ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Φλεβάρη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Σκέψεις για το «Κολούμπια»

1 Το διάστημα σε υποδέχεται χαρούμενο μόνο όταν είσαι ο Γιούρι Γκαγκάριν και σε ξερνάει όταν γίνεσαι «Κολούμπια».

2. Είμαι άδειος από κάθε αίσθημα σ' αυτό που αποκαλούν «τραγωδία του "Κολούμπια"». Κι αυτό γιατί ένας θάνατος από τεχνικό λάθος, δηλαδή στατιστικός, επτά αστροναυτών δεν μπορεί να σκεπάσει την παγωνιά των 700.000 παιδιών του Ιράκ που, με το εμπάργκο, δολοφόνησαν εν ψυχρώ οι Αμερικανοί.

3. Το ατύχημα του «Κολούμπια» μόνο με κυνισμό μπορώ να το αντιμετωπίσω. Τα περί επιστημονικής προόδου της ανθρωπότητας και συμβολής του στην ανακάλυψη κόσμων, ακόμα και ζωής, στο διάστημα τα γνωρίζω καλά. Αν υπήρχε ζωή στο διάστημα, θα είχε την τύχη των Ινδιάνων της Αμερικής. Γιατί ο ιμπεριαλισμός είναι παιδί της επανάληψης.

4. Ο χασάπης Σαρόν μίλησε στα εβραϊκά στον πατριώτη του αστροναύτη, που βρισκόταν μέσα στο «Κολούμπια». Το όνειρό του, να ακουστεί η γλώσσα του στο σύμπαν, διαλύθηκε πάνω από ένα κομμάτι αμερικάνικης γης, που ονομάζεται Παλαιστίνη. Αραγε τι να λένε γι' αυτό οι σοφοί που γνωρίζουν τα σημάδια του Ταλμούδ; Τι έχουν να μας πουν οι ραβίνοι που πιστεύουν στις προφητείες;

Το «Κολούμπια» είναι το σήμα κατατεθέν του ιμπεριαλισμού. Το είδα ζωγραφισμένο πάνω σε αρκετά τανκς Αμερικανών μέσα στην αραβική έρημο.

Το «Κολούμπια», από πλευράς, θεάματος ήταν άτυχο. Το ξεπέρασε σε τηλεθέαση ο επικείμενος πόλεμος του Ιράκ. Για τον πόλεμο αυτόν οι Αμερικανοί εξασφάλισαν από οκτώ Ευρωπαίους ηγέτες το χαρτί που ακριβώς χρειάζονταν για να επιτεθούν: το τρελόχαρτο. Ενοχλούμαι πολύ όταν ακούω από γνωστούς και αγνώστους ότι ο Μπους είναι τρελός, όπως και όλοι οι Αμερικανοί, ικανοί για όλα. Αυτό είναι το καταφύγιο των δειλών, που, μέσα στην κατάσταση της αθωότητας και της οδύνης στην οποία έχουν περιέλθει πολλοί συνάνθρωποί μας, αξίζει μόνο την περιφρόνησή μας. Το τι είναι τρέλα και τρελός μόνο ο Τόμας Μπέρνχαρντ μπόρεσε να το νιώσει, κάνοντας παρέα με τον ανιψιό του στοχαστή Βίτγκενστάιν, Παύλο: «... ο Παύλος πετούσε τον διανοητικό του πλούτο αδιάκοπα από το παράθυρο, όπως τον χρηματικό του πλούτο, αλλά ενώ ο χρηματικός του πλούτος πολύ γρήγορα πετάχτηκε οριστικά και εξαντλήθηκε, ο διανοητικός του πλούτος ήταν πράγματι ανεξάντλητος. Τον πετούσε αδιάκοπα από το παράθυρο και ταυτόχρονα πολλαπλασιαζόταν αδιάκοπα, κι όσο περισσότερο πετούσε τον διανοητικό του πλούτο από το παράθυρο (της κεφαλής του), τόσο αυξανόταν αυτός. Αυτό είναι το γνώρισμα τέτοιων ανθρώπων, που αρχικά είναι τρελοί και στο τέλος τους λένε παράφρονες, ότι πετούν όλο και περισσότερο αδιάκοπα τον πλούτο του μυαλού τους από το παράθυρο (της κεφαλής τους) και ταυτόχρονα πολλαπλασιάζεται στο κεφάλι τους ο πλούτος του μυαλού τους με την ίδια ταχύτητα που τον πετούν από το παράθυρο της κεφαλής τους. Πετούν όλο και περισσότερο τον πλούτο του μυαλού τους από το παράθυρο (της κεφαλής τους) και ταυτόχρονα μέσα στο κεφάλι τους γίνεται όλο και περισσότερος και, όπως είναι φυσικό, όλο και πιο απειλητικός, και τελικά δε βαστούν πια να ρίχνουν έτσι τον πλούτο του μυαλού τους από το παράθυρο (της κεφαλής τους) και το κεφάλι δεν μπορεί να κρατήσει αυτόν τον πλούτο του μυαλού τους, που συνέχεια πολλαπλασιάζεται κι έχει συσσωρευτεί σε τούτο το κεφάλι, και εκρήγνυται».

Ανάμεσα στα ερείπια των δίδυμων πύργων και στα συντρίμμια του «Κολούμπια», η αγία και πάντα λευκή αμερικανική οικογένεια βρίσκεται αμήχανη. Φορτώνοντας στη μεταφυσική, δηλαδή στον κόκορα, ό,τι της συμβαίνει, ξεφυλλίζει τα πιο άγρια σημεία της Παλαιάς Διαθήκης και με ανακούφιση ανακαλύπτει πολλούς εχθρούς. Ο διάβολος χτες ήταν στο Αφγανιστάν, σήμερα βρίσκεται ινκόγκνιτο στο Ιράκ και σίγουρα θα περάσει τις επόμενες μέρες του στη Βόρειο Κορέα. Ευτυχώς, παιδιά έχει η αγία αμερικανική οικογένεια, τα οποία μπορούν να ψάξουν και να τον βρουν όπου κρύβεται. Αλλά εδώ ας προσέξουν: Γιατί όχι και μέσα στο σπίτι της αγίας οικογένειας, όπου κάποτε θα μπουν οι ίδιοι στρατιώτες, τραγουδώντας «Αυτό είναι το τέλος...», του Τζιμ Μόρισον;


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


«Μάθημα πορείας νυχτερινό»

«Σιχαίνομαι το ναυτικό που μάζεψε λεφτά, εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει».

Ο ποιητής «των μακρισμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», ο εραστής της θάλασσας, που από παιδί ένιωσε ακατανίκητη έλξη για τη θάλασσα γι' αυτό και έγινε ναυτικός, ο Νίκος Καββαδίας «φεύγοντας» στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, μας άφησε τα «ταξίδια» του αιώνια παρακαταθήκη, «κι ο λόγος» του «μες στο μυαλό» μας «να σφυρίζει».

Είκοσι οκτώ χρόνια συμπληρώνονται, αύριο, που τελευταίο «ταξίδι έτυχε ναύλος για το»... τέλος της ζωής του, αλλά όχι για την ουσία και την αλήθεια της ποίησής του. Μιας ποίησης που μας συνεπαίρνει, ταξιδεύοντάς μας πάντα «σε δύσκολες βάρδιες», στα «παράξενα της Ιντια», στη «Νότιο Κίνα», «στην πλάτη της θαλάσσης»... στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια... Και με συντροφιά... τον Γουίλι, τον μαύρο θερμαστή που «Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μι' αθώα καρδιά» πόσες φορές δεν τραγουδήσαμε, χάρη στον Θάνο Μικρούτσικο και την ευτυχή «συνάντησή» του με τον ποιητικό λόγο του Καββαδία... «Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια, για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό, έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια. Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ' τον πυρετό, πέρα στην Απω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ, και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη»...

Απόλυτα βιωματικός, λοιπόν, στην ποίησή του, ο Νίκος Καββαδίας, «ψιθυρίζει» πάντα με την καρδιά για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με τη γλώσσα των καραβιών, αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας τη σίγουρη δουλιά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του, και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, και τον προτρέπει να ενωθεί απόλυτα με την αλήθεια του Λόγου του.

Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά Γράμματα, αλλά η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με τη μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, αλλά όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει δυστυχώς, μετά το θάνατό του.

Την ποιητική του εμφάνιση πραγματοποιεί το 1933 με τη συλλογή «Μαραμπού». Το 1947 κυκλοφορεί το δεύτερο ποιητικό του έργο «Πούσι». Το 1975, λίγο μετά το θάνατό του, κυκλοφόρησε η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του «Τραβέρσο». Εγραψε κι ένα σύντομο μυθιστόρημα από τη ζωή των ταξιδεμένων Ελλήνων, τη «Βάρδια» (1954). Τέλος, τα μικρά πεζά «Λι», «Του πολέμου» και «Στο άλογό μου» κυκλοφόρησαν το 1987.

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή πόλη της Ματζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Κεφαλλονίτες. Πολύ μικρός πρωτοταξίδεψε, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί τους, αν και η οικογένεια Καββαδία θα ζήσει ελάχιστα εκεί, και τελικό της λιμάνι θα είναι ο Πειραιάς, στον οποίο μετοικεί το 1921. Στον Πειραιά ο ποιητής τελειώνει Δημοτικό και Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμη του Δημοτικού, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1929 μπαίνει υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο. Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους άλλους να ταξιδεύουν. Τα καράβια κι η θάλασσα είναι το όνειρό του. Μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό, και για μερικά χρόνια συνεχίζει να φεύγει με τα φορτηγά, γυρίζοντας πίσω μονίμως ταλαιπωρημένος και αδέκαρος... Η ανέχεια τον κάνει ν' αποφασίσει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Στην αρχή σκεφτότανε να γίνει καπετάνιος, μα τα χρόνια είχαν περάσει, τα είχε φάει η λαμαρίνα, και το δίπλωμα του Ασυρματιστή ήταν ο μόνος σύντομος και αξιοπρεπής δρόμος για τα καράβια. Παίρνει το δίπλωμά του το 1939, αλλά αντί να μπαρκάρει βρίσκεται στρατιώτης στην Αλβανία και κατόπιν ξέμπαρκος στην Αθήνα με τη γερμανική Κατοχή. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πια, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, έως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975.

Κι επειδή όλοι ζήσαμε ή θα ζήσουμε κάποιες νυχτιές όπως «κείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης, το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά»... και θα «ξανατραγουδήσουμε»... «... Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού/ Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά...», όλοι «απ' τον ίδιον ουρανό», θα κεραστούμε «μάθημα πορείας νυχτερινό».


Σ. ΑΔΑΜΙΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ