Συγκεκριμένα, η Επιτροπή παρατείνει έως τις 30 Ιούνη 2007 το ισχύον καθεστώς κρατικών ενισχύσεων στον οπτικοακουστικό τομέα (αυτό είναι το ημίμετρο) και προτείνει (αυτή είναι η «ευχή») την έκδοση ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διαφύλαξη της κινηματογραφικής κληρονομιάς». Αξίζει να σημειωθεί πως η ανακοίνωση εκδόθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του επιτρόπου για τον Ανταγωνισμό, Μάριο Μόντι. Επισήμως, η ανακοίνωση «αποτελεί το επιστέγασμα πολύμηνων διαβουλεύσεων με τα κράτη - μέλη και τους φορείς του συγκεκριμένου τομέα». Δε διευκρινίζεται αν μεταξύ αυτών των φορέων περιλαμβάνονται και οι δημιουργοί, εκτός των εκπροσώπων της οπτικοακουστικής βιομηχανίας. Θα πρέπει όμως να θυμίσουμε, ότι ένα χρόνο πριν, στη Θεσσαλονίκη και στη σύνοδο για τα οπτικοακουστικά, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας στην ΕΕ, οι δημιουργοί κατέθεσαν πολλούς προβληματισμούς και ως προς το αποτέλεσμα των χρηματοδοτήσεων, αλλά και ως προς τον πολιτικό προσανατολισμό της διαχείρισης του οπτικοακουστικού τομέα από τις κυβερνήσεις.
Αυτό όμως που προέκυψε τότε ήταν η αδυναμία ή η έλλειψη θέλησης της ΕΕ να προτείνει κάτι διαφορετικό, ακόμη και ως προς αυτό που η ίδια εννοεί ως «ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κινηματογράφου». Ετσι φτάσαμε στην υιοθέτηση, από τότε, της παράτασης των υπαρχόντων χρηματοδοτικών προγραμμάτων, με το αιτιολογικό ότι χρειάζεται ένα διάστημα «προσαρμογής» των νέων κρατών - μελών της ΕΕ. Βέβαια, πίσω από όλα αυτά κρύβεται η - εμμέσως πλην σαφώς - δηλωμένη πολιτική της ΕΕ να ενισχύσει μονόπλευρα την εμπορευματική πλευρά του οπτικοακουστικού τομέα, στο πλαίσιο της γενικότερης εμπορευματοποίησης που επιχειρείται στην καλλιτεχνική δημιουργία.
«Τα έργα του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα απαιτούν υψηλό επίπεδο νομικής ασφάλειας», δήλωσε η αρμόδια για την Εκπαίδευση και τον Πολιτισμό επίτροπος, Β. Ρέντινγκ, παρουσιάζοντας την απόφαση στις Βρυξέλλες. Ο λόγος; Διότι «πρόκειται για έναν ιδιαίτερα σημαντικό από πολιτιστικής απόψεως τομέα, που συμβάλλει ουσιαστικά στην οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, ο οποίος, ωστόσο, αντιμετωπίζει ισχυρές εξωτερικές πιέσεις». Το βασικό κριτήριο ενίσχυσης λοιπόν του οπτικοακουστικού τομέα είναι η συμβολή του στη «διαμόρφωση» του αντιδραστικού ιδεολογήματος περί «ευρωπαϊκής ταυτότητας». Πώς εκφράζεται αυτό όμως πρακτικά; Η επίτροπος είπε ότι στο διάστημα της τρίχρονης παράτασης των προγραμμάτων «θα έχουμε την ευκαιρία να εκπονήσουμε μελέτη για την εξέταση της συμβατότητας του ισχύοντος καθεστώτος με τις μελλοντικές προκλήσεις τις οποίες θα αντιμετωπίσει ο ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός τομέας». Η «συμβατότητα» θα εξεταστεί με βάση τα κριτήρια της Επιτροπής, όπως ορίστηκαν σε σχετική απόφαση του 2001. Δηλαδή, την, καταρχήν, «επαλήθευση» «ότι οι συνθήκες πρόσβασης στο σύστημα δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις της συνθήκης περί νομιμότητας, ιδίως όσον αφορά τις διακρίσεις που οφείλονται στην εθνικότητα» και την εξέταση για το «αν πληρούνται τα συγκεκριμένα κριτήρια για τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ενισχύσεις (που περιγράφονται για πρώτη φορά στην απόφαση του Ιούνη 1998 σχετικά με το γαλλικό καθεστώς ενισχύσεων)».
Πρόκειται ουσιαστικά για κριτήρια πλήρους «συμβατότητας» της οπτικοακουστικής δημιουργίας με τις «αρχές» και τις «αξίες» της ΕΕ. Δηλαδή του κεφαλαίου. Το οποίο, ως γνωστόν, θέλει την εκμετάλλευση «χωρίς σύνορα». Ετσι, η Επιτροπή, «επιθυμώντας» «να εξετάσει κατά πόσον το ισχύον σύστημα ανταποκρίνεται πλήρως στις μελλοντικές προκλήσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίσει η ευρωπαϊκή αγορά οπτικοακουστικών προϊόντων», θα εξετάσει, για παράδειγμα, «κατά πόσον δυσανάλογες απαιτήσεις εδαφικότητας (όπως η απαίτηση κράτους - μέλους από τον παραγωγό να δαπανήσει στο έδαφός του το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της τηλεοπτικής ή κινηματογραφικής παραγωγής στην οποία χορηγείται ενίσχυση) προκαλούν τον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αγοράς οπτικοακουστικών έργων, παρεμποδίζοντας, μεταξύ άλλων, τις πανευρωπαϊκές συμπαραγωγές». Πιο απλά αυτό σημαίνει το εξής: αν ένα κράτος - μέλος απαιτήσει το εύλογο, δηλαδή τα περισσότερα από τα χρήματα που θα δώσει για την παραγωγή μιας ταινίας να δαπανηθούν στο εσωτερικό του, θα κατηγορηθεί από την ΕΕ για «κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αγοράς» και για «παρεμπόδιση» των «πανευρωπαϊκών συμπαραγωγών»! Δε φτάνει δηλαδή που θα «σφίξουν» κι άλλο τα χρηματοδοτικά κριτήρια, αλλά και αν αυτά πληρούνται, οι εταιρίες παραγωγών μπορούν να «τσεπώνουν» το χρήμα και να γυρίζουν την ταινία εκεί που, προφανώς, θα κοστίζει φθηνότερα! Με ό,τι αυτό βέβαια θα σημάνει για τις, έτσι κι αλλιώς παρακμάζουσες, εθνικές κινηματογραφίες της Ευρώπης.
Αλλά ακόμη και ο όρος «εθνική κινηματογραφία» μοιάζει, με αυτή την απόφαση, να υπονομεύεται. Διότι εδώ γίνεται λόγος για «πανευρωπαϊκές συμπαραγωγές». Αυτός όμως που θα έχει το «πάνω χέρι» θα είναι αντικειμενικά τα κράτη με ήδη ισχυρή κινηματογραφική βιομηχανία. Από εκεί και πέρα θα λειτουργήσουν οι «περίφημοι» «κανόνες της ελεύθερης αγοράς» και ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ θα καταδικάσει, όχι μόνο τις εθνικές κινηματογραφίες, αλλά και τους ανεξάρτητους παραγωγούς.
Γι' αυτό ακριβώς το λόγο, για τη «Διαφύλαξη της κινηματογραφικής κληρονομιάς», η Επιτροπή κάνει απλώς μια «σύσταση» «η οποία θα καλύπτει όλες τις πτυχές διαφύλαξης της κινηματογραφικής κληρονομιάς, κυρίως την ταξινόμηση των έργων, τη δημιουργία βάσης δεδομένων, την αποκατάσταση των ταινιών, τη χρησιμοποίησή τους για εκπαιδευτικούς σκοπούς και τη συνεργασία μεταξύ των υπευθύνων φορέων του τομέα». Επίσης, στο Φεστιβάλ των Καννών θα υπάρχει και μια μέρα αφιερωμένη στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Ισως και κανένα ευχέλαιο...