ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 13 Νοέμβρη 2002
Σελ. /40
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Θεσμοθετείται η αυθαίρετη χρήση των όπλων από αστυνομικούς!

Νομοσχέδιο παρουσίασε χτες ο υπουργός Δημόσιας Τάξης. Δίνει τη δυνατότητα για πυροβολισμούς ακόμη και εναντίον διαδηλώσεων

Eurokinissi

Πέντε μέρες πριν το γιορτασμό της επετείου από την εξέγερση του Πολυτεχνείου επέλεξε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, Μ. Χρυσοχοΐδης, να ανακοινώσει το σχέδιο νόμου που ρυθμίζει τα της οπλοφορίας και της χρήσης των πυροβόλων όπλων από τους αστυνομικούς. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που «εκσυγχρονίζει» το βασικό νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει εδώ και 60 χρόνια (Ν. 29/1943) και υποτίθεται ότι «προσαρμόζει τη σχετική νομοθεσία προς το φιλελεύθερο και δημοκρατικό μας πολίτευμα». Ομως, αποτελεί μια ακόμη ενέργεια που δεν μπορεί παρά να προστεθεί στο γενικότερο πλαίσιο έντασης του αυταρχισμού και της αστυνομοκρατίας, που επιβάλλει τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση. Επικαλείται επίσης τη μετάλλαξη του εγκλήματος σε βιαιότερες μορφές και ότι γι' αυτό «προβάλλεται έντονα το κοινωνικό αίτημα για άρτια και διαρκή εκπαίδευση των αστυνομικών στη χρήση των όπλων», όταν η ίδια η πολιτική της κυβέρνησης είναι αυτή που, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τα κοινωνικά αίτια που γεννούν την εγκληματικότητα, αλλά απεναντίας θρέφει αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Αλλωστε, η φιλοσοφία του νομοσχεδίου εντάσσεται στην κρατούσα αντίληψη ότι η εγκληματικότητα πατάσσεται με ενίσχυση και διεύρυνση των μέτρων αστυνομικού χαρακτήρα.

Η ουσία του νομοσχεδίου είναι ότι μεταφέρει στους αστυνομικούς την ευθύνη της απόφασης για χρήση των όπλων, ενώ οι διατάξεις σε γενικές γραμμές είναι διατυπωμένες με το σχήμα «απαγορεύεται, εκτός αν...», οπότε μένει ορθάνοιχτος ο δρόμος για κάθε λογής αυθαιρεσία. Το πρόβλημα γίνεται σοβαρό με δεδομένο τον προσανατολισμό των Σωμάτων Ασφαλείας στην καταστολή του λαϊκού κινήματος. Αναφέρει συγκεκριμένα το άρθρο 4: «Χρήση πυροβόλου όπλου και οι αρχές που τη διέπουν: Ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση του καθήκοντός του και συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: α) Εχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα μέσα, εκτός αν αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πρόσφορα στη συγκεκριμένη περίπτωση. β) Εχει δηλώσει την ιδιότητά του και έχει απευθύνει σαφή και κατανοητή προειδοποίηση για την επικείμενη χρήση πυροβόλου όπλου, παρέχοντας επαρκή χρόνο ανταπόκρισης, εκτός αν αυτό είναι μάταιο ή αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης. γ) Η χρήση πυροβόλου όπλου δε συνιστά υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της επαπειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής. δ) Εχουν εξαντληθεί οι ηπιότερες χρήσεις του πυροβόλου όπλου, εκτός αν αυτό είναι μάταιο ή αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης».

Κατά τον ίδιο τρόπο διατυπώνονται και οι περιπτώσεις που επιτρέπονται οι «εκφοβιστικοί πυροβολισμοί», οι «πυροβολισμοί κατά πραγμάτων», οι «πυροβολισμοί ακινητοποίησης» και οι «πυροβολισμοί εξουδετέρωσης».

Προβλέπει ότι ο αστυνομικός επιτρέπεται κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του να προτάσσει το πυροβόλο όπλο, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενεδειξεις ότι συντρέχει κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου, ιδίως σε περιπτώσεις ελέγχου υπόπτων προσώπων ή χώρων, νόμιμης σύλληψης ή απόδρασης κρατούμενου». Ομως η καθημερινή αστυνομική πρακτική των τελευταίων χρόνων θέλει να αντιμετωπίζονται οι πολίτες με προτεταμένα τα όπλα από τα αστυνομικά όργανα, κατά τη διεξαγωγή των αστυνομικών μπλόκων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η χρήση πυροβόλου όπλου «για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ή χώρων κλπ όταν «επιχειρείται η βίαιη είσοδος, προσβολή ή αφαίρεση των φυλασσόμενων από ένοπλο». Ομως το ίδιο το νομοσχέδιο κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στη χρήση όπλων γενικά (όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του Ν. 2168/1993, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ακόμη και ξύλα) και τη χρήση πυροβόλων όπλων.

Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι εναντίον «ένοπλου πλήθους» (τέτοιο «πλήθος» μπορεί να θεωρηθούν διαδηλωτές που κρατούν ξύλα) επιτρέπονται οι εκφοβιστικοί πυροβολισμοί, αλλά απαγορεύονται οι πυροβολισμοί ακινητοποίησης και εξουδετέρωσης, «εφ' όσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι».

Το σχέδιο νόμου επιτρέπει τον πυροβολισμό ακινητοποίησης για την αποτροπή αφοπλισμού αστυνομικού κατά την υπηρεσία του. Υπηρεσία, όμως, εκτελούν και οι άνδρες της Ασφάλειας που παρεισφρύουν σε συσκέψεις σωματείων και διαδηλώσεις με τα όπλα τους. Είναι αρκετά, δε, τα περιστατικά που διαδηλωτές έχουν εντοπίσει και... συλλάβει επ' αυτοφώρω αστυνομικούς και τους έχουν αφοπλίσει. Αντίθετα απαγορεύεται πυροβολισμός εξουδετέρωσης ή ακινητοποίησης εναντίον προσώπου, όταν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί οποιοσδήποτε αμέτοχος τρίτος, εναντίον ανηλίκου κάτω των 18 χρόνων, έκτος αν ο πυροβολισμός συνιστά το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου, αλλά και εναντίον προσώπου που απλώς τρέπεται σε φυγή, για να αποφύγει νόμιμο έλεγχο.

Κατά τα άλλα, το σχέδιο νόμου δίνει έμφαση στην εκπαίδευση των αστυνομικών στα όπλα, τόσο στη βασική, όσο και στη συντηρητική. Ομως η κυρίαρχη αντίληψη που υπάρχει σήμερα στην Αστυνομία έχει να κάνει με το πόσο αποτελεσματικά και εύστοχα πυροβολεί ο αστυνομικός. Σ' αυτό συντείνει και ο στρατιωτικός χαρακτήρας που διέπει τη λειτουργία των Σωμάτων Ασφαλείας.

Επίσης καθιερώνεται έλεγχος της ψυχικής καταλληλότητας των αστυνομικών για οπλοφορία, ενώ με μεταβατικές διατάξεις προβλέπεται διαδικασία υποβολής σε έλεγχο καταλληλότητας όλων των αστυνομικών που ήδη υπηρετούν, μέσα σε μια πενταετία, ώστε να αποκλειστούν οι ακατάλληλοι.

Οσον αφορά τις ποινικές κυρώσεις προβλέπει ότι αστυνομικός που εκτελεί παράνομα πυροβολισμό ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, όταν από αμέλεια κάνει χρήση πυροβόλου όπλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Επίσης δεν εφαρμόζεται διάταξη του Ποινικού Κώδικα (υπέρβαση άμυνας) για τον αστυνομικό που κάνει χρήση πυροβόλου όπλου από ταραχή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Τέλος, στα βασικά αρνητικά του νομοσχεδίου είναι τα εξής:

  • Επιβάλλει την οπλοφορία σε όλους τους αστυνομικούς, ανεξαιρέτως ειδικότητας και υπηρεσίας, εκτός αν έχει σχετική διαταγή.
  • Δεν υποχρεώνει τους αστυνομικούς να μην οπλοφορούν εκτός υπηρεσίας, τη στιγμή που είναι πάμπολλα τα περιστατικά χρήσης όπλων αστυνομικών ακόμη και εναντίον προσώπων του οικογενειακού τους περιβάλλοντος ή ατυχημάτων από παιδιά, συγγενικά και φιλικά πρόσωπα αστυνομικών.
Οταν τα όπλα τους... εκπυρσοκροτούν τυχαία!

Σχεδόν ένα χρόνο πριν, στις 5 Νοέμβρη του 2001, ο βουλευτής του ΚΚΕ Ορέστης Κολοζώφ, με Επίκαιρη Ερώτηση, έφερε στη Βουλή το θέμα της αστυνομικής αυθαιρεσίας, με αφορμή τη δολοφονία ενός 21χρονου Τσιγγάνου στο Ζεφύρι απ' τον αστυνομικό Γ. Τυλανάκη. «Το κλίμα που καλλιεργεί η κυβέρνηση με την πολιτική της μέσα στα Σώματα Ασφαλείας, οδηγεί σε απαράδεκτες πρακτικές των αστυνομικών απέναντι σε όλους τους πολίτες, ιδιαίτερα σε Τσιγγάνους και αλλοδαπούς», τόνιζε στη συγκεκριμένη Ερώτηση ο Ορ. Κολοζώφ. Και σημείωνε: «Η ατιμωρησία των οργάνων της τάξης πολλαπλασιάζει τα κρούσματα και όλα αυτά σε περίοδο που η κυβέρνηση προσανατολίζεται στη διεύρυνση της δυνατότητας χρήσης όπλων απ' την ΕΛ.ΑΣ.».

Τα γεγονότα και οι αριθμοί, αδιάψευστοι μάρτυρες των παραπάνω ανησυχιών: Την τελευταία τετραετία μόνο, είχαμε εννέα θανάσιμους πυροβολισμούς από αστυνομικούς. Το τελευταίο περιστατικό σημειώθηκε το βράδυ της 24ης Οκτώβρη, όταν ο ανθυπαστυνόμος Θεόδωρος Κάτσας, εκπαιδευτής της ΕΛ.ΑΣ., που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, πυροβόλησε στο κεφάλι τον Αναστάσιο Λιμούρα, 23 χρόνων. Το τραγικό περιστατικό έγινε στη Γλυφάδα.

Ωστόσο τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν την ουσιαστική ατιμωρησία που απολαμβάνουν τα μέλη των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας: Απ' τις πέντε υποθέσεις που εκδικάστηκαν απ' τις αρχές του 2000 μέχρι τον Ιούνη του 2002, δύο αστυνομικοί αθωώθηκαν(!) και οι υπόλοιποι τρεις κρίθηκαν ένοχοι ανθρωποκτονίας από... αμέλεια.

Αξίζει να θυμηθούμε τρεις απ' αυτές τις περιπτώσεις:

Στις 23 Οκτώβρη του 1998 ο αστυνομικός Κυριάκος Βαντούλης, σκότωσε το 17χρονο μαθητή απ' τη Σερβία Μάρκο Μπουλάτοβιτς, πυροβολώντας τον στο στήθος, κατά τη διάρκεια επιχείρησης για τη σύλληψη ενός τσαντάκια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ο 17χρονος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, στα πλαίσια σχολικής εκδρομής. Ηταν άοπλος και, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, δεν είχε διαπράξει την κλοπή. Ο αστυνομικός συνελήφθη, ωστόσο η υπηρεσία του φρόντισε αμέσως να τον «καλύψει»: Υποστήριξε ότι ο ανήλικος Σέρβος και οι συμμαθητές του είχαν ασκήσει πίεση στον αστυνομικό, με αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτήσει τυχαία το πιστόλι! Λίγες μέρες αργότερα ο αστυνομικός αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους... Στη δίκη που έγινε τον Ιούνη του 2000, το δικαστήριο έκρινε τον Κ. Βαντούλη ένοχο ανθρωποκτονιών από αμέλεια και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 27 μηνών, με τριετή αναστολή! Οι γονείς του παιδιού ακόμα ψάχνουν και δεν μπορούν να βρουν το δίκιο τους...

Την 1η Απρίλη του 1998, ο Αγγελος Τζελάλ - 29χρονος Τσιγγάνος απ' τη Χαλκηδόνα - έχασε τη ζωή του με τον ίδιο τρόπο: Πυροβολήθηκε από αστυνομικούς. Η δικαστική ανάκριση σ' αυτή την υπόθεση περατώθηκε στις 31 Γενάρη 2000, οπότε ο εισαγγελέας προώθησε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο με την πρόταση να απορριφθούν οι κατηγορίες εναντίον των τριών αστυνομικών, με το σκεπτικό ότι είχαν ενεργήσει ευρισκόμενοι σε άμυνα. Η πρόταση έγινε δεκτή απ' το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο στις 23 Φλεβάρη 2000 αποφάνθηκε ότι δεν έπρεπε να υπάρξει κατηγορία σε βάρος των αστυνομικών. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά βασίστηκε μόνο στις μαρτυρίες των τεσσάρων αστυνομικών που ήταν παρόντες στο συμβάν!

Κάτι ανάλογο έγινε και στην περίπτωση του τσιγγάνου Αναστ. Μουράτου, ο οποίος έχασε τη ζωή του στις 20 Νοέμβρη 1996, όταν μπλόκο αστυνομικών σταμάτησε το αυτοκίνητό του έξω απ' τη Λιβαδειά. Ο αστυνομικός που τον πυροβόλησε, ο Δημ. Τρίμμης, απ' την αρχή υποστήριξε ότι το όπλο του εκπυρσοκρότησε κατά λάθος! Δύο μέρες αργότερα ο αστυνομικός αφέθηκε ελεύθερος, αφού του απαγγέλθηκε η κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο και της παράνομης οπλοχρησίας. Δυόμισι χρόνια αργότερα, τον Ιούνη του 1999, διώχτηκε ποινικά με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Η κατηγορία της παράνομης οπλοχρησίας εγκαταλείφθηκε στην πορεία...

Δε χρειάζεται, βέβαια, να υπενθυμίσουμε ότι σχεδόν ατιμώρητοι έμειναν και οι υπόλοιποι αστυνομικοί που σκότωσαν με τα όπλα τους τον 21χρονο Τσιγγάνο Μαρίνο Χριστόπουλο στο Ζεφύρι, τον Οκτώβρη του 2001, τους Λαζ. Μπέκο και Λευτ. Κοτρόπουλο το Μάη του 1998, τον Νικ. Κατσαρή το Σεπτέμβρη του 1999 και τον 20χρονο Αλβανό Σ. Γκεντάν το Νοέμβρη του 2001.

Το πιο πρόσφατο περιστατικό θανάσιμου πυροβολισμού από αστυνομικό, ήταν αυτό της Γλυφάδας.

Χαιρετίζει η ΠΟΑΣΥ

H Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων (ΠΟΑΣΥ), με ανακοίνωσή της, «χαιρετίζει θετικά» την «αναμόρφωση του παμπάλαιου νομοθετήματος σε ό,τι αφορά στη χρήση των όπλων από τους αστυνομικούς». Η ΠΟΑΣΥ, ωστόσο, επισημαίνει ότι «η έλλειψη γνώσης του όπλου και η απαράδεκτη έως ανύπαρκτη εκπαίδευση του αστυνομικού στα όπλα, η κακή ψυχολογική προετοιμασία του και η έλλειψη συντονισμένων ενεργειών, θεωρητικά αντιμετωπίζονται με το δημοσιοποιηθέν Σχέδιο Νόμου από πλευράς του υπουργού Δημόσιας Τάξης».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ