ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 3 Μάρτη 2004
Σελ. /48
Διαχρονικά δραματουργικά «διαμάντια»

«Η μικρή μας πόλη» στο «Δημήτρης Χορν»
«Η μικρή μας πόλη» στο «Δημήτρης Χορν»
«Βικτόρ ή τα παιδιά

στην εξουσία»

στο «Ανοιχτό Θέατρο»

Την οικουμενική ρήση «από παιδί και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια» θυμίζει το διαχρονικής αξίας έργο του Ροζέ Βιτράκ «Βικτόρ ή Τα παιδιά στην εξουσία» (1928), που παρουσιάζει το «Ανοιχτό Θέατρο». Ο σουρεαλιστής δραματουργός του Μεσοπολέμου με το έργο αυτό φτύνει κατάμουτρα την ηθικά και ψυχοδιανοητικά εκτροχιασμένη αστική τάξη, τη μεγαλοαστική «μήτρα» της, τα όργανά της (λ.χ. στρατιωτικούς, επιστήμονες), ακόμα και τους προλετάριους υπηρέτες της. Ο Βιτράκ χρησιμοποιεί το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του έργου, τον εννιάχρονο Βικτόρ, σαν τάχα παιγνιώδες, αλλά ουσιαστικά σαρκαστικό «όχημα» της αλήθειας. Ο Βικτόρ, ελεύθερος από κάθε φραγμό, όπως οι ενήλικες της αστικής τάξης του, τη μέρα των γενεθλίων του βγάζει στη φόρα όλα τα άπλυτα των γονιών του και των ομοίων τους. Αποκαλύπτει και χλευάζει την κοινωνική αναισχυντία, την ψυχοδιανοητική παράνοια, τον τομαρισμό, τον καθωσπρεπικό κυνισμό, την υποκρισία, τις μοιχείες τους. Ο Βικτόρ, μαϊμουδίζοντας τα καμώματά τους, «καθρεφτίζει» την τάξη των γονιών του. Ο Βιτράκ, όμως, δε σταματά στην καταγγελία της σάπιας αστικής τάξης. Υπογραμμίζει και το θάνατό της, με ένα ιδιοφυές μυθοπλαστικά, υπερρεαλιστικό εύρημα. Με την απρόβλεπτη εμφάνιση του φαντάσματος της Ιντα Νεκρουά-σύμβολο της σαπιοκοιλιάς της μεγαλοαστικής τάξης, και με την εν μια νυκτί ενηλικίωση και γήρανση του Βικτόρ. Ο Βικτόρ, θνησιγενές γέννημα των σάπιων σπλάχνων της μελλοθάνατης αστικής τάξης, διαισθάνεται και το δικό του θάνατο.

«Βικτόρ ή Τα παιδιά στην εξουσία» στο «Ανοιχτό Θέατρο»
«Βικτόρ ή Τα παιδιά στην εξουσία» στο «Ανοιχτό Θέατρο»
Το δραματουργικό αυτό «διαμάντι» σκηνοθέτησε ευφάνταστα, γοργόρυθμα, με έμμεσα σχολιαστικό και καυστικότατο χιούμορ, ο Γιώργος Μιχαηλίδης. Συντελεστές της ενδιαφέρουσας παράστασης είναι η εύγλωττη σατιρική μετάφραση (Αλέξανδρος Κοέν). Το χρωματικά έντονο αλλά αφαιρετικό σκηνικό και τα συμβολιστικά κοστούμια (Αγνή Ντούτση), που παραπέμπουν εύστοχα στη μεταμοντέρνα «αισθητική» της σύγχρονης αστικής τάξης. Και οι συνολικά πολύ καλές ερμηνείες. Ο Δάνης Κατρανίδης κλιμακώνει το ρόλο του Βικτόρ, ξεκινώντας από τη διαβολικά παιγνιώδη «αφέλεια» και φθάνοντας ως την επίγνωση και τη «γεύση» του θανάτου. «Γεύση», στην οποία συμβάλλει εξαιρετικά η γκροτέσκα ερμηνεία του Γιώργου Στριφτάρη (Ιντα Νεκρουά). Η Ανδρη Θεοδότου με χιούμορ και εκφραστική χάρη ερμήνευσε το θηλυκό αντίποδα του Βικτόρ. Η Λίνα Μαρκάκη σάρκασε τον εθισμό των υπηρετών στον παραλογισμό των αστών, των οποίων την «τοιχογραφία» συνέθεσαν οι άξιοι και έμπειροι Ηλίας Λογοθέτης, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Αφροδίτη Γρηγοριάδου, Ελένη Ακρίτα, Δημήτρης Γιαννόπουλος, Χρύσανθος Καγιάς.


«Παντρολογήματα» στο «Πορεία»
«Παντρολογήματα» στο «Πορεία»

«Η μικρή μας πόλη»

στο «Δημήτρης Χορν»

Πόσοι από τους νεαρής ηλικίας θεατές της αριστουργηματικής -κατά τη γνώμη της υπογράφουσας - ταινίας του Λαρς φον Τρίερ «Dogville», γνωρίζουν ότι «αφετηρία» του θέματος, της αφηγηματικής και διαλογικής δομής και της εικαστικής όψης της (ο σχεδιασμός στο δάπεδο με απλά περιγράμματα των σκηνικών χώρων), ήταν το έργο του Θόρντον Ουάιλντερ «Η μικρή μας πόλη»; Ο Τρίερ, προφανώς, με αυτή την «αφετηρία», στο «Dogville» (το πρώτο μέρος της κινηματογραφικής τριλογίας του) θέλησε να καταδείξει την τεράστια απόσταση που χωρίζει το έργο του Ουάιλντερ από την εκτροχιαστική πορεία που ακολούθησε η αμερικανική κοινωνία στον 20ό αιώνα. Η ελκυστική και συγκινητική μυθοπλαστικά, γι' αυτό και πολυπαιγμένη (και στην Ελλάδα) «Μικρή μας πόλη» - έργο σταθμός της προοδευτικής δραματουργίας που αναπτύχθηκε τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα, για να «καταπνιγεί» στη συνέχεια, αποτελεί έναν ύμνο στη ζωή και στον αέναο κύκλο της, στον αμόλυντο νεανικό έρωτα, στην αγάπη, στην οικογένεια. Προπαντός, έναν ύμνο στον απλό λαϊκό άνθρωπο, στον τίμιο βιοποριστικό αγώνα του, στις ηθικές και ανθρωπιστικές αξίες του, στη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων μιας ταξικά ισότιμης, μικρής επαρχιακής κοινότητας. Αποτελεί, εντέλει, έναν ύμνο στα «χρόνια της αθωότητας» της νεαρής ακόμα στα τέλη του 19ου και των αρχών του 20ού πολυεθνικής αμερικανικής κοινωνίας.

Ο Σταμάτης Φασουλής, αγαπώντας - δικαίως κατά τη γνώμη μας - το έργο αυτό, αλλά και αποφεύγοντας να θυμίσει προηγούμενες σκηνοθετικές και μεταφραστικές ερμηνείες του, το μετέφρασε ο ίδιος με χυμώδη γλώσσα, αλλά και παρεμβαίνοντας (νομίζουμε λίγο πέραν του ήθους και ύφους του έργου) εκσυγχρονιστικά και θεατροποιητικά στο λόγο και στο ρόλο του αφηγητή (του συγγραφέα). Η μεταφραστική του παρέμβαση καθοδήγησε και την ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία του. Ο Φασουλής, με τη μέθοδο του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», αποφόρτισε το έργο από τα μελοδραματικά του στοιχεία, πρόβαλε το χιούμορ του και το ανέδειξε σε υποδόρια σχολιαστική «τοιχογραφία» μιας οριστικά χαμένης, σήμερα, ειρηνικής, αθώας, ρομαντικής εποχής. Τη σκηνοθετική «ανάγνωση» στήριξαν το αφαιρετικό σκηνικό (Αντώνης Δαγκλίδης), τα αρμόζοντας κοστούμια εποχής (Κατερίνα Παπανικολάου), οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί (Λευτέρης Παυλόπουλος) και οι γενικά καλές ερμηνείες, από τις οποίες οι πιο ουσιαστικές και λιγότερο... ποζάτες είναι των Κώστα Τριανταφυλλόπουλου, Γιάννη Τσιμιτσέκη, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Νίκου Χύτα, Γιάννη Γούνα.


«Παντρολογήματα»

στο «Πορεία»

Προσανατολισμένος πάντα σε ένα ποιοτικό ρεπερτόριο, παλιότερο και σύγχρονο, θεματολογικά και μορφολογικά ουσιώδες, ο θίασος «Δόλιχος» ανέβασε φέτος (σε συμπαραγωγή με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κοζάνης, ώστε να αντέξουν οικονομικά και να επιζήσουν και τα δύο θέατρα) τα «Παντρολογήματα» του Νικολάι Γκόγκολ. Του αθάνατου Ρώσου παρατηρητή, ψυχαναλυτή, φωτογράφου, ποικίλων και αθεράπευτων συμπτωμάτων και φαινομένων της τραγικωμωδίας του ανθρώπου, όχι μόνο στην εποχή του και στη χώρα του, αλλά σ' όλους τους καιρούς και τόπους. Τα «Παντρολογήματα» είναι κωμωδία χαρακτήρων προπαντός, αλλά και καταστάσεων. Κωμωδία, όμως, θεόπικρη και χωρίς αίσιο τέλος. Μια κωμωδία, που μελαγχολεί για την αδυναμία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν, να εκφραστούν, να επιλέξουν οι ίδιοι το ταίρι τους, χωρίς τη μεσολάβηση «προξενητή». Για το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να αγαπήσει, να αγαπηθεί, να κάνει οικογένεια. Για την απωθητική ασχήμια και τη συναισθηματική αναπηρία του προικοθηρισμού. Για τη μοναξιά των ανύπαντρων γυναικών και αντρών, αλλά και την όχι σπάνια μοναξιά των παντρεμένων, μετά τη ματαίωση της ελπίδας τους για ευτυχισμένο γάμο. Οσο κι αν Γκόγκολ μετέπλασε θεατρικά τις δυσκολίες των συγκαιρινών του Ρώσων αναφορικά με το γάμο, τους γάμους με τη μεσολάβηση μιας αμειβόμενης, συνήθως, προξενήτρα, για το φόβο γυναικών και ανδρών της εποχής του απέναντι στα - εφ' όρου ζωής - δεσμά του γάμου, το θέμα και τα πρόσωπα του έργου αφορούν και στο σήμερα. Ισως, να το αφορούν πολύ περισσότερο, καθώς όλο και περισσότεροι νέοι, τρομάζοντας με την ιδέα του γάμου και μιας ενδεχόμενης δύστυχης σχέσης, επιλέγουν τη βέβαια δυστυχία της μοναξιάς.

Αυτή, η απόλυτα βάσιμη σκέψη διαφαίνεται κάτω από τις εκσυγχρονιστικές νύξεις της σκηνοθεσίας του Στάθη Λιβαθινού, λ.χ. με τη χρήση στο φινάλε της παράστασης ενός κινητού τηλεφώνου, από το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, τον εργένη Πατκαλιόσιν, ο οποίος φοβούμενος το γάμο το σκάει από την εκκλησία και ζητά βοήθεια από τον «προξενητή» φίλο του, ατυχήσαντα στο γάμο του, Κατσκαριόφ. Η εκσυγχρονιστική σκηνοθεσία εκφράστηκε και με τη μετατροπή του έργου σε μουσική κωμωδία, με τραγούδια και χορογραφικά μοτίβα, τα οποία υπογράμμιζαν αλλού με μέτρο και αλλού άμετρα τα κωμικοσατιρικά στοιχεία του έργου και απάλυναν την πικρή ουσία του. Η έλλειψη σκηνοθετικού μέτρου είναι ιδιαίτερα έκδηλη στην υποκριτική υπερβολή (λόγου, κίνησης, χειρονομίας) του αποδειγμένα ταλαντούχου ηθοποιού Αιμίλιου Χειλάκη, αλλά και στις γκροτέσκες ερμηνείες του Ανδρέα Νάτσιου, του Μπάμπη Γιωτόπουλου, τη γραφική του Γιώργου Μακρή, την επιτηδευμένη της Μπέττυ Νικολέση. Οι ερμηνείες που εξέφρασαν το γκογκολικό ήθος και τελικώς στήριξαν τη σκηνοθεσία είναι της «σοφής» πλέον υποκριτικά Ελένης Γερασιμίδου, της απολαυστικής στο λόγο, στην κίνηση, στο τραγούδι Ταμίλα Κουλίεβα (φανέρωσε και το κωμικό ταλέντο της), αλλά και των Αρτό Απαρτιάν, Δημήτρη Τάρλοου, Αλεξάνδρας Ντεληθέου.

Η καλή μετάφραση υπογράφεται από τους Λεωνίδα Καρατζά - Δημήτρη Τάρλοου, τα ευφάνταστα, αλλά και λιτά σκηνικά από τον Αντώνη Δαγκλίδη, τα κωμωδιογραφικά κοστούμια από την Κλαιρ Μπρέισγουελ, η παιγνιώδης μουσική από τον Νίκο Πλάτανο, οι χιουμοριστικοί στίχοι από τον Στρατή Πασχάλη και η φωτεινότητα της σκηνής από τον Λευτέρη Παυλόπουλο.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ