Ο πόλεμος των Αμερικανοεγγλέζων ενάντια στο Ιράκ έχει οξύνει όσο ποτέ στο μεταπολεμικό παρελθόν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, τις αντιθέσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, φαίνεται να δημιουργούνται νέοι συνασπισμοί και συμμαχίες, ενώ δε φαίνεται να σταματά μόνο σ' αυτό το κράτος. Ηδη απ' αυτή την εξέλιξη αποδυναμώνονται και η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ με δεδομένη την παρουσία των Αμερικανών και στο Αφγανιστάν, το μέτωπο που ανοίγουν στη ΛΔ Κορέας, αλλά και το υπαρκτό στα Βαλκάνια (η υπόθεση δολοφονίας του Τζίντζιτς αντικειμενικά οξύνει την κατάσταση ενώ αμερικανικός στρατός σταθμεύει σε Ρουμανία, Βουλγαρία), η Ρωσία βρίσκεται πολιορκημένη. Αλλωστε, γίνεται φανερή η διαπάλη γαλλογερμανικού και αμερικανοεγγλέζικου άξονα για το τράβηγμά της σε συμμαχία, αλλά αντικειμενικά είναι στόχος. Ταυτόχρονα οξύνονται οι αντιθέσεις ανέμεσα σε διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου, εντός των ιμπεριαλιστικών κρατών, ενώ την κατάσταση περιπλέκει το γεγονός οτι η εξαγωγή κεφαλαίου γίνεται κυρίως μεταξύ των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Για παράδειγμα η Γερμανία έχει μεγάλες επενδύσεις στις ΗΠΑ και το αντίθετο. Η Κίνα, επίσης, βρίσκεται «στριμωγμένη» στην περιοχή τόσο της Κεντρικής όσο και της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως και η Ιαπωνία, γεγονός που έγινε φανερό με το άνοιγμα του μετώπου από τις ΗΠΑ στη ΛΔ Κορέας, με την οποία η Ιαπωνία διέκοψε τις συνομιλίες που είχε αρχίσει. Οι εξελίξεις με αφορμή τον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ φαίνεται να φέρνουν το τυπικό τέλος στους κανόνες διευθέτησης των διεθνών ζητημάτων του μεταπολεμικού κόσμου 12 χρόνια μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, (ουσιαστικά αυτό έχει απο τότε). Ο ΟΗΕ, και τυπικά πλέον, δεν έχει κανένα κύρος ως οργανισμός, δεν μπορεί να παίξει κανένα ρόλο.
Η εποχή μας είναι «εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών κλονισμών, καθώς και των κλονισμών που απορρέουν από τον ιμπεριαλισμό».
Ο πόλεμος ενάντια στο Ιράκ και όλες οι εξελίξεις σχετικά μ' αυτόν επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση του Λένιν.
Ο πόλεμος κατά του Ιράκ έρχεται ως συνέχεια των πολέμων κατά της Γιουγκοσλαβίας και του Αφγανιστάν, είναι αποτέλεσμα της όξυνσης όλων των αντιθέσεων του ιμπεριαλισμού. Αλλά ο πόλεμος προκαλεί νέες οξύτατες και πιο βαθιές αντιθέσεις, που θα βρίσκουν την αντανάκλασή τους και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Η οικονομική κρίση δε φαίνεται ότι μπορεί να ξεπεραστεί, αλλά, αντίθετα, αναμένεται πιο καταστροφική. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις παίρνουν ακόμα πιο εκρηκτικές διαστάσεις. Ο πόλεμος ενάντια στο Ιράκ θα προκαλέσει αντιδράσεις με απρόβλεπτες συνέπειες, με κυριότερη τη συνέχισή του, ενώ θα προκαλούνται πολιτικές κρίσεις. Δεν αποκλείεται. μάλλον αυτό είναι το πιθανό ενδεχόμενο, να δημιουργήσει γενικευμένη κρίση και, όπως είχε προβλέψει το 16ο Συνέδριο του ΚΚΕ, «συνθήκες που θα διαμορφώσουν στην πορεία αντικειμενικά στοιχεία πανεθνικής κρίσης σε μια ή περισσότερες χώρες, αλλού νωρίτερα, αλλού αργότερα». Αντικειμενικά προβάλλει ως μοναδική διέξοδος η λαϊκή εξουσία, ο σοσιαλισμός.
Είναι αναμενόμενη η όξυνση της ταξικής πάλης που θα παίρνει το χαρακτήρα σύγκρουσης. Η ιδεολογική επίθεση θα συνδυάζεται με την κατασταλτική επίθεση της ολιγαρχίας, των κρατικών μηχανισμών της και των κομμάτων της. Η εξελισσόμενη πραγματικότητα, το οπλοστάσιό τους (κατασταλτικοί μηχανισμοί, νομικό πλαίσιο με «τρομονόμους», «αντιτρομοκρατική» εκστρατεία), δείχνουν ότι ο ιμπεριαλισμός γίνεται ολοένα και πιο αδίστακτος, πιο επιθετικός κατά των λαών, με στόχο την αντιμετώπιση των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων, την πρόληψη κοινωνικών, σοσιαλιστικών επαναστάσεων στον 21ο αιώνα.
Επομένως, το λαϊκό κίνημα στη χώρα μας πρέπει να είναι έτοιμο για αντεπίθεση. Γι' αυτό και είναι απόλυτα καθοριστικής σημασίας η πλατιά ιδεολογική και πολιτική δουλιά, με βάση το Πρόγραμμα και την τακτική του Κόμματος για Λαϊκό Μέτωπο, λαϊκή εξουσία, λαϊκή οικονομία, την πολιτική συσπείρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε αυτή την κατεύθυνση, σε συνδυασμό με την οργάνωση της αντιιμπεριαλιστικής αντιπολεμικής πάλης.
Ετσι, οι καπιταλιστικές χώρες, πριν προλάβουν ακόμα να συνέλθουν από τα χτυπήματα της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, βρέθηκαν μπροστά σε μια νέα οικονομική κρίση (...).
Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια δυσμενής τροπή των οικονομικών υποθέσεων δεν μπορούσε να μην οδηγήσει στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στις δυνάμεις. Ηδη η προηγούμενη κρίση ανακάτεψε όλα τα χαρτιά και οδήγησε στην όξυνση της πάλης για τις αγορές και για τις πηγές πρώτων υλών. Η κατάληψη της Μαντζουρίας και της Βόρειας Κίνας από την Ιαπωνία, η κατάληψη της Αβησσυνίας από την Ιταλία, όλα αυτά αντανακλούσαν την οξύτητα της πάλης ανάμεσα στις δυνάμεις. Η νέα οικονομική κρίση θα έπρεπε να οδηγήσει και πραγματικά οδηγεί στην παραπέρα όξυνση της ιμπεριαλιστικής πάλης. Δε γίνεται πλέον λόγος για ανταγωνισμό, για αγορές, για εμπορικό πόλεμο, για ντάμπινγκ. Αυτά τα μέσα πάλης από καιρό πια θεωρούνται ανεπαρκή. Τώρα γίνεται λόγος για ένα νέο ξαναμοίρασμα του κόσμου, των σφαιρών επιρροής, των αποικιών με πολεμικές ενέργειες.
Η Ιαπωνία άρχισε να δικαιολογεί τις επιθετικές της ενέργειες με το ότι κατά τη σύναψη του συμφώνου των εννέα δυνάμεων, την αδίκησαν και δεν την άφησαν να επεκτείνει το έδαφός της σε βάρος της Κίνας, τη στιγμή που η Αγγλία και η Γαλλία κατέχουν τεράστιες αποικίες. Η Ιταλία θυμήθηκε πως την αδίκησαν στη μοιρασιά της λείας μετά τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και πως θα πρέπει να αποζημιωθεί σε βάρος των σφαιρών επιρροής της Αγγλίας και της Γαλλίας. Η Γερμανία που έπαθε σοβαρές ζημιές, ως αποτέλεσμα του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου και της ειρήνης των Βερσαλλιών, συνενώθηκε με την Ιαπωνία και την Ιταλία και απαίτησε τη διεύρυνση του εδάφους της στην Ευρώπη, την επιστροφή των αποικιών που της αφαίρεσαν οι νικητές στον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Ετσι άρχισε να διαμορφώνεται ο συνασπισμός των τριών επιθετικών κρατών.
Στην ημερήσια διάταξη μπήκε το ζήτημα του νέου ξαναμοιράσματος του κόσμου με πόλεμο.
Ετσι, ο πόλεμος, που πλησίασε τόσο απαρατήρητα τους λαούς, παρέσυρε στην τροχιά του πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια πληθυσμού, επεκτείνοντας τη σφαίρα δράσης του σ' ένα τεράστιο έδαφος, από το Τιεντσίν (Τιαντσίν), τη Σαγκάη και την Καντώνα, μέσω της Αβησσυνίας, ως το Γιβραλτάρ.
Μετά τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα κράτη - νικητές, κυρίως η Αγγλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ, δημιούργησαν ένα νέο καθεστώς σχέσεων ανάμεσα στις χώρες, το μεταπολεμικό καθεστώς της ειρήνης. Οι κύριες βάσεις αυτού του καθεστώτος ήταν στην Απω Ανατολή - το Σύμφωνο των εννέα δυνάμεων και στην Ευρώπη - η Συνθήκη των Βερσαλλιών και μια ολόκληρη σειρά από άλλα Σύμφωνα. Η Κοινωνία των Εθνών καλούνταν να ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στις χώρες στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος στη βάση του ενιαίου μετώπου των κρατών, στη βάση της συλλογικής υπεράσπισης της ασφάλειας των κρατών. Ωστόσο, τα τρία επιθετικά κράτη και ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος που αυτά ξεκίνησαν, ανέτρεψαν όλο αυτό το σύστημα του μεταπολεμικού ειρηνικού καθεστώτος. Η Ιαπωνία ξέσχισε το Σύμφωνο των εννέα δυνάμεων, η Γερμανία και η Ιταλία τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Για να έχουν λυμένα τα χέρια τους, τα τρία αυτά κράτη αποχώρησαν από την Κοινωνία των Εθνών.
Ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος έγινε γεγονός.
Στρατιωτικός συνασπισμός της Γερμανίας και της Ιταλίας ενάντια στα συμφέροντα της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Ευρώπη; Για όνομα του θεού, μα τι σόι συνασπισμός είναι αυτός! «Εμείς» δεν έχουμε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό. «Εμείς» έχουμε όλο κι όλο έναν αθώο «άξονα Βερολίνο - Ρώμη», δηλαδή κάποιο γεωμετρικό τύπο του άξονα. (Γέλια).
Στρατιωτικός συνασπισμός της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας ενάντια στα συμφέροντα των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Απω Ανατολή; Πού τέτοιο πράγμα! «Εμείς» δεν έχουμε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό. «Εμείς» έχουμε όλο κι όλο ένα αθώο «τρίγωνο Βερολίνο - Ρώμη - Τόκιο», δηλαδή ένα μικρό πάθος για τη γεωμετρία. (Γέλια σε όλη την αίθουσα).
Πόλεμος ενάντια στα συμφέροντα της Αγγλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ; Ανοησίες! «Εμείς» διεξάγουμε πόλεμο ενάντια στην Κομμουνιστική Διεθνή και όχι ενάντια σε αυτά τα κράτη. Αν δεν πιστεύετε, διαβάστε το «αντικομιντέρν σύμφωνο» που σύναψαν η Ιταλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία.
Ετσι σκέφτονταν να προπαρασκευάσουν την κοινή γνώμη οι κύριοι επεμβασίες, αν και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς, ότι όλο αυτό το αδέξιο παιχνίδι συγκάλυψης είναι φως φανάρι, γιατί είναι αστείο να ψάχνει κανείς «εστίες» της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις ερήμους της Μογγολίας, στα βουνά της Αβησσυνίας, στους αγριότοπους του ισπανικού Μαρόκου. (Γέλια).
Ο πόλεμος όμως είναι αδυσώπητος...
Επομένως, μπροστά στα μάτια μας συντελείται το ανοιχτό ξαναμοίρασμα του κόσμου και των σφαιρών επιρροής, σε βάρος των συμφερόντων των μη επιθετικών κρατών, χωρίς να γίνονται κάποιες προσπάθειες απόκρουσης και μάλιστα με μια ορισμένη ανοχή από μέρους των τελευταίων.
Απίθανο, όμως είναι γεγονός...
Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτός ο μονόπλευρος και περίεργος χαρακτήρας του νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου;
Πώς μπόρεσε να συμβεί, οι μη επιθετικές χώρες που διαθέτουν τεράστιες δυνατότητες, να παραιτηθούν τόσο εύκολα και χωρίς αντίσταση από τις θέσεις τους και τις υποχρεώσεις τους για το χατίρι των επεμβασιών;
Μήπως, αυτό εξηγείται με την αδυναμία των μη επιθετικών κρατών; Φυσικά, όχι! Τα μη επιθετικά, δημοκρατικά κράτη, παρμένα μαζί, είναι αναμφισβήτητα πιο ισχυρά από τα φασιστικά κράτη και από οικονομική και από στρατιωτική άποψη.
Τότε, πώς μπορούν να εξηγηθούν σε αυτήν την περίπτωση οι συστηματικές παραχωρήσεις των κρατών αυτών προς τους επιτιθέμενους;
Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί, για παράδειγμα, με το αίσθημα του φόβου μπροστά στην επανάσταση που μπορεί να ξεσπάσει, αν τα μη επιθετικά κράτη μπουν στον πόλεμο και ο πόλεμος πάρει παγκόσμιο χαρακτήρα. Οι αστοί πολιτικοί ξέρουν, φυσικά, ότι ο πρώτος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος έφερε τη νίκη στην επανάσταση σε μια από τις μεγαλύτερες χώρες. Φοβούνται ότι ένας δεύτερος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος μπορεί να οδηγήσει επίσης στη νίκη της επανάστασης σε μια ή σε μερικές χώρες.
Αυτή, όμως, τώρα δεν είναι η μοναδική και μάλιστα ούτε η κύρια αιτία. Η κύρια αιτία βρίσκεται στο ότι οι περισσότερες μη επιθετικές χώρες και πριν απ' όλα η Αγγλία και η Γαλλία, παραιτήθηκαν από την πολιτική της συλλογικής ασφάλειας, από την πολιτική της συλλογικής απόκρουσης των επεμβασιών, στο ότι πέρασαν στη θέση της μη ανάμειξης, στη θέση της «ουδετερότητας».