Ωστόσο η λησμονιά, αυτή η μεθαδόνη της ύπαρξης, θα είναι η πρωταγωνίστρια εδώ. Αυτό είναι το ζητούμενο. Η κοινωνία ήδη βρίσκεται πέρα από αυτήν τη δίκη, που μοιάζει να πορεύεται μόνη της μέσα σε μια αναπόφευκτη σιωπή.
Η μοναξιά αρχίζει με τις λεπτομέρειες που αποτελούν τον κόσμο:
Στο δωμάτιο ενός γηροκομείου, ένας λεγόμενος ιερέας, με τρόπο που μόνον αυτός γνωρίζει, προσπαθεί να αποσπάσει την τελευταία αλήθεια από έναν ετοιμοθάνατο γέροντα.
Σ' ένα τραπέζι υπό το φως της τηλεόρασης, ένα νεαρό ζευγάρι με δύο παιδιά κάνει ξανά και ξανά τους λογαριασμούς του, ελπίζοντας κάθε φορά πως μ' αυτόν τον τρόπο θα πολλαπλασιαστούν τα χρήματα.
Σ' ένα γραφείο ένας ανειδίκευτος εργάτης περιμένει σαν σκυλί, και μάλιστα σαν σκυλί δίχως όνομα, να τον φωνάξουν για να πιάσει δουλιά. Παρά τη σπουδαία διακόσμηση του χώρου και την ιλουστρασιόν ξανθιά γραμματέα, αυτός με σκυμμένο το κεφάλι εξακολουθεί να κοιτάζει το πάτωμα. Αν κάποιος πραγματικά ήθελε να δείξει τι είναι η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, μακριά από τις φούσκες περί Ολυμπιάδας, θα έδειχνε αυτόν τον εργάτη. Αυτόν θα έπρεπε να ζωγράφιζαν αδιάκοπα και κάποτε να του έκαναν κι ένα άγαλμα, που επιτέλους θα μας εκπροσωπούσε.
Δύο μικροαστοί σ' ένα καφέ, μέσω της ομιλίας, τεμαχίζουν το σώμα μιας γυναίκας. Συναγωνίζονται σε ηλιθιότητα ο ένας τον άλλον, και μάλιστα με περηφάνια. Πολύ γρήγορα αλλάζουν θέμα και μιλάνε για ράτσες σκυλιών.
Στα διαβόητα παράθυρα της τηλεόρασης, συνεχίζουν τη φλυαρία τους τα παπαγαλάκια του κράτους. Κάποτε τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα επισκέπτονται τα άδεια πλατό, όπου διασύρθηκαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι.
Στο μετρό, που θυμίζει οικογενειακό τάφο, παρατήρησα ότι οι άνθρωποι δεν κοιτιούνται ποτέ μεταξύ τους. Το να μη μιλάνε, μπορούσα να το καταλάβω. Οχι, όμως, και να μην ανταλλάσσουν βλέμμα. Τώρα, μετά από καιρό, καταλαβαίνω πως αυτό που συμβαίνει έρχεται κατευθείαν μέσα από την άμυνα του καθενός. Φοβάμαι να κοιτάξω τον άλλον, γιατί είμαι στην ίδια μοίρα μ' αυτόν. Φοβάμαι να καθρεφτιστώ μέσα του, μην τυχόν και δω τη ζωή μου, που χάνεται, την πείνα και τη δίψα μου, που πολλαπλασιάζεται για πράγματα που δεν έχω κάνει, για τον παράδεισο απ' όπου μας εξόρισαν βίαια.
Η μοναξιά αρχίζει και τελειώνει αυτές τις μέρες στη Λεωφόρο Συγγρού. Μέσα από τη φωνή του Μάρτιν Ζακ, τη φωνή της Σειρήνας που καταργεί τη μοναξιά. Ο τραγουδιστής, ακολουθώντας τον κόσμο του Μπρεχτ, γίνεται πάνω στη σκηνή λαγωνικό. Ανάμεσα σε έκπτωτους ζογκλέρ, πόρνες, αλκοολικούς, καταφέρνει και δίνει το στίγμα της μοναξιάς όλων μας. Λειτουργεί σαν την πιο δραστική κριτική που μπορεί ν' ασκήσει κάποιος στην τρέλα που μας περιβάλλει.