Αυτά είπε χτες ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης εγκαινιάζοντας το νοσοκομείο της Θήβας.
Προϋπολογιστικά έτσι είναι. Ομως όταν «κλείνει το ταμείο» τότε τα πράγματα αλλάζουν. Να αναφέρουμε μόνο το εξής στοιχείο που προκύπτει απ' τους απολογισμούς των Προγραμμάτων Δημοσίων Επενδύσεων του προϋπολογισμού για την Υγεία - Πρόνοια από το 1989 μέχρι το 2002. Οι αποκλίσεις αρχίζουν από -3,1% και φτάνουν μέχρι -52,5% (!).
Επειτα, το 66% των συνολικών δαπανών στην Υγεία είναι ανελαστικές δαπάνες (δηλαδή μισθοί). Το κράτος καλύπτει με επιχορήγηση μόνο το 4,2% των αναγκών των νοσοκομείων και το 74,5% τα ασφαλιστικά ταμεία.
Και επειδή τα ταμεία δεν έχουν να πληρώσουν βάζει ο εργαζόμενος το χέρι βαθιά στην τσέπη, την ώρα της ανάγκης. Και πληρώνει τα 44 απ' τα 100 ευρώ που ξοδεύονται προς δόξαν της «αδιαπραγμάτευτης και αταλάντευτης προσήλωσης της κυβέρνησης στο δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ», όπως είπε χτες ο Κ. Σημίτης. Ξέχασε, δηλαδή, να πει και της δωρεάν υγείας - αλλά δεν πειράζει...
Είπε και άλλα χτες ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης: Οτι αυξήθηκαν οι υποδομές κατά 70% απ' το 1994 και μετά και ότι στόχος της κυβέρνησης παραμένει η «αύξηση της χρηματοδότησης του ΕΣΥ από το 2,7% του ΑΕΠ στο 4,8% έως το 2008». «Γνωρίζουμε, πρόσθεσε ο πρωθυπουργός, πως αν και οργανώσαμε μεγάλες επενδύσεις υποδομών, μένει να αντιμετωπίσουμε υστερήσεις στο δίκτυο παροχής υπηρεσιών Υγείας. Να αισθάνεται ο πολίτης τη φροντίδα. Να του παρέχεται η φροντίδα αυτή γρήγορα».
Και πώς θα καλυφθεί η υστέρηση σε προσωπικό; Με την πρόσληψη 10.000 ατόμων μέχρι το 2008 -δηλαδή με 2.500 άτομα ανά έτος - όπως είπε ο πρωθυπουργός.
Σήμερα είναι κενές 25.000 οργανικές θέσεις νοσηλευτών και 2.400 γιατρών σε πανελλαδικό επίπεδο. Για να καλυφθούν αυτά τα κενά των νοσηλευτών - χωρίς να υπολογίζονται οι 1.500 αποχωρήσεις το χρόνο, λόγω συνταξιοδοτήσεων κλπ. - πρέπει να γίνονται 5.000 προσλήψεις το χρόνο στην επόμενη πενταετία. Κι ύστερα αυτές οι 10.000 προσλήψεις, που εξάγγειλε ο πρωθυπουργός δε θα είναι μόνιμες - ή τουλάχιστον δε θα είναι όλες μόνιμες - παρά συμβασιούχοι με μειωμένα ωράρια.
Αλίμονο, δηλαδή, στη φροντίδα για τους αρρώστους, αλλά και για τους συμβασιούχους που θα δουλεύουν με μισθούς γαλέρας.
Απ' ό,τι φαίνεται, καλά κρατεί ο πόλεμος συμφερόντων στο χώρο των ΜΜΕ. Το τελευταίο τεύχος του «Αντί» δημοσιεύει επιστολή του Στ. Ψυχάρη, εκδότη και γενικού διευθυντή του «Βήματος», προς τον Αρ. Αλαφούζο, εκδότη της «Καθημερινής», με ημερομηνία 27 Οκτώβρη 2003. Ανάμεσα σε άλλα, στην επιστολή σημειώνονται και τα εξής: «Αναγκάζομαι να σας γράψω δυο λόγια διότι οι αναίτιες και χυδαίες επιθέσεις της Καθημερινής εναντίον του ΔΟΛ κατά σύστημα και εμού προσωπικώς κατά καιρούς, συνεχίζονται κατά τρόπον που δημιουργεί ερωτήματα ως προς την αληθή πρόθεση της εφημερίδας σας.
Από τη μια πλευρά έχομε είτε αιτήματα της Καθημερινής να βοηθήσουμε στην προβολή συμφερόντων της οικογένειας Αλαφούζου..., είτε προτάσεις συνεργασίας...., είτε και άλλα αιτήματα.... Και από την άλλη η εφημερίδα σας συνεχίζει τις χυδαιολογίες εναντίον μας.
Σας παρακαλώ να δώσετε τις κατάλληλες οδηγίες στους συνεργάτες σας, καθώς εμείς δε θα θέλαμε να χρησιμοποιηθεί ο Τύπος ως πεδίον πολέμου από τον οποίο ο ΔΟΛ προβλέπω ότι δε θα βγει ηττημένος...».
Και η επιστολή κλείνει με το εξής υστερόγραφο: «Διερωτώμαι αν ο υιός σας κ. Ι. Αλαφούζος γνωρίζει τι θα αντιμετωπίσει αν αποφασίσει κάποιος να αναφερθεί στο πρόσωπό του με μεθόδους πάντως κοσμιότερες εκείνων που χρησιμοποιεί ο ραδιοφωνικός σταθμός που διευθύνει αφ' ης επέστρεψε, ληξάσης της καταζητήσεώς του, στην Ελλάδα».
Τα σχόλια περιττεύουν.
Η συζήτηση στη Βουλή αναλώθηκε, στο μεγαλύτερο μέρος της, από τους δύο συνεταίρους του δικομματισμού, σε μια αντιπαράθεση με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων και την προεκλογική αξιοποίησή τους. Ετσι, ο κ. Σημίτης και ο κ. Καραμανλής «μάλωσαν» για το αν τα κόμματά τους είναι δεξιά, για το ποιος έχει καλύτερους συνεργάτες, για το ποιος έχει την πατέντα για να κυβερνάει τον τόπο, για το αν το ποτήρι είναι μισογεμάτο, ή μισοάδειο.
Σ' αυτήν την προσπάθεια δείχνουν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα, τον αποπροσανατολισμό,τις προσωπικές επιθέσεις, την γκρίζα προπαγάνδα, την τεχνητή πόλωση, τη χειραγώγηση των συνειδήσεων, την κινδυνολογία.
Για τα εκατομμύρια ανθρώπους που υπέφεραν αυτά τα χρόνια από την «αδιαίρετη» πολιτική του δικομματισμού, η λύση είναι η αποφασιστική καταψήφιση και των δύο. Για να πιάσει τόπο αυτή η καταδίκη, για να κλείσουν και οι «χαραμάδες» της «κεντροαριστεράς», ή της «κεντροδεξιάς», απαιτείται η εξίσου αποφασιστική ενίσχυση των ψηφοδελτίων του ΚΚΕ. Για να έχει νόημα και αντίκρισμα κάθε ψήφος, για μια ριζικά άλλη πολιτική.