ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΦΑΛΙΤΣΑ ΡΙΤΣΟΥ
Σεμνή και διακριτική παρουσία

Η Φαλίτσα με τον Γιάννη Ρίτσο και την κόρη τους Ερη
Η Φαλίτσα με τον Γιάννη Ρίτσο και την κόρη τους Ερη
Στα χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας της στο Μεσαίο Καρλόβασι Σάμου, «ξεκουράζεται», από προχθές, η συντρόφισσα της ζωής του Γ. Ρίτσου, Φαλίτσα (Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου), μετά από ένα γενναίο αγώνα ζωής που έδωσε περίπου για ένα χρόνο. Στη Σάμο που και οι δύο αγάπησαν, τα μάτια τους θα εξακολουθούν να «αγναντεύουν» το βαθύ αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο. Θα θυμόμαστε πάντα τα ζεστά μάτια της, που διακριτικά και με μέγιστη σεμνότητα αναπολούσαν στιγμές μιας ολόκληρης ζωής. Η φωνή, ραγισμένη κάποιες στιγμές, διηγιόταν γεγονότα βαθιά χαραγμένα στη μνήμη, στην καρδιά. Εικόνες από τη ζωή του ποιητή, μα και από τη δική της, σεμνή, διακριτική παρουσία στο πλάι του.

Η Φαλίτσα Ρίτσου, η σύζυγος, η συντρόφισσα του ποιητή της Ρωμιοσύνης, η πρώτη γυναίκα γιατρός της Σάμου, που τίμησε το λειτούργημά της, προσφέροντας επί πολλά χρόνια τις υπηρεσίες της στο νησί της και τους ανθρώπους του, με δέος και υπευθυνότητα, είχε μιλήσει στο «Ρ» για μια και μοναδική φορά για «τη μεγάλη σε συγκινήσεις ζωή», στο πλευρό ενός «τεράστιου ανθρώπου». Μια ζωή, μεγάλη σε προσφορά, θυσίες, οράματα, αγωνιστικότητα, αλληλοκατανόηση.

«Γνωριστήκαμε», είχε πει τον Οκτώβριο του 1995, «το 1947. Ημουν ακόμη φοιτήτρια. Κάποιοι νέοι - τότε ήμασταν στην ΕΠΟΝ - με έστειλαν στον Ρίτσο να του ζητήσω βιβλία για να διαβάσουν. Είπαν ότι ο Ρίτσος θα μπορούσε να μας δώσει βιβλία, αν και δυσκολευόταν να το κάνει, με το φόβο μήπως του τα χαλάσουν. Ηθελαν να στείλουν εμένα, όμως εγώ δεν ήθελα. Τι να πω εγώ με τον Ρίτσο; Ποίηση διάβαζα από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Ηταν αυτή, η παλιά η ποίηση: Παλαμάς, Γρυπάρης, Μαλακάσης, ποιητές που μας γέμιζαν τη ζωή. Για τον Ρίτσο, άκουγα πολλά, όμως δεν είχα ιδέα ποιος ήταν. Επειδή, όμως, ανάμεσα σε αυτούς, που μου ζητούσαν να πάω υπήρχε και ένας νέος άνθρωπος, που ήταν άρρωστος και ήθελε βοήθεια, το πήρα απόφαση. Την παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1947, χτύπησα την πόρτα του»...

«Το '48 τον πιάσανε. Σε κάποια από τις πολύ αραιές επισκέψεις μου στο σπίτι του, μου είπαν ότι δεν ήταν εκεί. Εμαθα ότι τον είχαν στείλει εξορία στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Αργότερα τον στείλανε στη Μακρόνησο. Οταν γύρισε το '50, τον άφησαν για πολύ λίγο ελεύθερο. Μάλιστα, ο ίδιος δεν ήθελε να ανοίξει ούτε τη βαλίτσα του, γιατί πίστευε ότι σε λίγο θα τον ξανάστελναν εξορία. Οπως και έγινε. Τον στείλανε στον Αϊ - Στράτη το '50. Δύο χρόνια μετά, τον άφησαν πια ελεύθερο. Εκείνη τη χρονιά εγώ είχα πάει, ήδη, στη Σάμο. Είχα πάρει το πτυχίο μου και άρχισα να δουλεύω σαν γιατρός από τον Ιούνιο του '52. Οταν το Σεπτέμβρη του '52 ήρθα στην Αθήνα, πήγα και τον είδα... Παντρευτήκαμε στις 7 Δεκεμβρίου του '54».

Επειδή δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις να μείνουν στην Αθήνα, καθώς εκείνος έπρεπε να δουλέψει απερίσπαστος, κι εκείνη να προσφέρει τις υπηρεσίες της σαν γιατρός στη Σάμο, προτίμησε να μένει με το παιδί, την Ερη, στη Σάμο και εκείνος στην Αθήνα.

«Ηταν πολύ δύσκολος αυτός ο τρόπος συμβίωσης», παραδεχόταν η ίδια. «Στη Σάμο, ο Ρίτσος ερχόταν τα καλοκαίρια. Εγραφε πάρα πολύ στη Σάμο. Από τις 9, κάθε πρωί, δούλευε μέχρι τις 2 και πάλι από το απόγευμα μέχρι την αυγή. Ισως τα καλύτερά του έργα τα έγραψε στη Σάμο».

Η πιο μεγάλη συγκίνηση, που πάντα θυμόταν και είχε χαραχτεί βαθιά στην ψυχή της, ήταν όταν βρισκόταν εξόριστος στη Λέρο. «Ξένες εφημερίδες και κυρίως ξένοι σταθμοί μετέδιδαν για τον Ρίτσο, που κινδυνεύει, που πεθαίνει. Η Μελίνα Μερκούρη, στην Αγγλία τότε, είχε πει "πώς κάθεστε έτσι; ο Ρίτσος έχει πεθάνει...". Ευτυχώς, ο Ρίτσος δεν είχε πεθάνει. Πήγα στη Λέρο (ήταν το '68), με την ελπίδα ότι θα μου επέτρεπαν να τον δω. Αλλά δε μου επέτρεψαν. Ομως, ένας στρατοπεδάρχης και ένας γιατρός με πήγαν στο νοσοκομείο της Λέρου, όπου έφεραν και τον Ρίτσο από το στρατόπεδο. Συναντηθήκαμε μέσα στο νοσοκομείο, αλλά από πολύ μακριά. Με τις διάφορες διαδόσεις και τα δημοσιεύματα είχα κλονιστεί. Αναρωτιόμουνα πώς να είναι; Κινδυνεύει; Πεθαίνει; Οταν τον είδα γερό, όμορφο, τόσο πολύ συγκινήθηκα, που φοβήθηκα ότι θα λιποθυμήσω... Η συγκίνηση ήταν απερίγραπτη».

«Το πρωί της 21ης Απριλίου, όταν, στη Σάμο, έμαθα ότι έγινε το πραξικόπημα, του τηλεφώνησα. Δεν τον βρήκα βέβαια, γιατί τον είχαν, κιόλας, συλλάβει. Σε λίγες ώρες, ήρθε ο υποδιοικητής από το Καρλόβασι και με συνέλαβε. Αφησα το παιδί μου με μια κοπέλα - βοηθό και τον πατέρα μου, που ήταν 80 χρόνων. Με πήγαν στην Υποδιοίκηση Καρλοβάσου, όπως και τους άλλους, που είχαν συλλάβει. Από εκεί, μας μετέφεραν στο Βαθύ, στο Τμήμα Μεταγωγών, και αργότερα στις φυλακές της πόλης... Ο ενωμοτάρχης, που με συνέλαβε, ήταν απέξω από την πόρτα μου και κάθε 3-4 λεπτά μου χτύπαγε την πόρτα και μου έλεγε να υπογράψω... Εν τω μεταξύ ήρθε η αδελφή μου με το παιδί για να με δουν. Το παιδί, μου λέει "μαμά μην υπογράφεις". Ηταν 12 χρόνων. Μετά από αυτό, τους είπα ότι με το όνομα Ρίτσου, που τους ενδιέφερε, δεν επρόκειτο να υπογράψω. Αυτό το όνομα δε θα το μολύνουμε, δε θα το βρωμίσουμε».


Το «όπιο» του Λαού

Στη συζήτηση που αναπτύσσεται σχετικά με τον όρο «μοντέρνος»: τι σημαίνει, δηλαδή, ποιοι είναι σκοποί του μοντερνισμού και πού πρέπει να αναζητηθούν οι ρίζες του, διατυπώνονται διάφορες απόψεις. Πολλές από αυτές τοποθετούν τις αρχές του «μοντερνισμού» στα 1860. Και αυτή η χρονολογική ακρίβεια σχετίζεται με το ζωγραφικό πίνακα του Eduard Manet «Πρωινό στη χλόη», που εξετέθη στα 1863 στο Παρίσι και ξεσήκωσε το κοινό για το τολμηρό του θέμα, που παριστάνει δυο γυμνές γυναίκες να παίρνουν το «πρωινό» τους στη χλόη, μαζί με δυο ντυμένους άντρες που φορούν, μάλιστα, και εντυπωσιακά ημίψηλα. Ο Ε. Manet, στην ερώτηση για τις αιτίες που τον οδήγησαν στην κατασκευή αυτού του πίνακα, απάντησε πως ήθελε να αλλάξει τα θέματα της ζωγραφικής, τις χρωματικές αξίες και τις χωρικές σχέσεις. Ηθελε, με άλλα λόγια, την επανάσταση στην Τέχνη.

Αλλες απόψεις όμως τοποθετούν τις αρχές του «μοντερνισμού» στην περίοδο της Αναγέννησης, στο 15ο αι., πάνω - κάτω, και τον συσχετίζουν με τον ουμανισμό της περιόδου εκείνης, που θεωρεί τον άνθρωπο και όχι το θεό ως μέτρο των πραγμάτων.

Και ο Λένιν, ως μέγας ερμηνευτής της μαρξιστικής σκέψης, που δε θα ήταν αυθαίρετο αν τη θεωρούσαμε ως βασική πολιτική έκφραση του μοντερνισμού, της καινούριας εποχής δηλαδή, και της μοναδικής επαναστατικής πρότασης για την αλλαγή της κοινωνίας, χαρακτήρισε τη θρησκεία ως «όπιο του λαού». Τετρακόσια χρόνια μετά την Αναγέννηση. Και δεν τη χαρακτήρισε έτσι αμφισβητώντας τη διάθεση του ανθρώπου να «πιστεύει». Οχι. Ο Λένιν, κορυφαία μορφή της «μοντέρνας» εποχής, στο χώρο της πολιτικής και του επαναστατικού πνεύματος της Αναγέννησης, τοποθέτησε στη θέση του θεού τον άνθρωπο. Θέλησε κι αυτός να λυτρώσει τον προλετάριο από την καταπίεση του κεφαλαίου και να τον τοποθετήσει στο κέντρο. Να τον καταστήσει δραστήριο υποκείμενο μιας δίκαιης και ελεύθερης κοινωνίας. Να τον καταστήσει δημιουργό των πραγμάτων της νέας ζωής, με βάση τους κανόνες της ελευθερίας και της ομορφιάς. Και, φυσικά, αυτή η μοντέρνα, επαναστατική σκέψη επηρέασε ακόμα και την τέχνη, για να οδηγηθεί στην παραγωγή μεγάλων έργων, οι δημιουργοί των οποίων έσπασαν την αστική ηρεμία των χρωμάτων και των σχημάτων. Ανάμεσα σ' αυτούς ο μεγάλος Πικάσο, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας.

Οταν, λοιπόν, ο Λένιν χαρακτήριζε τη θρησκεία «όπιο του λαού», επαναλαμβάνω, δεν ήθελε να αμφισβητήσει την ελευθερία της ανθρώπινης συνείδησης, προϊόντος των συνθηκών, της Ιστορίας και του αντικειμενικού πάθους. Αντίθετα, ήθελε να αμφισβητήσει την υποδήλωσή της σε σχήματα πράξεων και συμπεριφορών, σε κοινωνικές αξίες σχέσεων και δραστηριοτήτων, ακόμα και σε επιβολές θεοκρατικών ελπίδων που μεταφέρουν τον άνθρωπο σε αδιέξοδα προαναγεννησιακών καταστάσεων. Εκεί όπου ο άνθρωπος δεν αγωνίζεται να αλλάξει τον κόσμο. Δεν αντιστέκεται, ούτε διαμαρτύρεται, απλώς ελπίζει. Εκεί όπου η «Γκουέρνικα» του Πικάσο δεν τον παραπέμπει στους κατατεμαχισμούς του πολέμου, αλλά στους ακατανόητους συλλαβισμούς της μοντέρνας τέχνης, και η γυμνή «Ολυμπία» του Μανέ τον σκανδαλίζει, γιατί τον απομακρύνει από την πρόκληση της φύσης και τον παγιδεύει στην απειλή της αμαρτίας. Τον μεταφέρει τελικά εκεί όπου η θρησκεία μετατρέπεται από «πίστη» σε «όπιο». Εκεί όπου η κοινωνική δύναμη μετατρέπεται σε θρησκευτική υποταγή. Και στην περίπτωση αυτή είναι βέβαιο πως ο άνθρωπος εγκαταλείπει την αναζήτηση ενός νέου, μοντέρνου κόσμου και ξενυχτά μπροστά σε εικόνες εφησυχασμών και παραίτησης. Μπροστά σε εικόνες ελπίδων, που η ζωή δε φαίνεται να τις λαμβάνει υπόψη της, μια και μπορεί να στηρίζεται στις οιμωγές απελπισμένων πολέμων. Στη «χριστιανική» προέλευση του ιμπεριαλιστικού κανιβαλισμού!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ