ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Μάρτη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Από πού αρχίζει η μοναξιά...

Αρχίζει από τη δίκη, που προσπαθούν να εγκαταστήσουν στο κέντρο της μοναχικής ζωής μας. Την έχουν βαφτίσει μητέρα των δικών, επαναλαμβάνοντας ανενδοίαστα αυτήν τη γελοία έκφραση εις βάρος της μητρότητας (μητέρα των μαχών, μητέρα της ηλιθιότητας που μας βασανίζει). Το τρικ της δίκης οφείλει να είναι πολύ δυνατό, να έχει όλα εκείνα τα στοιχεία του μελοδράματος, ούτως ώστε η πραγματικότητα αυτόματα να γίνει Φώσκολος. Το κράτος, δοκιμάζοντας όλα τα ψυχοτρόπα, κατέληξε στο πιο δραστικό. Στη δίκη, δίνεται η ευκαιρία στη δημοσιογραφία να βρει τη χαμένη της τιμή, στους πολιτικούς να δοκιμάσουν ένα καινούριο μεϊκάπ και στους μπάτσους να ξαναγίνουν θεοί. Εξαιρούνται ορισμένοι παραμυθιασμένοι αριστεριστές, που ζουν όπως οι καουμπόι στη Χώρα του Μάρλμπορο...

Ωστόσο η λησμονιά, αυτή η μεθαδόνη της ύπαρξης, θα είναι η πρωταγωνίστρια εδώ. Αυτό είναι το ζητούμενο. Η κοινωνία ήδη βρίσκεται πέρα από αυτήν τη δίκη, που μοιάζει να πορεύεται μόνη της μέσα σε μια αναπόφευκτη σιωπή.

Η μοναξιά αρχίζει με τις λεπτομέρειες που αποτελούν τον κόσμο:

Στο δωμάτιο ενός γηροκομείου, ένας λεγόμενος ιερέας, με τρόπο που μόνον αυτός γνωρίζει, προσπαθεί να αποσπάσει την τελευταία αλήθεια από έναν ετοιμοθάνατο γέροντα.

Σ' ένα τραπέζι υπό το φως της τηλεόρασης, ένα νεαρό ζευγάρι με δύο παιδιά κάνει ξανά και ξανά τους λογαριασμούς του, ελπίζοντας κάθε φορά πως μ' αυτόν τον τρόπο θα πολλαπλασιαστούν τα χρήματα.

Σ' ένα γραφείο ένας ανειδίκευτος εργάτης περιμένει σαν σκυλί, και μάλιστα σαν σκυλί δίχως όνομα, να τον φωνάξουν για να πιάσει δουλιά. Παρά τη σπουδαία διακόσμηση του χώρου και την ιλουστρασιόν ξανθιά γραμματέα, αυτός με σκυμμένο το κεφάλι εξακολουθεί να κοιτάζει το πάτωμα. Αν κάποιος πραγματικά ήθελε να δείξει τι είναι η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, μακριά από τις φούσκες περί Ολυμπιάδας, θα έδειχνε αυτόν τον εργάτη. Αυτόν θα έπρεπε να ζωγράφιζαν αδιάκοπα και κάποτε να του έκαναν κι ένα άγαλμα, που επιτέλους θα μας εκπροσωπούσε.

Δύο μικροαστοί σ' ένα καφέ, μέσω της ομιλίας, τεμαχίζουν το σώμα μιας γυναίκας. Συναγωνίζονται σε ηλιθιότητα ο ένας τον άλλον, και μάλιστα με περηφάνια. Πολύ γρήγορα αλλάζουν θέμα και μιλάνε για ράτσες σκυλιών.

Στα διαβόητα παράθυρα της τηλεόρασης, συνεχίζουν τη φλυαρία τους τα παπαγαλάκια του κράτους. Κάποτε τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα επισκέπτονται τα άδεια πλατό, όπου διασύρθηκαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι.

Στο μετρό, που θυμίζει οικογενειακό τάφο, παρατήρησα ότι οι άνθρωποι δεν κοιτιούνται ποτέ μεταξύ τους. Το να μη μιλάνε, μπορούσα να το καταλάβω. Οχι, όμως, και να μην ανταλλάσσουν βλέμμα. Τώρα, μετά από καιρό, καταλαβαίνω πως αυτό που συμβαίνει έρχεται κατευθείαν μέσα από την άμυνα του καθενός. Φοβάμαι να κοιτάξω τον άλλον, γιατί είμαι στην ίδια μοίρα μ' αυτόν. Φοβάμαι να καθρεφτιστώ μέσα του, μην τυχόν και δω τη ζωή μου, που χάνεται, την πείνα και τη δίψα μου, που πολλαπλασιάζεται για πράγματα που δεν έχω κάνει, για τον παράδεισο απ' όπου μας εξόρισαν βίαια.

Η μοναξιά αρχίζει και τελειώνει αυτές τις μέρες στη Λεωφόρο Συγγρού. Μέσα από τη φωνή του Μάρτιν Ζακ, τη φωνή της Σειρήνας που καταργεί τη μοναξιά. Ο τραγουδιστής, ακολουθώντας τον κόσμο του Μπρεχτ, γίνεται πάνω στη σκηνή λαγωνικό. Ανάμεσα σε έκπτωτους ζογκλέρ, πόρνες, αλκοολικούς, καταφέρνει και δίνει το στίγμα της μοναξιάς όλων μας. Λειτουργεί σαν την πιο δραστική κριτική που μπορεί ν' ασκήσει κάποιος στην τρέλα που μας περιβάλλει.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


ΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Πολύτροπος, στοχαστικός δημιουργός

«Ηταν οι δύσκολοι, πυκνοί εκείνοι χρόνοι, που σημάδεψαν τη γενιά του. Αδιαπέραστοι κι από την πιο τολμηρή πρωτοβουλία. Και καθώς οι γονικές παροχές ξεκινούσαν από το πλην μηδέν, ενώ τα ιδεολογικά του οράματα στόχευαν το άπειρον, γρήγορα βρέθηκε δεσμώτης στις συμπληγάδες των καιρών. Την ήττα και τη λογοκρισία.

...Βρέχει στο κατώφλι των καιρών/

το βαρόμετρο λες και θα σπάσει,/

ποιος θα δώσει φίλε το "παρών"/

ποιος θα πει το "ναι", ποιος θα σωπάσει...

Και το ανυπότακτο πνεύμα, στο κάθε απερίσκεπτο πέταγμά του, κινδύνευε να συνθλιβεί από το μόνιμο κίνδυνο που καραδοκούσε σε κάθε βήμα της διαδρομής. Οι πέτρες ήταν αμείλικτες. Μα, η διαδρομή είχε δρομολογηθεί. Με τη σιωπή, τα υπονοούμενα, την παραβολή, τους κωδικούς, τη μεθοδευμένη παραπλάνηση του αντιπάλου, το πολύπλευρο έργο προχωρούσε (...)».

Αυτά, μεταξύ άλλων, έγραφε ο Ντίνος Δημόπουλος, προλογίζοντας - αποστασιοποιητικά, γράφοντας σε τρίτο πρόσωπο - το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Ενας σκηνοθέτης θυμάται...» (1998, εκδόσεις «Προσκήνιο»). Παραθέσαμε αυτό το απόσπασμα, ακριβώς γιατί συνοψίζει τις ιδέες και την πορεία ζωής και δημιουργίας αυτού του πολύπλευρου, σεμνού - όχι σεμνότυφου - δημιουργού, ο οποίος έφυγε «πλήρης έργου», στα ογδόντα δύο του χρόνια.

Ο Ντίνος Δημόπουλος, παιδί φτωχής, αλλά φιλοβασιλικής οικογένειας, είχε φίλο ένα πλούσιο Εβραιόπουλο, τον Ροφέλη, που η τσιγκουνιά του πατέρα του το 'βγαλε στους δρόμους με καροτσάκι, σαν μικροπωλητή. Μια μέρα, το Εβραιόπουλο έβγαλε και δάνεισε στον Ντίνο Δημόπουλο, ένα βιβλίο που έκρυβε στην πραμάτεια του. Ηταν «Το φως που καίει» του Βάρναλη. Ο πολυδιαβασμένος και ιδεολογικά καταρτισμένος Ροφέλης «αφύπνισε» ιδεολογικά, μορφωτικά, λογοτεχνικά τον έφηβο Ντ. Δημόπουλο.

Εκείνοι «που τους έλεγαν αλήτες»

Στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, η οικογένεια του Ντίνου Δημόπουλου εγκαταστάθηκε στη Δραπετσώνα. Το «μικρόβιο» του θεάτρου το «κόλλησε» στο Γυμνάσιο, παίζοντας σε σχολικές παραστάσεις και το «μικρόβιο» του κινηματογράφου, βλέποντας ταινίες με τον συμμαθητή του Βασίλη Διαμαντόπουλο. Το 1939, απέτυχε στις εξετάσεις της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, αλλά πέτυχε στις εξετάσεις της Δραματικής Σχολής του Γιαννούλη Σαραντίδη, η οποία στα χρόνια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης έγινε το «κρυφό σχολειό» των σπουδαστών της. Ο Ντίνος Δημόπουλος, όπως κι άλλοι σπουδαστές, εντάσσεται στο ΕΑΜ και στην «Πανσπουδαστική». Μια βραδιά, που με την ομάδα του έγραφε συνθήματα στους τοίχους του Μεταξουργείου, συνελήφθη, βασανίστηκε, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος, με τη μεσολάβηση ενός αστυνομικού, τον οποίο είχε βοηθήσει όταν ήταν μαθητής. Λόγω της πείνας, έπαθε φυματίωση, και από το 1942 έως το 1944 νοσηλευόταν σε σανατόριο, όπου με άλλους ΕΑΜίτες φρόντιζε για την τροφοδοσία του ΕΛΑΣ.

Ο Ντίνος Δημόπουλος άρχισε την καλλιτεχνική πορεία του ως ηθοποιός το 1946, στο θέατρο «Κοτοπούλη», στο έργο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», που έγινε και ταινία το 1947. Ο Ντ. Δημόπουλος δουλεύει σαν ηθοποιός στα χρόνια του Εμφυλίου. Του φάνηκαν «χρόνια ατέλειωτα», καθώς «πάνω στα βουνά παίζονταν οι τελευταίες σκηνές από το μεγάλο δράμα», καθώς «κορφολογήθηκε ο ανθός από τα όμορφα, σεμνά νιάτα» της γενιάς του. Ο ίδιος τι ένιωθε; Το εξομολογήθηκε, με ειλικρίνεια, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του: «Με τον εαυτό μου τα είχα, που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, να βοηθήσω. Που διάβαζα για τις δίκες, άκουγα για τις εκτελέσεις, μάθαινα για τις εξορίες κι έσκυβα το κεφάλι. Κι ένιωθα ντροπή. Ωρες - ώρες μου 'ρχόταν να πάω να παρουσιαστώ και να πω: "Είμαι κι εγώ μ' αυτουνούς... Πιάστε με!". Μα, κι η σκέψη μονάχα μιας τέτοιας ανώφελης ομολογίας μ' έκανε να αδρανώ. Κι έτσι έφτιαξα το "άλλοθί" μου. Τη φυγή. Ανάστησα μέσα μου τον παλιό μύθο της παιδικής μου ηλικίας. Την αναπόδραστη ανάγκη των ταξιδιών».

Τη δυνατότητα της φυγής, του έδωσαν οι θεατρικές περιοδείες του Θόδωρου Κρίτα στο εξωτερικό. Ο Εμφύλιος τέλειωσε, αλλά οι θανατικές καταδίκες και οι εκτελέσεις των αγωνιστών - ηρώων του λαού συνεχίζονταν. Στη γειτονιά του έμενε ένας εισαγγελέας, που «του έδωσαν σύνταξη "λόγω ασθενείας". Η ασθένειά του ήταν η τρέλα. Είχε σαλέψει το λογικό του από τις προτάσεις που έκανε από την εισαγγελική έδρα. "Εις θάνατον". Ηταν η στερεότυπη ποινή, που πρότεινε για κάθε πατριώτη που δικαζόταν από τις δεκάδες τα στρατοδικεία. "Εις θάνατον". Και χωρίς άλλες διαδικασίες».

Αυτός ο ζόφος «γέννησε» το θεατρικό του έργο «Ο εισαγγελέας», το οποίο γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50, αλλά παίχτηκε κοντά τρεις δεκαετίες αργότερα.

Τη «γλώσσα» της αλληγορίας, του υπονοηματικού «κώδικα» χρησιμοποίησε, λόγω της λογοκρισίας, ο Ντίνος Δημόπουλος για να διηγηθεί με αρκετές από τις 52 ταινίες, με θεατρικά έργα του και σενάριά του, τους καημούς, τους αγώνες, τις θυσίες της γενιάς του. Της γενιάς των γενναίων, «που τους έλεγαν αλήτες».

Ο Ντίνος Δημόπουλος έγραψε τις αναμνήσεις τις δικές του και της γενιάς του, στα τέλη του 20ού αιώνα. Και πικραινόταν που «ο αιώνας του πολέμου και της ειρήνης, της ελπίδας και της απελπισίας, της αφθονίας, της επανάστασης και της υποταγής, της συντριβής και της έπαρσης», στο τέλος του, «παρακολουθούσε ανυπεράσπιστος» την «επερχόμενη αυθαιρεσία του νικητή, που φθάνει, ανεμπόδιστη τώρα, να καλύψει το κενό της απουσίας του, απρόσμενα χαμένου, σοσιαλισμού».


Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ