ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 4 Σεπτέμβρη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΕΣΕΕ
Από το κακό στο χειρότερο οι ατομικές και ΟΕ

Την αλγεινή θέση των μικρών επιχειρήσεων, εκείνων των αυτοαπασχολούμενων και εκείνων με λίγους εργαζόμενους, καθώς και τη δυσοίωνη προοπτική τους, αλλά και την τάση αύξησης της μερικής απασχόλησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εργασιακά δικαιώματα, περιγράφει ανάγλυφα η ετήσια έκθεση ελληνικού εμπορίου για το 2002, που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ). Χαρακτηριστικά ως προς τα παραπάνω είναι μεταξύ των άλλων τα όσα αναφέρονται για την απασχόληση στο χώρο του εμπορίου, καθώς και οι εκτιμήσεις για τα κέρδη του 2002 σε συνδυασμό με εκείνα του προηγούμενου χρόνου, όπως προκύπτουν από ένα δείγμα 3.000 ατομικών επιχειρήσεων και ομόρρυθμων εταιριών (ΟΕ).

Οπως σημειώνεται στην έκθεση της ΕΣΕΕ «ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του εμπορικού τομέα είναι ότι αποτελείται από ένα μεγάλο πλήθος επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους οι οποίες στην πλειοψηφία τους είναι ατομικές επιχειρήσεις ή έχουν νομική μορφή προσωπικής εταιρίας». Επιπλέον, συμπληρώνεται πως: «από τα στοιχεία της ΕΣΥΕ προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις αυτές είναι περίπου 200.000, ενώ ο αριθμός των ΑΕ και ΕΠΕ ανέρχεται μόνο σε 8.000 επιχειρήσεις».

Χαρακτηριστικό των εξελίξεων στο εμπόριο τα τελευταία χρόνια, και συγκεκριμένα στη δεκαετία 1993 - 2002 είναι ότι, όπως διαπιστώνεται στην έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό της ΕΣΕΕ, αυξήθηκε η κατηγορία των μισθωτών και εν μέρει αυτή των βοηθών (με σχέση μη μισθωτής εργασίας), σε αντίθεση με τις κατηγορίες εργοδοτών και αυτοαπασχολουμένων, των οποίων η αυξητική τάση διακόπτεται το 1997. Αυτό, εκτός των άλλων δείχνει τόσο την τάση αύξησης των μορφών ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων με την εισαγωγή των μερικώς απασχολουμένων -κύρια στις μεγάλες επιχειρήσεις- και από την άλλη τη μετακίνηση αυτοαπασχολουμένων από διάφορους κλάδους προς τις μεγάλες επιχειρήσεις με υπαλληλική πλέον σχέση. Εξάλλου, από άλλο σημείο της έκθεσης προκύπτει αυτή ακριβώς η τάση κυρίως των σούπερ μάρκετ και των πολυκαταστημάτων για αξιοποίηση των νέων μορφών εκμετάλλευσης που τους «διαθέτει» η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και οι δυνατότητες επέκτασης της μερικής απασχόλησης. Παρόλο που, όπως υποστηρίζουν οι συντάκτες της έκθεσης, η άποψη ότι το εμπόριο στην Ελλάδα είναι ο κλάδος στον οποίο η μερική απασχόληση παρουσιάζει πολύ υψηλά ποσοστά δεν επαληθεύεται από την έρευνα, πάντως, δέχονται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της μερικής απασχόλησης -συνολικά το εμπόριο συγκεντρώνει το 13,1% του συνόλου των μερικώς απασχολουμένων στη χώρα- θα πρέπει να συναντάται στα καταστήματα τροφίμων και στα πολυκαταστήματα σε ποσοστό 50% επί του κλάδου, «ωστόσο», καταλήγουν, «ως ποσοστό επί της συνολικής απασχόλησης στο εμπόριο εξακολουθεί να είναι περιορισμένο». Σύμφωνα με τους ίδιους, η εξέλιξη της μερικής απασχόλησης στον τομέα εμφανίζεται διαχρονικά αυξανόμενη, καθώς το ποσοστό της από 2,8% το 1993 έφτασε το 3,5% το 2002.

Οσον αφορά στα κέρδη των ατομικών επιχειρήσεων και ΟΕ που χρησιμοποιήθηκαν ως δείγμα για την έρευνα οι μισές από αυτές δήλωσαν στασιμότητα στις πωλήσεις τους κατά το 2001 και σε ποσοστό 22% δήλωσαν μείωσή τους. Λιγότερο, δε, από το ένα τρίτο των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι υπήρξε διεύρυνση των πωλήσεών τους. Η εικόνα αυτή είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνη που εμφανίζουν οι ΑΕ και οι ΕΠΕ στις οποίες το 40% αύξησε τις πωλήσεις του περισσότερο από 10%. Από τη δειγματοληπτική έρευνα προκύπτει ότι τα κέρδη της πλειονότητας των μικρών επιχειρήσεων στο εμπόριο παρέμειναν στάσιμα το 2001, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό για τις ΑΕ και ΕΠΕ ήταν μόλις 10,7%, αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Οσο για τις προβλέψεις για το 2002 για την πορεία των εμπορικών ατομικών και ΟΕ, είναι χαρακτηριστικό ότι το 28% του δείγματος διαπιστώνει κάμψη των πωλήσεων, έναντι ποσοστού 22% τον προηγούμενο χρόνο, ενώ το ποσοστό εκείνων που δήλωσαν αύξηση πωλήσεων ήταν πολύ χαμηλότερο έναντι εκείνου του 2001. Συγκεκριμένα, μόλις το 18,8% δήλωσε αύξηση πωλήσεων, έναντι 30,9% το 2001.

ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΟΙ ΕΛΑΙΟΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Χρόνια στο... περίμενε

Ερώτηση του ΚΚΕ στη Βουλή

Χρόνια καρτερούν οι πυρόπληκτοι ελαιοπαραγωγοί του Ν. Ρεθύμνης να λάβουν τις αποζημιώσεις που δικαιούνται. Το θέμα αυτό έθεσαν με Ερώτηση που κατέθεσαν στη Βουλή οι βουλευτές του ΚΚΕ Τάκης Τσιόγκας και Σταύρος Σκοπελίτης. Οι δύο βουλευτές ρωτούν τον υπουργό Γεωργίας «Εάν θα προχωρήσει άμεσα στην αποζημίωση των ελαιοπαραγωγών του Νομού Ρεθύμνης».

Στο κείμενο της Ερώτησης προς τον υπουργό Γεωργίας επισημαίνονται τα ακόλουθα:

«Αγανακτισμένοι είναι οι αγρότες του Νομού Ρεθύμνης για την αδιαφορία που δείχνει η κυβέρνηση στα προβλήματα που δημιούργησαν οι αλλεπάλληλες πυρκαγιές στα ελαιόδεντρα. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική και είναι βέβαιο ότι οι αγρότες θα στερηθούν το λάδι που αποτελεί το κύριο εισόδημά τους. Η οργή των κατοίκων γίνεται ακόμα μεγαλύτερη εξαιτίας του κυβερνητικού εμπαιγμού σχετικά με τις αποζημιώσεις για τις καταστροφές.

Η κατάσταση στην περιοχή Μελάμπων, Σπηλίου κ.ά. χωριών του Νομού Ρεθύμνης γίνεται καθημερινά χειρότερη για τους αγρότες. Η ευθύνη βαραίνει την κυβέρνηση και την ΕΕ που με την πολιτική τους καταδικάζουν τους αγρότες στη μιζέρια και το ξεκλήρισμα.

Η κυβέρνηση είναι αυτή που επιβάλλει την κρατική αδιαφορία στις καταστροφές του γεωργικού κεφαλαίου και εισοδήματος και αφήνει τους ελαιοπαραγωγούς του νομού χωρίς αποζημίωση».

«Φωτιά» στα σχολικά

Τη στιγμή που οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί «τσουρουφλίζονται» από το πακέτο των σχολικών ειδών που καλούνται να πληρώσουν τις επόμενες μέρες για τη νέα σχολική χρονιά, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης συνεχίζει τις προκλήσεις της, δίνοντας στη δημοσιότητα επιλεκτικά τις τιμές δεκατριών τέτοιων ειδών, που από τις τιμοληψίες προέκυψαν είτε σταθερές τιμές είτε αυξήσεις μέχρι 7,5%.

Αξιοσημείωτο είναι ότι μεταξύ των ειδών που επέλεξε το υπουργείο να συμπεριλάβει στη λίστα που κατάρτισε περιλαμβάνονται ακόμα και μαρκαδόροι συγκεκριμένης μάρκας που δε... γράφουν! Επιπλέον, το σχόλιο του υφυπουργού Ανάπτυξης Κ. Κουλούρη, που συνοδεύει τη λίστα, λέξη δεν περιλαμβάνει για τις τιμές τουλάχιστον στις τσάντες, που ναι μεν σύμφωνα με τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν ακρίβυναν, κοστίζουν όμως από 25 μέχρι 40 ευρώ τουλάχιστον. Οσο για τα ξενόγλωσσα βιβλία, δεν υπήρχε χώρος στον... τιμοκατάλογο του υπουργείου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ