Κυριακή 9 Φλεβάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Μάθημα πορείας νυχτερινό»

«Σιχαίνομαι το ναυτικό που μάζεψε λεφτά, εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει».

Ο ποιητής «των μακρισμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», ο εραστής της θάλασσας, που από παιδί ένιωσε ακατανίκητη έλξη για τη θάλασσα γι' αυτό και έγινε ναυτικός, ο Νίκος Καββαδίας «φεύγοντας» στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, μας άφησε τα «ταξίδια» του αιώνια παρακαταθήκη, «κι ο λόγος» του «μες στο μυαλό» μας «να σφυρίζει».

Είκοσι οκτώ χρόνια συμπληρώνονται, αύριο, που τελευταίο «ταξίδι έτυχε ναύλος για το»... τέλος της ζωής του, αλλά όχι για την ουσία και την αλήθεια της ποίησής του. Μιας ποίησης που μας συνεπαίρνει, ταξιδεύοντάς μας πάντα «σε δύσκολες βάρδιες», στα «παράξενα της Ιντια», στη «Νότιο Κίνα», «στην πλάτη της θαλάσσης»... στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια... Και με συντροφιά... τον Γουίλι, τον μαύρο θερμαστή που «Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μι' αθώα καρδιά» πόσες φορές δεν τραγουδήσαμε, χάρη στον Θάνο Μικρούτσικο και την ευτυχή «συνάντησή» του με τον ποιητικό λόγο του Καββαδία... «Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια, για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό, έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια. Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ' τον πυρετό, πέρα στην Απω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ, και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη»...

Απόλυτα βιωματικός, λοιπόν, στην ποίησή του, ο Νίκος Καββαδίας, «ψιθυρίζει» πάντα με την καρδιά για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με τη γλώσσα των καραβιών, αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας τη σίγουρη δουλιά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του, και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, και τον προτρέπει να ενωθεί απόλυτα με την αλήθεια του Λόγου του.

Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά Γράμματα, αλλά η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με τη μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, αλλά όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει δυστυχώς, μετά το θάνατό του.

Την ποιητική του εμφάνιση πραγματοποιεί το 1933 με τη συλλογή «Μαραμπού». Το 1947 κυκλοφορεί το δεύτερο ποιητικό του έργο «Πούσι». Το 1975, λίγο μετά το θάνατό του, κυκλοφόρησε η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του «Τραβέρσο». Εγραψε κι ένα σύντομο μυθιστόρημα από τη ζωή των ταξιδεμένων Ελλήνων, τη «Βάρδια» (1954). Τέλος, τα μικρά πεζά «Λι», «Του πολέμου» και «Στο άλογό μου» κυκλοφόρησαν το 1987.

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή πόλη της Ματζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Κεφαλλονίτες. Πολύ μικρός πρωτοταξίδεψε, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί τους, αν και η οικογένεια Καββαδία θα ζήσει ελάχιστα εκεί, και τελικό της λιμάνι θα είναι ο Πειραιάς, στον οποίο μετοικεί το 1921. Στον Πειραιά ο ποιητής τελειώνει Δημοτικό και Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμη του Δημοτικού, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1929 μπαίνει υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο. Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους άλλους να ταξιδεύουν. Τα καράβια κι η θάλασσα είναι το όνειρό του. Μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό, και για μερικά χρόνια συνεχίζει να φεύγει με τα φορτηγά, γυρίζοντας πίσω μονίμως ταλαιπωρημένος και αδέκαρος... Η ανέχεια τον κάνει ν' αποφασίσει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Στην αρχή σκεφτότανε να γίνει καπετάνιος, μα τα χρόνια είχαν περάσει, τα είχε φάει η λαμαρίνα, και το δίπλωμα του Ασυρματιστή ήταν ο μόνος σύντομος και αξιοπρεπής δρόμος για τα καράβια. Παίρνει το δίπλωμά του το 1939, αλλά αντί να μπαρκάρει βρίσκεται στρατιώτης στην Αλβανία και κατόπιν ξέμπαρκος στην Αθήνα με τη γερμανική Κατοχή. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πια, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, έως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975.

Κι επειδή όλοι ζήσαμε ή θα ζήσουμε κάποιες νυχτιές όπως «κείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης, το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά»... και θα «ξανατραγουδήσουμε»... «... Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού/ Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά...», όλοι «απ' τον ίδιον ουρανό», θα κεραστούμε «μάθημα πορείας νυχτερινό».


Σ. ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ