Το ΠΑΜΕ, σε αυτή τη στιγμή που το δικαίωμα στην Υγεία και το δημόσιο σύστημα χτυπιούνται πολύμορφα, κατέθεσε τις θέσεις του προκειμένου να αποτελέσουν τη βάση μιας ουσιαστικής συζήτησης μέσα στους εργαζόμενους στην Υγεία, γενικότερα στο εργατικολαϊκό κίνημα για να ενισχυθεί η αγωνιστική συσπείρωση και δράση γι' αυτό το σοβαρότατο πρόβλημα. Κάνοντας την κεντρική παρουσίαση των θέσεων, ο Γιώργος Μαυρίκος, μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΠΑΜΕ, υπογράμμισε ότι το πρόβλημα της Υγείας καίει το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων και έχει προτεραιότητα για να γίνουν ουσιαστικά βήματα για την υπεράσπισή του, με πολύμορφες δραστηριότητες, πρωτοβουλίες, κινητοποιήσεις. Σ' αυτή την πορεία - τόνισε - χρειάζεται αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, η ενίσχυση του ταξικού πόλου, με τη συγκρότηση στους χώρους δουλιάς επιτρόπων αγώνα του ΠΑΜΕ.
Στη χτεσινή ημερίδα παρεμβάσεις έκαναν ο Μ. Βλασταράκος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Γιατρών ΙΚΑ (ΠΟΣΕΥΠΙΚΑ), ο Σπ. Δρίβας, γιατρός εργασίας, χαιρέτισε εκ μέρους των εργατών της Παλαιστίνης ο Ιμπραήμ Χαϊντάρ, γραμματέας της Γενικής Ενωσης Εργατών της Παλαιστίνης, η Χρ. Τζουμανίκα, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΥΔΗΝ), ο Β. Βακάλης, πρόεδρος του Συνδικάτου Οικοδόμων ΑΘήνας, ο Μ. Καμακάρης, εκ μέρους της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα Ανάπηρων, ο Τ. Φωτόπουλος, μέλος της ΕΕ του ΠΑΜΕ, ο Θ. Κακαβάς, μέλος του ΔΣ του ΙΚΑ, η Κ. Μπουντούρογλου, πρόεδρος της ΟΓΕ, ο Π. Γιαννίδης, υγειονομικός και μέλος της Γραμματείας Νέων του ΠΑΜΕ, ο Γ. Βαγγελάκος, από την Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΙΚΑ, ο Η. Σιώρος, από την Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος, η Μ. Τσίτεβα, εκπρόσωπος των μεταναστών, ο Β. Γκλεζάκος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ελλάδος, η Μαρία Ανήνου, από το ΠΙΚΠΑ και ο Παναγιώτης Μπότσης, από την Ομοσπονδία Φαρμάκου.
Αποσπάσματα από την εισήγηση του ΠΑΜΕ στην ημερίδα
Για την εργατική τάξη, η υγεία είναι η πλήρης σωματική - πνευματική και κοινωνική ευεξία, η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με το κάθε λογής περιβάλλον (οικολογικό, εργασιακό κλπ.). Το ταξικό κίνημα δεν μπορεί να συμφωνήσει με απόψεις που θεωρούν και αντιμετωπίζουν την υγεία σαν εμπόρευμα και σαν ατομική ευθύνη.
Να αναρωτηθούμε στη θέση ενός εργαζόμενου: Γιατί τόσα χρόνια παραμένουν και οξύνονται τα προβλήματα στην πρόληψη και την προστασία της υγείας; Γιατί δε λαμβάνονται μέτρα στο σχολείο, στους χώρους δουλιάς, ειδικά μέτρα για τις γυναίκες, για τους ηλικιωμένους; Γιατί ακόμα διατηρούνται τα φακελάκια, τα ράντζα, οι ουρές στα πολυιατρεία και τα νοσοκομεία και τα λαϊκά στρώματα χρυσοπληρώνουν συνεχώς και πιο υποβαθμισμένες υπηρεσίες;
Η απάντηση δίνεται μέσα από την πείρα μας. Η αιτία βρίσκεται στην πολιτική που αντιμετωπίζει την υγεία της εργατικής τάξης, του λαού μας, σαν κόστος, σαν εμπόρευμα και χρησιμοποιεί την υγεία του λαού για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Η αιτία βρίσκεται στο εκμεταλλευτικό σύστημα που έχει κύριο, αποκλειστικό στόχο την αύξηση των κερδών της πλουτοκρατίας, με την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και την επιδείνωση όλων των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Το τονίζουμε αυτό γιατί ο αγώνας για την υγεία της εργατικής τάξης είναι άρρηκτα δεμένος με τον αγώνα ενάντια στη συνολική αντιλαϊκή πολιτική, για την ανατροπή του καθεστώτος της κυριαρχίας των μονοπωλίων.
Αυτό το συμπέρασμα έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί όσο χειροτερεύει η κατάσταση της εργατικής τάξης, όσο χειροτερεύουν οι όροι αμοιβής, διαβίωσης, συνθηκών εργασίας, τόσο θα υπονομεύεται η υγεία των εργατικών οικογενειών. Θα παραμένουν σε υψηλό επίπεδο ή θα αυξάνουν τα εργατικά ατυχήματα και οι επαγγελματικές ασθένειες. Θα είναι υψηλά τα ποσοστά των θανάτων που μπορούν να αποφευχθούν. Θα γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη η πορεία επανεμφάνισης παλιών νοσημάτων π.χ. φυματίωση και άλλων, που στον έναν ή τον άλλο βαθμό είχαν μειωθεί.
Τα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα στην υγεία κινούνται στους εξής άξονες:
1. Ισχυρό πλήγμα στο δημόσιο τομέα Υγείας με τον καθορισμό ιδιωτικών - οικονομικών κριτηρίων.
2. Υποχρηματοδότηση του δημόσιου τομέα Υγείας.
3. Επέκταση του ιδιωτικού τομέα με νέες επενδύσεις και εξαγορές.
4. Ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, με αιχμή τα επαγγελματικά ταμεία, σε περίοδο όπου τα ασφαλιστικά ταμεία αναλαμβάνουν μεγαλύτερο βάρος για τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών Υγείας και την κάλυψη του κενού της υποχρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε περίοδο μεγαλύτερης σύνδεσης των ασφαλιστικών ταμείων με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες και μαζικής αγοράς υπηρεσιών από τους επιχειρηματίες που λυμαίνονται το χώρο της Υγείας.
Ενα μέρος των προνοιακών δομών, όπως οι Παιδικοί Σταθμοί, τα Κέντρα Παιδικής Μέριμνας, τα Κέντρα Φροντίδας Οικογένειας, μεταφέρονται στην Τοπική και τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, επιδιώκοντας να λειτουργήσουν σε ιδιωτική βάση. Παράλληλα εκχωρούνται δραστηριότητες στη φιλανθρωπία, στις μη κυβερνητικές οργανώσεις, στον εθελοντισμό και στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Διαλύεται έτσι ο όποιος ενιαίος - δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας είχε κατακτηθεί.
Στον τομέα της ψυχικής υγείας, η κυβερνητική πολιτική οδηγεί τα δημόσια ψυχιατρεία στο κλείσιμο, μέσα από το κοινοτικό πρόγραμμα «ΨΥΧΑΡΓΩΣ», με άλλοθι την αποασυλοποίηση. Τεράστια χρηματικά ποσά διατίθενται για δομές ιδιωτικού δικαίου. Το μοναδικό παιδοψυχιατρικό νοσοκομείο στην Πεντέλη βρίσκεται σε καθεστώς διάλυσης.
Ο κλάδος Υγείας του μεγαλύτερου ασφαλιστικού οργανισμού της χώρας, του ΙΚΑ, εξαιτίας της κυρίαρχης πολιτικής είναι ελλειμματικός, την τελευταία δεκαετία.
Χαρακτηριστικά: Με έσοδα 2.402.558.798 ευρώ, έχει έξοδα 2.842.375.833 ευρώ και έλλειμμα 439.817.035 ευρώ.
Στις συνολικές δαπάνες για κοινωνική προστασία, η συμμετοχή του κράτους τείνει όλο και μειούμενη, σε σχέση με την αυξητική τάση που παρουσιάζει η ποσοστιαία συμμετοχή των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Χαρακτηριστικά στην Υγεία: Τα έξοδα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης το 1993 ήταν 8.350.253 ευρώ και τα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού τον ίδιο χρόνο ήταν μόνο 3.100.880 ευρώ. Το 2003 τα έξοδα των ταμείων ήταν 25.415.937 ευρώ και του κράτους μόνο 8.075.621 ευρώ.
Αντίστοιχα, η πηγή προέλευσης των εσόδων των δημόσιων νοσοκομείων δείχνει και επιβεβαιώνει την πολιτική μετακύλησης των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού στα ασφαλιστικά ταμεία και στους ασφαλισμένους, επιδιώκοντας στα πλαίσια της ατομικής ευθύνης και της δραστικής μείωσης της κρατικής συμμετοχής ν' αποτελέσουν τα ασφαλιστικά ταμεία τον κύριο χρηματοδότη των δημόσιων υπηρεσιών Υγείας.
Στα έσοδα των νοσοκομείων, το 4,55% καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό και το 79,76% από τη συμμετοχή στα νοσήλια.
Καταρρέει ο μύθος της δωρεάν Υγείας. Η εργατική τάξη παρά το ότι είναι ο αποκλειστικός δημιουργός του κοινωνικού πλούτου, καλείται να πληρώνει ξανά και ξανά και μέσα από διάφορους μηχανισμούς, επίσημους και ανεπίσημους, υψηλά χρηματικά ποσά, προκειμένου να κάνει χρήση των υπηρεσιών Υγείας, όταν παρουσιαστεί ανάγκη.
Ετσι η χώρα μας κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρώπη στις ιδιωτικές δαπάνες Υγείας, που αποτελούν και το 45% των συνολικών δαπανών Υγείας ή κάθε χρόνο οι εργαζόμενοι πληρώνουν από την τσέπη τους 7,3 δισ. ευρώ (Πηγή ΟΟΣΑ).
Τα διαγνωστικά κέντρα και συνολικά ο ιδιωτικός τομέας Υγείας πλουτίζει από τις συμβάσεις που συνάπτονται με τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και με το ίδιο το δημόσιο.
Σύμφωνα με στοιχεία της διοίκησης του ΙΚΑ, το 1998, το Ιδρυμα δαπάνησε για εξετάσεις στα διαγνωστικά κέντρα 12.208.780.493 δρχ. και για κόστος νοσηλίων - εξετάσεων σε ιδιωτικές κλινικές στην Αττική το ποσό των 3.921.814.678 δρχ.
Ο τζίρος των διαγνωστικών κέντρων αυξήθηκε το 2001 κατά 65%, σε σχέση με το 1997.
Το 2001 ο τζίρος έφθασε τα 833,5 εκατ. ευρώ, ενώ το 1997 ήταν 506 εκατ. ευρώ.
Οι ιδιωτικές κλινικές παρουσιάζουν αύξηση των συνολικών τους πωλήσεων το 2001, ύψους 439,1 εκατ. ευρώ. Ποσοστιαία αύξηση κατά 22,7%, σε σχέση με το 2000.
Οι ασφαλιστικές εταιρίες, έχοντας διπλασιάσει στα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα ασφαλιστικά τους συμβόλαια, διεκδικούν την ανατροπή του ασφαλιστικού συστήματος, το χτύπημα των κατακτήσεων και παροχών των εργαζομένων, τις φοροελαφρύνσεις των επιχειρηματιών και βιομηχάνων, την κατάργηση του ιατρικού απορρήτου, ώστε να μπορέσουν να αυξήσουν τις επενδύσεις και τα κέρδη τους, με την προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης και των επαγγελματικών ασφαλιστικών ταμείων σε κεφαλαιοποιητική βάση.
Η κρατική φαρμακοβιομηχανία, αλλά και η βιομηχανία σύγχρονου βιοϊατρικού εξοπλισμού και αναλώσιμων υλικών, είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Οι κυβερνήσεις φρόντισαν να «καθαρίσουν» το έδαφος για να διευκολύνουν τις κερδοφόρες επενδύσεις των πολυεθνικών εταιριών που λυμαίνονται στην κυριολεξία το δημόσιο σύστημα υγείας, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη αγορά πωλήσεών τους.
Πενήντα πέντε εταιρίες ελέγχουν το 91% της συνολικής αξίας της αγοράς των νοσοκομείων.
Το 90% των αναγκών καλύπτεται από εισαγωγές, ενώ ο δημόσιος τομέας απορροφά το 65% των προμηθειών.
Ολο το δημόσιο σύστημα Υγείας είναι υποταγμένο στην υπηρεσία της κερδοφορίας των μονοπωλίων.
Το φάρμακο είναι ένα ακριβοπληρωμένο εμπόρευμα στα χέρια της ιδιοκτησίας μιας χούφτας εκμεταλλευτών, αντί να είναι δημόσιο κοινωνικό αγαθό και η αντίστοιχη βιομηχανία λαϊκή περιουσία.
Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ουσιαστικά ασκούν ίδια πολιτική στον τομέα της Υγείας - Πρόνοιας.
Εχουν κοινό στρατηγικό στόχο. Διαφωνούν σε επουσιώδη ζητήματα ή στους ρυθμούς εφαρμογής των αντιλαϊκών μέτρων.
Και τα δύο κόμματα είναι υπέρ της συνύπαρξης του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα υγείας.
Δημαγωγούν όταν λένε πως η υγεία είναι αγαθό και την ίδια στιγμή συμφωνούν σε μέτρα εμπορευματοποίησης της υγείας.
Η ηγεσία του ΣΥΝ μιλά για το συμπληρωματικό ρόλο του ιδιωτικού τομέα της υγείας στο δημόσιο.
Τα κόμματα αυτά έχουν αποδεχτεί τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, την ΕΕ, την ΟΝΕ, που υπηρετούν την επίθεση των πολυεθνικών σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.
Στο έδαφος όμως αυτής της πολιτικής δεν μπορεί να υπάρξει πρόληψη και προστασία της Υγείας, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης, παρά μόνο σε εκείνο το επίπεδο που δεν απειλείται το καπιταλιστικό κέρδος και διευκολύνεται η αναπαραγωγή του κεφαλαίου και της εκμετάλλευσης.
Οι ηγεσίες των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ έχουν συμφωνήσει στο χαρακτήρα και στην ουσία των αντιδραστικών αλλαγών που διαδραματίζονται στην υγεία και την πρόνοια. Αποδέχονται τη λογική του ανταγωνισμού και της ανταγωνιστικότητας για την αύξηση των κερδών της πλουτοκρατίας και στον τομέα της Υγείας. Συμφωνούν με την κυρίαρχη αντιλαϊκή πολιτική, καλλιεργώντας αυταπάτες πως πάνω στο έδαφος αυτό μπορούν να υπάρξουν λύσεις στα οξυμένα προβλήματα υγείας και πρόνοιας.
Το ΠΑΜΕ θεωρεί την Υγεία από τα βασικότερα προβλήματα που πρέπει να μπουν στο επίκεντρο της δράσης των συνδικάτων, να υιοθετηθούν στόχοι πάλης που απαντούν στις ανάγκες των εργατικών - των λαϊκών οικογενειών και να αναπτυχθεί σταθερή διεκδικητική δράση.
Η απάντηση της εργατικής τάξης, στην επίθεση που δέχεται, δεν μπορεί να έχει περιορισμένο χαρακτήρα, σε επιμέρους οικονομικά ζητήματα, αλλά ν' αγκαλιάζει όλες τις πλευρές των δικαιωμάτων των εργατών και των οικογενειών τους. Ολους τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Στις σημερινές συνθήκες ολομέτωπης επίθεσης του κεφαλαίου και όξυνσης του ανταγωνισμού για την επικράτηση στην αγορά και τη συγκέντρωση περισσότερων κερδών, ο αγώνας ακόμα και για την πιο μικρή κατάκτηση έχει μεγάλες απαιτήσεις. Κάθε αγώνας πρέπει να αντιπαρατίθεται στις αιτίες, στην πολιτική που δημιουργεί και οξύνει τα προβλήματα.
Η υγεία είναι όρος ύπαρξης του εργάτη. Πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν αγαθό και όχι σαν εμπόρευμα που είναι σήμερα.
Το κράτος πρέπει να έχει την αποκλειστική ευθύνη, να παρέχει ισότιμες υπηρεσίες υγείας και δωρεάν σε όλους τους εργαζόμενους και στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στους ξένους εργάτες και στις οικογένειές τους.
Το ΠΑΜΕ, κατά συνέπεια, διεκδικεί ένα σύγχρονο δημόσιο δωρεάν σύστημα υγείας, υποταγμένο στις λαϊκές ανάγκες και να λειτουργεί κάτω από λαϊκό - εργατικό έλεγχο.
Η χρηματοδότησή του διεκδικούμε να γίνεται αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό και τους εργοδότες.
Προϋπόθεση για ένα δημόσιο δωρεάν σύστημα υγείας είναι η κατάργηση κάθε μορφής επιχειρηματικής δράσης.
Ταυτόχρονα διεκδικούμε να γίνει εργατική - λαϊκή περιουσία η βιομηχανία φαρμάκου και βιοϊατρικής τεχνολογίας.
Στα πλαίσιά τους θα λειτουργούν όλες οι απαραίτητες ειδικότητες, θα υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός οικογενειακών γιατρών.
Τα ΚΥ να διασυνδέονται αντίστοιχα με τον τόπο κατοικίας, εργασίας, με τα δημόσια νοσοκομεία.