ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Μικρή» μουσική ... μεγάλης πίστας

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ολα τα 'χει ο μπαξές της νυχτερινής Αθήνας, που συνεχίζει ν' αναστενάζει στους «ναούς» της μουσικής φτήνιας. Ομως, όπως φαίνεται, το φετινό χειμώνα στις μεγάλες πίστες της μικρής μουσικής αυτό που κυριαρχεί είναι τα τραγουδιστικά δίδυμα. Δίδυμα νεότερων και αρχαιότερων αστέρων της νύχτας, δίδυμα που πρωταγωνιστούν σε συναντήσεις απόλυτου «ερωτικού θρίλερ», δίδυμα που προσκαλούν σε βραδιές μουσικής κακογουστιάς και γκλαμουράτης αισθητικής «τέρψης». Η χειμερινή νυχτερινή Αθήνα έβαλε τα «καλά» της και για μια ακόμη φορά αποκαλύπτει το φτιασιδωμένο «πρόσωπό» της. Ενα πρόσωπο τραβηγμένο από τις πολλές επεμβάσεις των «πλαστικών χειρουργών» της βιομηχανίας του θεάματος, που άλλοτε με ύφος «σκοτεινό» κι άλλοτε χαζοχαρούμενο προσκαλεί μέσα από τις γιγαντοαφίσες των μεγαλοαοιδών, οι οποίες «κοσμούν» τους συχνά πυκνά πλημμυρισμένους δρόμους της Αθήνας.

Εξάλλου, η τηλεόραση, τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια που εισβάλλουν στα ενδότερα των οίκων, έχουν ήδη προσφέρει στους τηλεθεατές ολόπλευρη ενημέρωση για τις περισσότερες από αυτές τις «κοσμοϊστορικές» μουσικές συνεργασίες. Δεν υπάρχει βραδιά, που να μην παρελαύνουν από τα «σοβαρά» δελτία των ειδήσεων «προσωπικότητες» του ελληνικού τραγουδιού, δεν υπάρχει «πτυχή» του θέματος που να μην «αποκαλύπτεται»: Γίνεται ή όχι χρήση πλέι μπακ από τη μία τραγουδίστρια; Συνεχίζεται ή όχι η κόντρα για το «κόκκινο φουστάνι»; Μάλιστα, το έργο της «πολιτιστικής» ενημέρωσης, που ασκούν τα κανάλια, ενισχύεται και με «αποκαλυπτικές» συνεντεύξεις, που δίνουν ολοένα και συχνότερα οι ίδιοι πάντα αστέρες, στο πλαίσιο «ενημερωτικών» εκπομπών: Ο ένας με τα «μάτια της Ελλης», η άλλη ενώπια ενωπίω του Νίκου, και πάει λέγοντας. Κι αν αυτά μαρτυρούν την «πολιτιστική προσφορά» των «σοβαρών καναλιών» μέσα από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές, αυτή η «προσφορά» φτάνει στο ύψιστο μέγεθός της μέσα από τα πρωινάδικα των καναλιών. Κομίζοντας την αισθητική της νύχτας, από τα χαράματα ακόμη, επιδίδονται στην ανάδειξη όχι μόνον αστέρων, αλλά και άγνωστων αοιδών, που φιλοδοξούν μια θέση στο μουσικό «χρηματιστήριο». Εξάλλου, τα ονόματα πολλών από αυτούς βρίσκονται κάτω από τις ετικέτες δισκογραφικών εταιριών, οι οποίες είναι θυγατρικές των ίδιων των καναλιών, που πασχίζουν για την προώθησή τους και την άνοδο των πωλήσεων των ηχογραφημάτων τους.

Η μικρή μουσική της μεγάλης πίστας δείχνει ότι και φέτος καλά κρατεί. Εξάλλου, πολλά είναι τα «δεκανίκια» που πασχίζουν για τη συντήρησή της. Δίπλα στους «ναούς» της πρώτης κατηγορίας, όπου μια μπουκάλα ουίσκι φτάνει μέχρι και τα 230 ευρώ, και τα σκυλάδικα της Β` εθνικής, που δείχνουν να παίρνουν την εκδίκησή τους. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρά το γεγονός πως τα άσματα - σλόγκαν, που κατά κόρον άδονται σε αυτά, τώρα ανεβαίνουν στα τοπ τεν της μουσικής βιομηχανίας. Χέρι - χέρι, λοιπόν, το «Δεν έχω τάσεις αυτοκτονίας» της Βίσση ή το «Ανάβεις φωτιές» της Βανδή, με κομμάτια όπως «Ελα στον παππού», «Πάρε τηλέφωνο τον κερατά, καλύτερα τώρα παρά μετά», «Θέλεις μπουζούκια - πάμε» και τόσα άλλα ανάλογης «έμπνευσης», τα οποία μέχρι τώρα ακούγονταν «για πλάκα». Εξάλλου, η απόσταση ανάμεσα στα εμπορικά ποπ - σκυλάδικα του Καρβέλα ή τα τεκνολαϊκά του Φοίβου και στα σλόγκαν κερκίδας των αυθεντικών σκυλάδων δεν είναι μεγάλη. «Μουσική» πάσας ευτέλειας και ανοησίας, στίχος που επαναλαμβάνει πέντε - δέκα ρήματα και άλλα τόσα ουσιαστικά, δίνοντας την αίσθηση φτηνής «μεθόδου εκμάθησης» της ελληνικής γλώσσας για αλλοδαπούς, είναι το «πολιτιστικό» προϊόν των περισσότερων μεγάλων κέντρων και, βεβαίως, πολλών μικρότερων. Η υποκουλτούρα σε όλο της το μεγαλείο και στο ίδιο έργο θεατές όσοι είναι διατεθειμένοι να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη για να «απολαύσουν» ζωντανά - τι κι αν πολλές φορές είναι φανερό το από μηχανής πλέι μπακ; - τους απαστράπτοντες, ή τους λιγότερο αστραφτερούς τραγουδιστές.

Μάλλον δε χρειάζεται να πούμε πως το κεφάλαιο μέσα από διάφορους τρόπους συμπεριφέρεται βάναυσα στις πνευματικές ανάγκες του λαού, των εργαζόμενων. Το έχει αποδείξει επανειλημμένα. Και όλοι νιώθουμε στο πετσί μας τις επιπτώσεις μιας εποχής πρωτοφανούς πνευματικής και ψυχικής εξάντλησης του ανθρώπου. Ο έλεγχος του ελάχιστου πλέον ελεύθερου χρόνου απαιτεί και την ευρύτερη διάδοση της υποκουλτούρας, ελληνικής και ξένης. Μιας «κουλτούρας», που εκφράζεται μέσα από ποικίλες μορφές, επιδιώκοντας τη χειραγώγηση συνειδήσεων, την αιχμαλωσία μυαλού και γούστου, την αποξένωση. Το χρήμα, το κέρδος στο οποίο αποσκοπεί η βιομηχανία του θεάματος, πολυεθνική και εγχώρια, το «χρηματιστήριο» του «λάιφ στάιλ» είναι η μία παράμετρος. Οι συνειδήσεις και η χειραγώγησή τους είναι η άλλη. Και οι βραδιές εκτόνωσης στα πάσης φύσεως σκυλάδικα - ιμιτασιόν ή αυθεντικά -βάζουν το λιθαράκι τους στη συντήρηση και διατήρηση του κυρίαρχου πολιτισμού της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης. Ομως, εκτός από τα εκτυφλωτικά φώτα της φτήνιας και της κακογουστιάς, υπάρχουν και κάποιοι χώροι, όπου ακόμα ανάβουν φωτίτσες πολιτιστικής θαλπωρής. Ας τους ανακαλύψουμε.


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Αρνούμαι

Η χρεοκοπία της εθνικής γλώσσας έχει πια συντελεστεί. Λέξεις καίριες και αποφασιστικές για την επικοινωνία μας δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν, γιατί από μόνες τους δεν έχουν πια κανένα νόημα. Εχουν μετατραπεί σε ενοχλητικά μηχανάκια, που κουρδίζονται και μετακινούνται πέρα - δώθε, κάνοντας εκείνο το γνωστό μεταλλικό θόρυβο, που κάνουν όλα αυτά τα κουρδιστά παιχνίδια στα χέρια νηπίων και αμαθών. Δε μιλώ, βέβαια, για μια χρεοκοπία στην περιοχή της γραμματικής ούτε του συντακτικού. Δε μιλώ για μια χρεοκοπία της εκφραστικής ή της διατύπωσης του πλούτου των λέξεων και της διαφάνειάς τους. Μιλώ για τη χρεοκοπία της εθνικής μας γλώσσας, στα πλαίσια της πολιτικής κρίσης, όπως προσπαθούν να την περιγράψουν οι κήρυκες της κυβέρνησης, αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συσσωρεύοντας λέξεις που δε μεταφέρουν νοήματα, αλλά αναδίδουν δυσοσμίες. Κάθε μέρα χαλκεύονται νεόκοπες εκφράσεις, που θέλουν να πουν αυτό αλλά στο τέλος λένε το άλλο, γιατί το άλλο μπορεί να είναι αυτό και να μη σημαίνει το άλλο. Επιχειρούνται και λεκτικές συνθέσεις επαναπροσδιορίζονται οι παλιές, ενώ οι νέες αποκτούν αποχρώσεις καινούριες, που, ενώ δεν είναι οι παλιές, μπορεί να μην είναι ούτε και οι καινούριες. Κάθε δυνατότητα επικοινωνίας αποτυγχάνει και καμιά συνεννόηση δεν προωθείται.

Τι να αποκομίσεις, λοιπόν, από αυτή τη χρεοκοπημένη εθνική γλώσσα! Με τέτοια γλώσσα πώς να διηγηθείς και πώς να διαμαρτυρηθείς! Πώς να χαρακτηρίσεις τους ψεύτες, τους κλέφτες, τους φυγάδες, τους πληρωμένους ελεγκτές, τους απόντες εκπροσώπους! Δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες λέξεις. Τις έχουν φυγαδεύσει. Τις καταχώρησαν σε λαθραίους λογαριασμούς και τις εξαργύρωσαν στα παζάρια της κυβερνητικής «μη - λεξίας»! Κι ό,τι μας λένε και μας διηγούνται δεν είναι με λέξεις φτιαγμένες με την αλήθεια, αλλά με μαρκαδόρους και σπρέι όπως οι λέξεις στα ντουβάρια των γηπέδων «sark», «gate», «satan», «tifosi», «metal» κ.ά. Γι' αυτό κι όταν μας μιλούν για ευθιξία, ήθος, ντροπή, απάτη, επικοινωνία, αγροτιά, εργατιά και διαπλοκή δεν εννοούν την ευθιξία, το ήθος, την ντροπή, την απάτη, την επικοινωνία, την αγροτιά, την εργατιά και τη διαπλοκή. Φαίνεται να μην ξέρουν τι νόημα έχουν αυτές οι λέξεις, πώς συντάσσονται και ούτε πώς γράφονται. Γι' αυτό κι όταν τις χρησιμοποιούν είναι σαν να παίζουν με τα πολύχρωμα μπαλόνια της Αποκριάς και πότε τα φουσκώνουν και πότε τα σπάνε, για να απολαύσουν τα θορυβώδη σπασίματα μόνοι αυτοί, απροσάρμοστοι και αναξιόπιστοι, χρεοκοπημένοι ψευτονταήδες, χρυσοθήρες της Αγριας Δύσης.

Οσοι, όμως, μιλούν σωστά την εθνική μας γλώσσα και δεν παίζουν με τις λέξεις της. Οσοι λέμε «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη» πρέπει να αντισταθούμε, να αρνηθούμε, να καταγγείλουμε από την αρχή με τις ίδιες λέξεις, γιατί δεν υπάρχουν άδειες λέξεις, δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, υπάρχουν άδειοι και χυδαίοι άνθρωποι. Πρέπει να τους αρνηθούμε το δικαίωμα να μιλούν. Να αντισταθούμε στην ηθική που μας επιβάλλουν. Να καταγγείλουμε τα ψεύδη και τις βωμολοχίες τους. Είναι ώρα «να βγούμε στους δρόμους» που λέει κι ένα παλιό τραγουδάκι, που το λέγαμε όταν ήμασταν μικροί, γιατί δεν ξέραμε τι θα πει «βγαίνω στους δρόμους». Ούτε οι δικαστές, ούτε οι χειρουργοί μπορούν να μας υποκαταστήσουν. Οι πρώτοι είναι υπηρεσιακοί. Οι δεύτεροι είναι κερδοσκόποι. Φοβούμαι πως θα μας γελάσουν και οι δύο. Εγώ, μια φορά, το δηλώνω δημόσια πως αρνούμαι να αντικαταστήσω την ηδονή του πολέμου με την ταμπέλα «εθνική άμυνα». Προτιμώ να μείνω έτσι, ανυπεράσπιστος! Προτιμώ να δημιουργώ και όχι να σκοτώνω στο όνομα της αγαπημένης πατρίδας!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ