ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Περί «Συμφώνου Σταθερότητας» και κρίσης

Η υπόθεση του «Συμφώνου Σταθερότητας» της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκεται στην επικαιρότητα, αφού αναπτύσσεται εδώ και πολύ καιρό συζήτηση για την αναγκαιότητα ή όχι «χαλάρωσής του». Ο λόγος που αναπτύσσεται συζήτηση είναι η «παραβίασή» του από ισχυρές καπιταλιστικές χώρες που ηγούνται της ενοποίησης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία.

Τι είναι στην ουσία του το «Σύμφωνο Σταθερότητας»; Η απόφαση των 15 κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης να μην υπερβαίνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα το 3% του ΑΕΠ κάθε κράτους, ως κριτήριο για την ένταξή του στην ΟΝΕ και στην ευρωζώνη, αλλά αυτό το κριτήριο συνεχίζει να υφίσταται και να ελέγχεται και μετά την ένταξη. Συνεχίζεται δηλαδή η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Το συμφώνησαν το 1997 στη Συνθήκη του Αμστερνταμ.

Πού στόχευε; Στον περιορισμό των δαπανών του δημοσίου. Για ποιο σκοπό; Αυτός δεν είναι άλλος από τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της συσσώρευσης. Είναι ένα από τα πολιτικά εργαλεία, μια κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση σε ευρωενωσιακό επίπεδο υποχρεωτική στην εφαρμογή της απ' όλα τα κράτη - μέλη. Πώς διευκολύνει αυτή η ρύθμιση την αναπαραγωγή και τη συσσώρευση του κεφαλαίου; Διευκολύνει γιατί η εφαρμογή της γίνεται ανασχετικός παράγοντας στην τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει.

Με βάση το «Σύμφωνο Σταθερότητας» επιδιώκεται ο συνεχής περιορισμός των δαπανών του δημόσιου τομέα παροχής «κοινωνικών υπηρεσιών» στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα. Ετσι κατακτήσεις και δικαιώματα σ' αυτούς τους τομείς καταργούνται και μεταφέρονται στις πλάτες του ίδιου του λαού. Ταυτόχρονα επιδιώχτηκε η μείωση έως και κατάργηση των δημοσίων δαπανών σε επιχειρήσεις παραγωγικών τομέων που ήταν κρατικής ιδιοκτησίας. Αντικειμενικά αυτή η επιλογή συνδεόταν άμεσα με τις ιδιωτικοποιήσεις παραγωγικών κρατικών τομέων και με ιδιωτικοποίηση - εμπορευματοποίηση τομέων παροχής υπηρεσιών υγείας, πρόνοιας, εκπαίδευσης κλπ.

Οι αναδιαρθρώσεις αυτές εφαρμόζονται. Η πώληση επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας στο ιδιωτικό κεφάλαιο διευκολύνει την αναπαραγωγή του, αφού φτηναίνει το σταθερό κεφάλαιο (αγοραπωλησία επιχειρήσεων σε χαμηλή τιμή), ασκώντας ανασχετική επίδραση στην τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει. Ταυτόχρονα η ιδιωτικοποίηση συμβάλλει στη συγκεντροποίησή του. Επίσης η ιδιωτικοποίηση τομέων παροχής «κοινωνικών υπηρεσιών» φτηναίνει την εργατική δύναμη, γεγονός που επίσης συμβάλλει στη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αφού αυξάνει τη μάζα της υπεραξίας.

Να όμως που τα φαινόμενα οικονομικής κρίσης στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης κάνουν αναγκαία την αλλαγή πολιτικής σχετικά με την κατεύθυνση της κρατικής παρέμβασης, προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειές της για την αστική τάξη, για το κεφάλαιο.

Τι συμβαίνει, λοιπόν; Το κεφάλαιο ζητά παρέμβαση του κράτους προκειμένου να τονωθεί η ζήτηση και ταυτόχρονα συμβολή του κράτους για την ανάκαμψη των ίδιων των επιχειρήσεων. Ζητούν μέτρα και παρεμβάσεις που στον ένα ή τον άλλο βαθμό είτε μειώνουν τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού ή αυξάνουν τα έξοδά του ή και τα δυο μαζί. Μια τέτοια πολιτική όμως κινδυνεύει να αυξήσει το δημόσιο έλλειμμα πάνω απ' αυτό που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας, δηλαδή πάνω από το 3%. Ως τα τώρα η Πορτογαλία και η Γερμανία το έχουν παραβιάσει, ενώ αναμένεται ως σίγουρος παραβάτης και η Γαλλία. Η Γερμανία, για παράδειγμα, επιδότησε από τον κρατικό προϋπολογισμό τη ναυπηγοεπισκευαστική της βιομηχανία, αλλά και τις πληγείσες από τις πλημμύρες περιοχές της, ενώ έδωσε κίνητρα φοροαπαλλαγής στα τμήματα εκείνα των λαϊκών στρωμάτων που θα αποφάσιζαν να στραφούν στην ιδιωτική ασφάλιση. Επίσης γίνεται το κράτος εγγυητής για τη δανειοληψία από τις τράπεζες επιχειρήσεων, προκειμένου να αποφύγουν την πτώχευση και να συγκρατήσουν, αν μπορέσουν, την αύξηση της ανεργίας.

Η Γερμανία ήταν αυτή που επέμενε στον καθορισμό αυτού του κριτηρίου και στην αυστηρότητα τήρησής του. Τους λόγους τους έχουμε παρουσιάσει πιο πάνω. Τώρα είναι η Γερμανία που βάζει ζήτημα χαλάρωσής του, μαζί και η Γαλλία. Η ίδια η οικονομική κρίση είναι αυτή που αναγκάζει το κεφάλαιο σ' αυτά τα κράτη να απαιτεί άλλες εντελώς αντίθετες με το «Σύμφωνο Σταθερότητας» κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, προκειμένου στη δοσμένη φάση του κύκλου της κρίσης να δημιουργηθούν όσο γίνεται συνθήκες άμβλυνσης των συνεπειών της για το ίδιο το κεφάλαιο. Και ταυτόχρονα αντιμετώπιση της λαϊκής δυσαρέσκειας με δεδομένο το γεγονός ότι η κρίση αυξάνει την ανεργία (π.χ. στη Γερμανία αυξάνεται συνεχώς).

Στις ΗΠΑ που η κρίση είναι πιο βαθιά και η ύφεση παρατεταμένη, η κυβέρνηση πήρε διάφορα μέτρα σε αντίθετη κατεύθυνση απ' αυτά που ονομάζονται νεοφιλελεύθερα. Για παράδειγμα, επιδότησε τις αεροπορικές εταιρίες, έκανε γενναίες φοροαπαλλαγές, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε αποφασιστικά τις κρατικές παραγγελίες με τα τεράστια εξοπλιστικά προγράμματα.

Με δεδομένα όλ' αυτά, κάποιοι «αριστεροί» οικονομολόγοι και πολιτικοί, υπέρμαχοι της ευρωενωσιακής διαδικασίας, θεωρούν ότι δικαιώθηκαν, διότι υποστήριζαν ότι το «Σύμφωνο Σταθερότητας» δεν έπρεπε να είναι κριτήριο της σύγκλισης, το οποίο να ισχύει βεβαίως και μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη ενός κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ετσι επανέρχονται στο ίδιο ζήτημα με διάφορες επισημάνσεις, όπως αυτή του Γ. Δραγασάκη, που προσπαθεί να πείσει για την ορθότητα της άποψής του, λέγοντας ότι όταν κατέληγαν στο Σύμφωνο Σταθερότητας «δεν υπολόγιζαν ή δεν πήραν σοβαρά υπ' όψιν τους τον κυκλικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας». Ετσι τώρα απαιτούνται παρεμβάσεις που παραβιάζουν το Σύμφωνο. Επομένως, η ΕΕ χρειάζεται Σύμφωνο Σταθερότητας ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής!

Ας δούμε πρώτα το επιχείρημα περί «μη υπολογισμού του κυκλικού χαρακτήρα και την παραβίαση του Συμφώνου από τις παρεμβάσεις αντιμετώπισης της ύφεσης». Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη δική του πρόταση για άλλο «Σύμφωνο» αποκαλύπτει ότι «οραματίζεται» έναν καπιταλισμό όπου με κρατικομονοπωλιακές πολιτικές παρεμβάσεις μπορούν είτε να αποτρέπονται οι κρίσεις, ή να αμβλύνονται οι συνέπειές τους. Ουσιαστικά κάνει λόγο για δυνατότητα παρέμβασης στην ίδια την εσωτερική αντίφαση του καπιταλισμού που απορρέει από το βασικό νόμο του(κοινωνικοποίηση της εργασίας και ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της), χωρίς να βάζει ζήτημα κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής! Σ' αυτό το νόμο όμως οφείλονται οι κρίσεις.

Η παραγωγή στον καπιταλισμό είναι άναρχη. Οι καπιταλιστές δρουν ξεχωριστά ο καθένας ή η κάθε ομάδα. Εχοντας ως σκοπό της παραγωγής το κέρδος και το ποσοστό του κέρδους δεν μπορούν αντικειμενικά να αντιμετωπίσουν εκ των προτέρων την κρίση ώστε να μην επέλθει. Ο βασικός όρος («διευκόλυνση αναπαραγωγής του κεφαλαίου», συμβολή στη συγκεντροποίησή του) επιβολής του Συμφώνου απαντούσε ακριβώς στην επιβολή μέτρων που γίνονται ανασχετικοί παράγοντες στην πτώση του ποσοστού κέρδους (το φτήναιμα του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης). Αλλά αυτή η αντικειμενική τάση οδηγεί και στην κρίση, που εμφανίζεται με την αδυναμία πραγματοποίησης του εμπορεύματος, άρα και του κεφαλαίου. Επίσης με δεδομένη την όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού και σε συνθήκες που τα κρισιακά φαινόμενα δεν είχαν κάνει ακόμη την εμφάνισή τους, αντικειμενικά χρειαζόταν το ευρωενωσιακό κεφάλαιο τέτοια μέτρα προκειμένου να μπορεί να αντιπαρατίθεται αποτελεσματικά στους ανταγωνιστές του στη διεθνή αγορά.

Η πρόταση για Σύμφωνο Σταθερότητας ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής προσπαθεί να προπαγανδίσει μια άλλη πολιτική διαχείρισης. Που υποτίθεται ότι θα συμβάλλει στην καπιταλιστική ανάπτυξη, λες και ως τώρα δεν υπήρχε τέτοια (ανάπτυξη για τον καπιταλισμό σημαίνει αύξηση κερδών, μεγέθυνση του κεφαλαίου), και, ταυτόχρονα, σε επενδύσεις για μείωση της ανεργίας και αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου έτσι που να επιτυγχάνεται η κοινωνική συνοχή, δηλαδή να αμβλύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και μην υπάρχουν εργατικές και άλλες κινητοποιήσεις. Αυτή η λογική είναι ουτοπική. Γιατί προβάλλει την άποψη ότι οι καπιταλιστές θα υποχρεωθούν με πρόγραμμα να κάνουν επενδύσεις τέτοιες που να μειώνουν την ανεργία (η ζωή έχει δείξει ακριβώς το αντίθετο διότι επιδιώκουν την κίνηση των μέσων παραγωγής με όσο το δυνατό λιγότερα χέρια, για την αύξηση της σχετικής υπεραξίας) και ταυτόχρονα ότι θα αναγκαστούν να μοιραστούν μέρος των κερδών τους με τους εργάτες. Τέτοιος καπιταλισμός ακόμη δεν εφευρέθηκε και δεν μπορεί να υπάρξει. Ακριβώς γιατί μια τέτοια διαχείριση, σημαίνει λιγότερη συσσώρευση, σημαίνει αδυναμία να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό.

Το ζητούμενο δεν είναι τι σύμφωνο χρειάζεται ο καπιταλισμός για να γίνει ανθρώπινος, γιατί δεν μπορεί να γίνει. Αλλωστε η πολιτική διαχείρισης απαντά στις κάθε φορά ανάγκες του κεφαλαίου, ανάλογα με τη φάση του κύκλου. Το πραγματικό ζήτημα είναι η αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με την κοινωνική για να καταργηθεί και ο βασικός νόμος του καπιταλισμού (ολοένα αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της εργασίας και η ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της) άρα και η εσωτερική αντίφαση του τρόπου παραγωγής και το θεμέλιο των κρίσεων. Δηλαδή σοσιαλισμός.


Σ. Λ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ