Προσωπικά αυτό που με ενδιαφέρει, αν και διαφωνώ με τον Σταντάλ, είναι να πέφτει η πιστολιά μέσα στην Οπερα της ζωής. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω κάθε είδους συρταροποίηση. Ο Μαρξ και ο Λένιν είναι και μεγάλοι ποιητές, κι έτσι τους απολαμβάνω. Από την άλλη, ο Βιργίλιος και ο Δάντης είναι και μεγάλοι πολιτικοί, αφού ασχολήθηκαν με τα κοινά και την ανθρώπινη φύση. Υπάρχει, βέβαια, και η πρώτη ύλη της ζωής, από αυτούς που δε γράφουν, δε ζωγραφίζουν, δεν κάνουν μουσική, κι όμως μας χαρίζουν εκπλήξεις και ρίχνουν πιστολιές μέσα στην Οπερα της ζωής. Είναι δίπλα μας, κυκλοφορούν μαζί μας. Ετσι, καμιά φορά, απ' όλους αυτούς τους παραπάνω κόσμους που μπλέκονται τόσο όμορφα μεταξύ τους προκύπτουν αινίγματα που ταράζουν την Οπερα και τα οποία καλούμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε. Παράδειγμα: Μια νεαρή γυναίκα από το Ανατολικό Τουρκεστάν έστειλε στον αγαπημένο της ένα μήνυμα που αποτελούνταν από μια χούφτα τσάι, λίγο χορτάρι, ένα κόκκινο φρούτο, ένα ξεραμένο βερίκοκο, ένα κομμάτι κάρβουνο, ένα λουλούδι, ένα κομμάτι ζάχαρη, ένα βότσαλο, ένα φτερό γερακιού κι ένα καρύδι. Το μήνυμα είχε ως εξής: «Πια δεν μπορώ να πιω τσάι, είμαι χλομή σαν τα χόρτα χωρίς εσένα, κοκκινίζω και μόνο που σε σκέφτομαι, η καρδιά μου καίει σαν κάρβουνο, είσαι όμορφος σαν λουλούδι και γλυκός σαν ζάχαρη, αλλά είναι από πέτρα φτιαγμένη η καρδιά σου. Θα πετούσα κοντά σου αν είχα φτερά, είμαι δικιά σου σαν το καρύδι που βαστάς στη χούφτα σου».
Υπάρχουν και στιγμές υψηλής ποιήσεως που είναι αδύνατο να τις καταγράψουμε ποτέ. Η νοσοκόμα που ψιθυρίζει στον μοναχικό ετοιμοθάνατο λόγια παρηγοριάς είναι πιο σπουδαία από έναν ιερέα που ακολουθεί ένα τυπικό συνήθειας. Είναι πιο σπουδαία κι από έναν Λάμα της Ανατολής, που προσπαθεί να καθοδηγήσει την ψυχή. Αυτή η γυναίκα αυτοσχεδιάζει με βάση το πρόσωπο του ασθενούς, γίνεται η ίδια ποίηση στο αυτί του, μούσα του και στερνή του εικόνα, ευτυχώς, όταν αυτός γλιστράει στον άλλο κόσμο. Αυτή η ποιήτρια που δε θα γνωρίσουμε ποτέ θα έπρεπε να είναι στο κέντρο της ζωής μας.
Ο νεαρός Φώτης Αποστολέλλης (όπως ήταν το πατρικό του όνομα, ενώ το Κόντογλου ήταν το όνομα της μητέρας του) παρακολούθησε μαθήματα στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας, τις αρχαίες Κυδωνίες, όπου υπήρχε φημισμένο σχολείο. Με το όνομα Αποστολέλλης έχει υπογράψει τα παιδικά και εφηβικά του έργα. Αργότερα χρησιμοποίησε κάποια άλλα ψευδώνυμα (Πάλμας), για να καταλήξει στην επιλογή του μητρωνύμου Κόντογλου, ίσως και χάρη στο θείο του ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου, που ανέλαβε, μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, την κηδεμονία και ανατροφή του. Κατά τα μαθητικά του χρόνια εμφανίστηκαν τα δύο ταλέντα του: της ζωγραφικής και το συγγραφικό. Το μαθητικό εικονογραφημένο περιοδικό, που εκδίδει με συμμαθητές του, αποτελεί βήμα για την πρώιμη εμφάνιση των δημιουργικών του ικανοτήτων. Το 1913 βρίσκεται στην Αθήνα και εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία εγκαταλείπει δύο χρόνια αργότερα και φεύγει στη Γαλλία. Ταξιδεύει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και καταλήγει στο Παρίσι, όπου δεν παρακολουθεί συστηματικά μαθήματα ζωγραφικής, αλλά εργάζεται στο περιοδικό «Ιλιουστρασιόν», κάνοντας εικονογραφήσεις, μερικές από τις οποίες βραβεύονται σε διαγωνισμό. Στο Παρίσι γράφει και το αριστούργημά του «Pedro Cazas», που θα εκδοθεί μετά την επιστροφή του στην Αθήνα.
Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί και εργάζεται στο γυμνάσιο ως καθηγητής των Γαλλικών και των Τεχνικών. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή καταφεύγει πρόσφυγας αρχικά στη Μυτιλήνη και αργότερα στην Αθήνα, όπου εργάζεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη. Είναι τότε που επισκέπτεται το Αγιον Ορος κι έρχεται σε πρώτη ουσιαστική επαφή με τη ζωγραφική. Στα 1925 εκδίδει τη «Φιλική Εταιρία», ένα περιοδικό τέχνης και «ελέγχου», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, με συνεργάτες τους: Κ. Βάρναλη, Δ. Πικιώνη, Γ. Κεφαλληνό κ.ά. Το 1932 τοιχογραφεί το σπίτι του με την τεχνική της νωπογραφίας, έχοντας ως βοηθούς του τους μαθητές του Γ. Τσαρούχη και Ν. Εγγονόπουλο. Στη γενική συνθετική αντίληψη ακολουθεί τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών με θέματα όμως κοσμικά, εξωτικά στις μεγάλες συνθέσεις και μορφές αρχαίων ποιητών στα στηθάρια.
Το μεγάλο έργο του στην κοσμική ζωγραφική θα το πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο. Από το 1937 έως το 1939/40 ζωγραφίζει στο Δημαρχείο της Αθήνας τέσσερις σε εντοιχισμένους καμβάδες συνθέσεις στο ισόγειο και τους τέσσερις τοίχους του τότε αναγνωστηρίου. Στις μεγάλες αυτές μνημειακές συνθέσεις επιχειρεί να απεικονίσει την ενότητα και συνέχεια του ελληνισμού, ζωγραφίζοντας συνθέσεις ιστορικές και πνευματικές προσωπικότητες από τη μυθολογία έως την Επανάσταση του 1821. Η αντίθεσή του προς το ρεαλισμό τον οδήγησε μορφολογικά στη λιτή καλλιτεχνική του έκφραση. Το σχέδιό του αποφασισμένο, οι συνθέσεις ήρεμες και ισορροπημένες, ντύνονται με χρώματα στα οποία αποφεύγονται οι δυνατοί τόνοι και επικρατεί μια χαμηλόφωνη αρμονία.
Στην εκκλησιαστική ζωγραφική συνέχισε τη μεταβυζαντινή παράδοση, χωρίς φιλολογικούς ιστορισμούς. Με τους μαθητές του δημιουργεί μεγάλο αριθμό εικόνων (περίπου 600) και «ντύνει» με τις τοιχογραφίες του δεκαπέντε περίπου μικρούς και μεγάλους ναούς. Ανάμεσά τους ο βυζαντινός ναός της Καπνικαρέας, ο Αγιος Ανδρέας στα Κάτω Πατήσια (1950), ο Αγιος Χαράλαμπος στο Πεδίον του Αρεως (1954), ο Αγιος Γεώργιος στην Κυψέλη (1954) κ.ά. Την πείρα την οποία είχε αποκτήσει ζωγραφίζοντας με τις τεχνικές και την τεχνοτροπία της βυζαντινής παράδοσης, από τη διδασκαλία αλλά και τη μελέτη παλαιών κειμένων, τη συγκέντρωσε στο δίτομο βιβλίο του «Εκφρασις, ήγουν ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας», που τιμήθηκε με Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1960). Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των λζ΄ Δημητρίων.