών της Αντάντ, φάνηκε ότι δεν ήταν σε θέση ν' αποκαταστήσει την τάξη. Να χτυπήσει δηλαδή και να συντρίψει το ανερχόμενο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του τουρκικού λαού, που αποτελούσε το κύριο εμπόδιο στην πραγματοποίηση των σχεδίων και επιδιώξεων των ιμπεριαλιστών στην περιοχή.
Το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο έπρεπε να βρει έναν ξένο αστυνόμο κατάλληλο να αναλάβει το έργο της διατήρησης της τάξης στην Τουρκία, για να μπορέσουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, από τη μια ν' αποφύγουν ν' αναμειχθούν οι ίδιες στην αντιμετώπιση της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης του τουρκικού λαού και από την άλλη να συνεχίσουν ανενόχλητες το μοίρασμα της Εγγύς Ανατολής.
Ετσι, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 6.5.1919 να αναθέσει το ρόλο της αστυνόμευσης της Τουρκίας στην Ελλάδα.
Αξίζει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η απόφαση ήταν περισσότερο επιβολή της αγγλικής θέλησης παρά συλλογική ενέργεια, γιατί, όπως είναι γνωστό, στηρίχτηκε σ' έναν προσωρινό αγγλογαλλικό συμβιβασμό της στιγμής, στην ανοχή των ΗΠΑ και πάρθηκε εν απουσία της Ιταλίας.
Παίρνοντας υπόψη το γεγονός ότι το 1919 η Ελλάδα εισήγαγε από την Τουρκία εμπορεύματα συνολικής αξίας 76.305.715 χρυσών δραχμών και εξήγαγε σ' αυτή εμπορεύματα συνολικής αξίας 80.448.552 χρυσών δραχμών,1 διαπιστώνουμε πως αντικειμενικά στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής υπήρχε μια ορισμένη σύμπτωση συμφερόντων της ελληνικής ολιγαρχίας με τα συμφέροντα του αγγλικού κεφαλαίου, ότι οι αγγλικές επιδιώξεις στην περιοχή βρίσκονταν σε αρμονία με τις αντίστοιχες του ελληνικού κεφαλαίου.
Εξάλλου, όπως γράφει ο Ν. Ψυρούκης (...), «Η ανάγκη της εδραίωσης και της επέκτασης των θέσεών του (σ.σ. ελληνικού κεφαλαίου) στην Εγγύς Ανατολή γινόταν καθημερινά όλο και πιο μεγάλη. Οσο φαινόταν πιο καθαρά ότι η σοβιετική Ρωσία ήταν βιώσιμο φαινόμενο, τόσο μεγάλωνε και η τάση αναπλήρωσης των χαμένων θέσεων με νέες στην Εγγύς Ανατολή. Οσο μεγάλωναν τα στηρίγματα της ντόπιας εθνικής αστικής τάξης στην Εγγύς Ανατολή, τόσο ενισχυόταν η τάση του ελληνικού κεφαλαίου για την κατοχύρωση των θέσεών του στην αγορά της περιοχής».2
Ενας άλλος, καθόλου ευκαταφρόνητος λόγος που βάρυνε στην απόφαση, ώστε ο ρόλος του χωροφύλακα των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων της Αγγλίας στην περιοχή να ανατεθεί στην Ελλάδα, είναι ότι ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, γνωρίζοντας το αξιόμαχο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και έχοντας πιστό όργανό του τον Ε. Βενιζέλο, ήθελε με τον ελληνικό στρατό να αντιμετωπίσει το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Τούρκων.
Η Αγγλία την εποχή εκείνη, λόγω της ανάπτυξης του αντιαποικιακού αγώνα στις κτήσεις της, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και προσπαθούσε με κάθε θυσία να κρατήσει υπό την κατοχή και τον έλεγχό της τις περιοχές της Μουσούλης - Μεσοποταμίας με τα πλούσια πετρελαιοφόρα κοιτάσματά τους και να τις προσαρτήσει στη βρετανική αυτοκρατορία.
Εξάλλου, δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει έναν ανοιχτό πόλεμο στην Εγγύς Ανατολή με δικά της στρατεύματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος, με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Ελληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Αδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000.
Η τουρκική στατιστική του 1912, σχετικά με την εθνολογική σύνθεση των περιοχών της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας (εκτός Κιλικίας) και των ανεξάρτητων διοικήσεων της Νικομήδειας και των Δαρδανελίων, έδινε 1.982.375 Ελληνες, 7.231.595 Τούρκους και 925.818 διάφορους. Δηλαδή, σε σύνολο 10.139.789 το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε το 19,6%.4
Η ύπαρξη μιας τόσο μεγάλης ελληνικής μειονότητας στην περιοχή της Μικράς Ασίας, τη στιγμή που την ίδια εποχή ο πληθυσμός της Ελλάδας μόλις έφτανε τα 5.000.000, έθετε επιτακτικά το ζήτημα της κατοχύρωσης του δικαιώματος για τη διατήρηση της δικής της εθνικής ζωής και της ισοτιμίας της με τον υπόλοιπο πληθυσμό(...)
Η υπεράσπιση όμως των δικαιωμάτων μιας εθνικής μειονότητας, η οποία κατοικεί σε τρεις βασικά γεωγραφικές περιοχές της Τουρκίας, δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί με την κατακτητική πολιτική, με την πολιτική της προσάρτησης των εδαφών στα οποία ζούσε.
Η «Μεγάλη Ιδέα», όπως προβαλλόταν από τη μίζερη άρχουσα τάξη στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, δεν είχε καμιά σχέση «με την υγιή εθνική ιδέα της αποτίναξης του οθωμανικού σουλτανικού ζυγού, που κατάκαιε τους Ελληνες και τους ξεσήκωνε σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες τόσο πριν και στη διάρκεια της Επανάστασης, όσο και αργότερα».5
(...)Η ιδέα της δημιουργίας της «Μεγάλης Ελλάδας» είχε για στήριγμά της την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς των μεγάλων δυνάμεων. Τότε επρόκειτο για ελληνικά εδάφη. Τώρα αφορούσε την επέκταση σε βάρος ξένων χωρών».
Η εξυπηρέτηση των οικονομικών, πολιτικών και στρατηγικών συμφερόντων των ιμπεριαλιστών στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και ο πόλεμος των πετρελαίων παρουσιάστηκε από τους πολιτικούς της «Μεγάλης Ιδέας» σαν ιερός πόλεμος των Ελλήνων.
1. Μηνιαίο Δελτίο του Ειδικού Εμπορίου της Ελλάδος μετά των ξένων επικρατειών, έτη 1919-1921.
2. Νίκος Ψυρούκης: «Η μικρασιατική καταστροφή». Αθήνα 1982, σελ. 75.
3. Γιάννης Κορδάτος: «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας». Αθήνα 1958, σελ. 527.
4. Χρήστος Τσιντζιλώνης: «Η μικρασιατική εκστρατεία και οι ευθύνες της ολιγαρχίας και των κομμάτων της». Επιστημονικό διήμερο του ΚΜΕ, σελ. 40-41.
5. Πέτρος Ρούσος: «Η μικρασιατική καταστροφή» άρθρο στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 22, σελ. 94.