ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 4 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /40
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ανθρώπινες ιδιαιτερότητες και δράματα
«Σέντζας» από το Εθνικό Θέατρο

«Σέντζας» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
«Σέντζας» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
Στα 1925 ο θίασος Αιμίλιου Βεάκη - Χριστόφορου Νέζερ ανέβασε το έργο του Παντελή Χορν «Σέντζας», σε μια τρίπρακτη εκδοχή του. Ακόμη και σήμερα παραμένει μυστήριο για ποιους λόγους απαλείφτηκε η σωζόμενη τέταρτη πράξη. Κόπηκε από τη λογοκρισία; Επειδή θα κούραζε μια τετράπρακτη παράσταση; `Η, μήπως, θεωρήθηκε ότι η τέταρτη πράξη μετέστρεφε το έργο από κωμωδία σε δράμα; Οπως και να 'ναι, με αυτό το έργο ο Χορν, τόλμησε ό,τι δεν τόλμησαν δραματουργοί και των πιο «απελευθερωμένων» ηθικά ευρωπαϊκών χωρών. Μίλησε για ένα θέμα «ταμπού», ακόμα και σήμερα. Για την ανδρική σεξουαλική μειονεξία, την απόκρυψή της με διάφορα ψεύδη και μέσα και τις, συχνά, δραματικές συνέπειές της (ψυχολογικές, οικογενειακές, κοινωνικές και άλλες).

Μεγάλος μάστορας της δραματουργίας ο Χορν, με το έργο αυτό συνδύασε την κωμωδία καταστάσεων και χαρακτήρων με την κοινωνική σάτιρα, το ατομικό με το κοινωνικό πρόβλημα. Το «είναι» και το «φαίνεσθαι» ατόμου και κοινωνίας. Ο Χορν ονόμασε τον πρωταγωνιστή του έργου με την ιταλική λέξη senza (προφέρεται σέντσα και σημαίνει άνευ, χωρίς), για να σηματοδοτήσει τη σεξουαλική του ανικανότητα. Ο Σέντζας -ένας πλούσιος, γοητευτικός, ακμαίος ηλικιακά, Ελληνας τραπεζίτης της Κωνσταντινούπολης- φιλοξενείται σε κάποιο ελληνικό νησί, στο σπίτι ενός παμπόνηρου κοινοτάρχη. Ο τρόπος ζωής, το «φαίνεσθαι» και τα λεγόμενα του Σέντζα «διαδίδουν» ότι είναι αχόρταγος «δον Ζουάν» με όλα τα θηλυκά του χωριού και «πατέρας» επερχόμενων νόθων παιδιών. Μόνον την κόρη του κοινοτάρχη, τη Μαρίτσα, «σέβεται» ο «ερωτύλος» Σέντζας, παρότι εκείνη λαχταρά τον έρωτά του και ο πατέρας της προσβλέπει στα λεφτά του. Καθώς το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, το μυστικό του Σέντζα αποκαλύπτεται, από τον αρπακτικό επίτροπο - ταμία της εκκλησίας. Ο χωρισμένος από τη γυναίκα του -λόγω της ανικανότητάς του- Σέντζας κατέφυγε στο νησί, ακριβώς, για να κρύψει το βάσανό του. Το κρύβει, ψευδολογώντας περί του αχαλίνωτου σεξισμού του και εξαγοράζοντας με χρήμα τη σιωπή των «κορακιών» του νησιού -του εκκλησιαστικού επιτρόπου, του δασκάλου, του γιατρού, του κοινοτάρχη- και του πραγματικού εκμαυλιστή των γυναικών, του πραματευτή.

«Proof» στο θέατρο «Μουσούρη»
«Proof» στο θέατρο «Μουσούρη»
Ο Χορν αντιπαρέθεσε το αυτοβασανιστικό, ουσιαστικά αθώο ψέμα του Σέντζα απέναντι στο ψεύδος, την υποκρισία, την αρπακτικότητα, τη φαυλότητα της κοινωνίας. Με ένα μυθοπλαστικό εύρημα, όμως, στην τρίτη πράξη, μετέστρεψε την κωμικοσατιρική πλοκή, αναδεικνύοντας και το ατομικό δράμα. Το αφροδισιακό παρασκεύασμα που παρήγγειλε ο Σέντζας στον πραματευτή, περιέπλεξε την κατάσταση. Η ερωτευμένη με τον Σέντζα Μαρίτσα, ξεγελασμένη από τον πραματευτή ότι είναι «φάρμακο» για τα νεύρα, ήπιε και ασυγκράτητη υπέκυψε στον πραματευτή. Ο πατέρας της, θαρρώντας «εκμαυλιστή» της τον Σέντζα, τον αναγκάζει να την παντρευτεί. Ο Σέντζας, λαχταρώντας για αγάπη, τρυφερότητα και συντροφιά δέχεται, αλλά επιβάλλει στη Μαρίτσα ένα «λευκό γάμο», μια αδελφική σχέση μεταξύ τους. Σε αυτό το δράμα αφορά η άπαιχτη τέταρτη πράξη.

Ο Κώστας Τσιάνος, επιλέγοντας την τρίπρακτη εκδοχή του έργου, με κέφι και καυστικό χιούμορ, ανέδειξε την ιθαγένεια των προσώπων, το χαρακτήρα και τα κουσούρια τους, αλλά και την κοινωνική σάτιρα. Την ελληνική «ταυτότητα» του έργου υπηρέτησε το καλαίσθητο ρεαλιστικό σκηνικό και τα χαρακτηρίζοντα το κάθε πρόσωπο κοστούμια της Ρένας Γεωργιάδου. Ξένη, όμως, από το ηθογραφικό κλίμα ακούγεται η μουσική επιμέλεια του Θανάση Μωραΐτη.

Η κωμικοσατιρική κατεύθυνση της σκηνοθεσίας υπογραμμίζεται από αξιόλογες, αλλά και ρέπουσες προς μια γκροτέσκα υπερβολή, ερμηνείες των έμπειρων και νεότερων ηθοποιών της διανομής (με σειρά εμφάνισης): Νικολέττας Βλαβιανού, Αλεξάνδρας Παντελάκη, Τάσου Περζικιανίδη, Περικλή Καρακωνσταντόγλου, Γιάννη Δεγαΐτη, Τάκη Χρυσικάκου, Τρύφωνα Παπουτσή, Σωτήρη Τσεβελέκου, Βάσως Ιατροπούλου, Κλαίρης Μανιάτη. Η Ελευθερία Βιδάκη καταθέτει την πιο λιτή και μετρημένη ερμηνεία.

«Proof» στο «Μουσούρη»

Πόσοι άνθρωποι μπορούν να προσεγγίσουν, έστω και λίγο, τους «κόσμους» της φιλοσοφίας, ή τη «σφαίρα» και τα θεωρήματα των ανώτερων μαθηματικών; Ελάχιστοι. Πόσοι μπορούν να κατανοήσουν την ιδιαίτερη, «ακατανόητη» για τον απλό, κοινό νου, ψυχοδιανοητική λειτουργία ενός φιλοσόφου ή ενός ιδιοφυούς μαθηματικού εγκεφάλου; Ελάχιστοι. Πόσοι, ακόμη και σήμερα, μπορούν να δεχτούν την ιδέα ότι η ιδιοφυία και μεγαλοφυία στις επιστήμες, στα Γράμματα και στις Τέχνες δεν είναι αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο; Πόσοι άνδρες μπορούν να παραδεχτούν, να αναγνωρίσουν, να μην αμφισβητήσουν, και, πολύ περισσότερο, να θαυμάσουν και να εξάρουν, λ.χ. τη μαθηματική ιδιοφυία μιας γυναίκας γενικότερα, και ειδικότερα μιας γυναίκας, η οποία τους ελκύει ερωτικά; Ελαχιστότατοι. Αυτός είναι ο κινητήριος θεματολογικός «πυρήνας» του έργου του Ντέιβιντ Ομπουρν «Proof», που παρουσιάζεται στο θέατρο «Μουσούρη». Ο Αμερικανός συγγραφέας έγραψε μια πανέξυπνη, «πανούργα», δραματουργικά ερωτική και παράλληλα οικογενειακή ιστορία, με δραματικών αποχρώσεων ψυχογραφικές εξάρσεις και συγκρούσεις και αίσιο τέλος, με θέμα την ψυχοδιανοητική ιδιαιτερότητα, την «τρέλα» που μπορεί να παρουσιάσει ο ιδιοφυής μαθηματικός, και την άρνηση της ανδροκρατικής κοινωνίας απέναντι στη γυναικεία μαθηματική ιδιοφυία. Πρόσωπα του έργου είναι ο Ρόμπερτ, ένας χήρος, φημισμένος για τα προωθημένα θεωρήματά του, πανεπιστημιακός καθηγητής των Ανώτερων Μαθηματικών. Η μικρή κόρη του, Κάθριν, που εγκατέλειψε τις μαθηματικές σπουδές της, για να φροντίζει τον «τρελαμένο» στη διάρκεια των μαθηματικών τους συλλήψεων πατέρα της. Η φευγάτη από το σπίτι της, ανέμελη, προσγειωμένη στη συνήθη ανθρώπινη ζωή, πρωτότοκη κόρη του, Κλερ. Και ο Χαλ, ο οποίος προετοιμάζει τη διδακτορική διατριβή του με την υποστήριξη του καθηγητή και όταν εκείνος αιφνιδίως πεθαίνει, ανασκαλεύοντας κρυφά τα συρτάρια του καθηγητή του, ανακαλύπτει σ' ένα τετράδιο ένα καινούριο, άγνωστο, εξαιρετικά προχωρημένο μαθηματικό θεώρημα. Ο θάνατος του καθηγητή θα «πυροδοτήσει» το ερωτικό σμίξιμο του Χαλ με την Κάθριν, την αποκάλυψη ότι το μαθηματικό θεώρημα στο τετράδιο είναι δικό της, την αμφισβήτηση της ιδιοφυίας της από τον Χαλ, το χωρισμό τους και, τέλος, την αναγνώρισή της.

Πανέξυπνο το έργο, πανέξυπνα μεταφρασμένο και σκηνοθετημένο από τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, πανέξυπνα παιγμένο από τέσσερις ταλαντούχους ηθοποιούς, προσφέρει μια από τις καλύτερες μέχρι τώρα παραστάσεις του χειμώνα. Η σκηνοθεσία, με τη συνεργασία του ατμοσφαιρικού σκηνικού της Ελένης Μανωλοπούλου (εξελίσσεται σε «κεφάλαιο» της ελληνικής σκηνογραφίας) προβάλλει σε πρώτο, κυρίαρχο, δραματικού κλίματος «πλάνο», αφενός την απόλυτα ανθρώπινη υπόσταση, και αφ' ετέρου την ψυχανάλυση της ιδιαίτερης, έως και διαταραγμένης, κινούμενης σε άλλες «σφαίρες» ψυχοδιανοητικής λειτουργίας, που παρουσιάζει μια μαθηματική ιδιοφυία. Ο έρωτας περνά σε δεύτερο «πλάνο», διόλου όμως ασήμαντο, ή γλυκανάλατο, καθώς και ο έρωτας, όπως και ένα πνευματικό επίτευγμα, γεννιέται μέσα από δοκιμασίες των αναγκών της ψυχής και του νου, μέσα από την αλληλοαποδοχή ή αλληλοαπόρριψη των δύο ερωτικών πόλων.

Ο σκηνοθέτης επέλεξε άξιους ηθοποιούς. Τον έμπειρο, στέρεο, εκφραστικά δυναμικό, αλλά και αισθαντικό Γιώργο Κέντρο (Ρόμπερτ). Την Πέγκυ Τρικαλιώτη (Κάθριν), ηθοποιό με πληθωρικό υποκριτικό ταλέντο, βαθύ συναίσθημα, ρυθμοποιητικό «νεύρο», σκηνική ευφυία, ασκημένα εκφραστικά μέσα. Η ηθοποιός οφείλει όμως να προσέξει τον ορατό -ήδη- κίνδυνο να μανιεριστεί, να «φλυαρεί» άμετρα με τις εκφραστικές δυνατότητες του λόγου, του προσώπου, των χεριών, του σώματός της και αυτάρεσκα να τις επιδεικνύει στο θεατή. Η νέα ηθοποιός Φαίη Ξυλά, με αμεσότητα, φυσικότητα, αίσθηση του χιούμορ, ερμήνευσε την Κλερ. Η έκπληξη της παράστασης, η πιο ελκυστική, αυθεντική, αληθινή, ανεπιτήδευτη ερμηνεία είναι του νέου, πολλά υποσχόμενου Γιώργου Καραμίχου. Ο Γ. Καραμίχος δεν παριστάνει, είναι ο Χαλ...


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ