ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Μάρτη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Ενταφιάζονται» οι εθνικές κινηματογραφίες

Υπό το «βαρύγδουπο» τίτλο «Προετοιμάζοντας το μέλλον και αξιοποιώντας το παρελθόν» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την περασμένη βδομάδα ανακοίνωση για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, η οποία περιλαμβάνει... ένα ημίμετρο και μια «ευχή».

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή παρατείνει έως τις 30 Ιούνη 2007 το ισχύον καθεστώς κρατικών ενισχύσεων στον οπτικοακουστικό τομέα (αυτό είναι το ημίμετρο) και προτείνει (αυτή είναι η «ευχή») την έκδοση ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διαφύλαξη της κινηματογραφικής κληρονομιάς». Αξίζει να σημειωθεί πως η ανακοίνωση εκδόθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του επιτρόπου για τον Ανταγωνισμό, Μάριο Μόντι. Επισήμως, η ανακοίνωση «αποτελεί το επιστέγασμα πολύμηνων διαβουλεύσεων με τα κράτη - μέλη και τους φορείς του συγκεκριμένου τομέα». Δε διευκρινίζεται αν μεταξύ αυτών των φορέων περιλαμβάνονται και οι δημιουργοί, εκτός των εκπροσώπων της οπτικοακουστικής βιομηχανίας. Θα πρέπει όμως να θυμίσουμε, ότι ένα χρόνο πριν, στη Θεσσαλονίκη και στη σύνοδο για τα οπτικοακουστικά, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας στην ΕΕ, οι δημιουργοί κατέθεσαν πολλούς προβληματισμούς και ως προς το αποτέλεσμα των χρηματοδοτήσεων, αλλά και ως προς τον πολιτικό προσανατολισμό της διαχείρισης του οπτικοακουστικού τομέα από τις κυβερνήσεις.

Αυτό όμως που προέκυψε τότε ήταν η αδυναμία ή η έλλειψη θέλησης της ΕΕ να προτείνει κάτι διαφορετικό, ακόμη και ως προς αυτό που η ίδια εννοεί ως «ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κινηματογράφου». Ετσι φτάσαμε στην υιοθέτηση, από τότε, της παράτασης των υπαρχόντων χρηματοδοτικών προγραμμάτων, με το αιτιολογικό ότι χρειάζεται ένα διάστημα «προσαρμογής» των νέων κρατών - μελών της ΕΕ. Βέβαια, πίσω από όλα αυτά κρύβεται η - εμμέσως πλην σαφώς - δηλωμένη πολιτική της ΕΕ να ενισχύσει μονόπλευρα την εμπορευματική πλευρά του οπτικοακουστικού τομέα, στο πλαίσιο της γενικότερης εμπορευματοποίησης που επιχειρείται στην καλλιτεχνική δημιουργία.

«Τα έργα του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα απαιτούν υψηλό επίπεδο νομικής ασφάλειας», δήλωσε η αρμόδια για την Εκπαίδευση και τον Πολιτισμό επίτροπος, Β. Ρέντινγκ, παρουσιάζοντας την απόφαση στις Βρυξέλλες. Ο λόγος; Διότι «πρόκειται για έναν ιδιαίτερα σημαντικό από πολιτιστικής απόψεως τομέα, που συμβάλλει ουσιαστικά στην οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, ο οποίος, ωστόσο, αντιμετωπίζει ισχυρές εξωτερικές πιέσεις». Το βασικό κριτήριο ενίσχυσης λοιπόν του οπτικοακουστικού τομέα είναι η συμβολή του στη «διαμόρφωση» του αντιδραστικού ιδεολογήματος περί «ευρωπαϊκής ταυτότητας». Πώς εκφράζεται αυτό όμως πρακτικά; Η επίτροπος είπε ότι στο διάστημα της τρίχρονης παράτασης των προγραμμάτων «θα έχουμε την ευκαιρία να εκπονήσουμε μελέτη για την εξέταση της συμβατότητας του ισχύοντος καθεστώτος με τις μελλοντικές προκλήσεις τις οποίες θα αντιμετωπίσει ο ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός τομέας». Η «συμβατότητα» θα εξεταστεί με βάση τα κριτήρια της Επιτροπής, όπως ορίστηκαν σε σχετική απόφαση του 2001. Δηλαδή, την, καταρχήν, «επαλήθευση» «ότι οι συνθήκες πρόσβασης στο σύστημα δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις της συνθήκης περί νομιμότητας, ιδίως όσον αφορά τις διακρίσεις που οφείλονται στην εθνικότητα» και την εξέταση για το «αν πληρούνται τα συγκεκριμένα κριτήρια για τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ενισχύσεις (που περιγράφονται για πρώτη φορά στην απόφαση του Ιούνη 1998 σχετικά με το γαλλικό καθεστώς ενισχύσεων)».

Πρόκειται ουσιαστικά για κριτήρια πλήρους «συμβατότητας» της οπτικοακουστικής δημιουργίας με τις «αρχές» και τις «αξίες» της ΕΕ. Δηλαδή του κεφαλαίου. Το οποίο, ως γνωστόν, θέλει την εκμετάλλευση «χωρίς σύνορα». Ετσι, η Επιτροπή, «επιθυμώντας» «να εξετάσει κατά πόσον το ισχύον σύστημα ανταποκρίνεται πλήρως στις μελλοντικές προκλήσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίσει η ευρωπαϊκή αγορά οπτικοακουστικών προϊόντων», θα εξετάσει, για παράδειγμα, «κατά πόσον δυσανάλογες απαιτήσεις εδαφικότητας (όπως η απαίτηση κράτους - μέλους από τον παραγωγό να δαπανήσει στο έδαφός του το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της τηλεοπτικής ή κινηματογραφικής παραγωγής στην οποία χορηγείται ενίσχυση) προκαλούν τον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αγοράς οπτικοακουστικών έργων, παρεμποδίζοντας, μεταξύ άλλων, τις πανευρωπαϊκές συμπαραγωγές». Πιο απλά αυτό σημαίνει το εξής: αν ένα κράτος - μέλος απαιτήσει το εύλογο, δηλαδή τα περισσότερα από τα χρήματα που θα δώσει για την παραγωγή μιας ταινίας να δαπανηθούν στο εσωτερικό του, θα κατηγορηθεί από την ΕΕ για «κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αγοράς» και για «παρεμπόδιση» των «πανευρωπαϊκών συμπαραγωγών»! Δε φτάνει δηλαδή που θα «σφίξουν» κι άλλο τα χρηματοδοτικά κριτήρια, αλλά και αν αυτά πληρούνται, οι εταιρίες παραγωγών μπορούν να «τσεπώνουν» το χρήμα και να γυρίζουν την ταινία εκεί που, προφανώς, θα κοστίζει φθηνότερα! Με ό,τι αυτό βέβαια θα σημάνει για τις, έτσι κι αλλιώς παρακμάζουσες, εθνικές κινηματογραφίες της Ευρώπης.

Αλλά ακόμη και ο όρος «εθνική κινηματογραφία» μοιάζει, με αυτή την απόφαση, να υπονομεύεται. Διότι εδώ γίνεται λόγος για «πανευρωπαϊκές συμπαραγωγές». Αυτός όμως που θα έχει το «πάνω χέρι» θα είναι αντικειμενικά τα κράτη με ήδη ισχυρή κινηματογραφική βιομηχανία. Από εκεί και πέρα θα λειτουργήσουν οι «περίφημοι» «κανόνες της ελεύθερης αγοράς» και ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ θα καταδικάσει, όχι μόνο τις εθνικές κινηματογραφίες, αλλά και τους ανεξάρτητους παραγωγούς.

Γι' αυτό ακριβώς το λόγο, για τη «Διαφύλαξη της κινηματογραφικής κληρονομιάς», η Επιτροπή κάνει απλώς μια «σύσταση» «η οποία θα καλύπτει όλες τις πτυχές διαφύλαξης της κινηματογραφικής κληρονομιάς, κυρίως την ταξινόμηση των έργων, τη δημιουργία βάσης δεδομένων, την αποκατάσταση των ταινιών, τη χρησιμοποίησή τους για εκπαιδευτικούς σκοπούς και τη συνεργασία μεταξύ των υπευθύνων φορέων του τομέα». Επίσης, στο Φεστιβάλ των Καννών θα υπάρχει και μια μέρα αφιερωμένη στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Ισως και κανένα ευχέλαιο...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Ποια «Ενότητα»;

Ηταν το μόνιμο ερώτημα. Αναλύαμε τις θέσεις μας. Υπογραμμίζαμε τις απόψεις μας για τους εργάτες, τους αγρότες, τους συνταξιούχους, την εκπαίδευση, την περίθαλψη, την παγκοσμιοποίηση, το νεοφιλελευθερισμό, τον πόλεμο, τη νέα τάξη πραγμάτων, το σχέδιο Ανάν, τις οικονομικές αναδιαρθρώσεις. Αναλύαμε την αντιλαϊκή πολιτική του ΠΑΣΟΚ και περιγράφαμε τις αιτίες της. Σημειώναμε με ένταση την έλλειψη διαφοράς ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Περιγράφαμε τη φτώχεια, την ακρίβεια, την ανεργία, την απειλή της επερχόμενης ιδιωτικής λαίλαπας σε όλα τα κοινωνικά πεδία. Φωνάζαμε «βοήθεια» για τη συρρίκνωση του «κοινωνικού κράτους». Κι όλα αυτά με πολιτικούς όρους, με επιχειρήματα συγκεκριμένα. Μακριά από συναισθηματισμούς και μίζερα αναστενάγματα. Μιλούσαμε με αγωνιστική αποφασιστικότητα και αντικειμενικές θεμελιώσεις. Κι όμως, η ερώτηση ερχόταν και ξαναερχόταν. Η ερώτηση που μας έριχνε σε βαθιά συλλογή και ατελείωτες συζητήσεις, που μας έστελνε στην Ιστορία. Η ερώτηση που μας θύμιζε γεγονότα και ονόματα, περιπέτειες και προβλήματα ήτανε μια: Γιατί δεν ενώνεται η Αριστερά; Φυσικά, εμείς απαντούσαμε. Εξηγούσαμε και αποκαλύπταμε την αοριστία του ερωτήματος. Υπογραμμίζαμε το συγκυριακό χαρακτήρα του. Φέρναμε τη συζήτηση στην προεκλογική σκοπιμότητά του. Ελέγχαμε την ειλικρίνεια της πηγής από την οποία προερχόταν η πρόκληση. Φαίνεται όμως πως δεν πείθαμε πάντα. Κάποιο υπόλοιπο έμενε. Και όσοι μας ρωτούσαν έδειχναν με το αινιγματικό τους χαμόγελο πως ήθελαν να ακούσουν και άλλα επιχειρήματα. Να δουν και άλλες αποδείξεις.

Ετσι, τελείωσαν οι εκλογές. Το Κόμμα προχώρησε. Ανοίχτηκε. Κέρδισε μια έδρα. Αύξησε τις ψήφους του, κι αυτό δείχνει μια αισιόδοξη δυναμική. Κατά την άποψή μου το «ποσοστό» είναι ένας περίεργος αλγόριθμος που δεν αποκαλύπτει τη σχέση των αριθμών με τις αποδοχές και τις αποφάσεις των ψηφοφόρων. Απλώς αποκαλύπτει την ποσοτική σχέση των κομμάτων. Ενώ πίσω από τις ψήφους υπάρχουν τα πρόσωπα. Υπάρχουν όλοι αυτοί που μας άκουσαν και μας αποδέχτηκαν. Κάθε μια ψήφος είναι και ένας εργαζόμενος που αναρωτιέται, που αναζητάει και προβληματίζεται. Είναι μια ζεστή ψυχούλα που περιμένει και ανυπομονεί. Που ονειρεύεται ανατροπές. Οραματίζεται έναν άλλο κόσμο. Ξεπερνάει τα διλήμματα και προχωρά. Απαιτεί απαντήσεις, συγκεκριμένες περιγραφές, ξεκάθαρες προοπτικές. Γι' αυτό και το προεκλογικό ερώτημα, το σχετικό με την «ενότητα» δεν πρέπει να μείνει κρεμασμένο στο τσιγκέλι της αμηχανίας και της σιωπής, δικαιολογημένης ή όχι δεν έχει σημασία. Πρέπει να μπει στη μέση μιας πλατιάς συζήτησης, ενός επίπονου προβληματισμού. Πρέπει να αναδειχτεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με χιλιάδες κι ακόμα πιο πολλά επιχειρήματα το πολιτικό του περιεχόμενο.

Πρέπει να περάσουμε από τη θέση της απάντησης στη θέση της ερώτησης: Ποια Ενότητα; Εκείνη που προκύπτει από μια ανιστόρητη, μηχανιστική διαδικασία; Η άλλη, που θεμελιώνεται σε συναισθηματικές αναφορές και στο όνομα κοινών ηρώων και επώνυμων νεκρών; Η Ενότητα των σχημάτων και των συζητήσεων; Η άλλη ενότητα, που εξασφαλίζει κοινές πορείες, δεν προεξοφλεί όμως στερεότητα πολιτικών συνθημάτων και διάθεση αποκαλύψεων; Η Ενότητα που μιλάει για Καπιταλισμό, για Ιμπεριαλισμό, για Νέα Τάξη Πραγμάτων και αποκαλύπτει τους αίτιους των πολέμων και της τρομοκρατίας; Ή η άλλη «ενότητα» που πλέκει στεφάνια, τραγουδάει επινίκια άσματα και παγιδεύεται σε οράματα ενός κόσμου που απλώς καταγγέλλει χωρίς να μάχεται και να διεκδικεί; Είναι βασανιστικό το ερώτημα, Σύντροφοι: Ποια Ενότητα; Αυτοί που μας ρωτούσαν περιμένουν απάντηση και μεις έχουμε το λόγο, την υποχρέωση θέλω να πω, να μην τους αφήσουμε να περιμένουν!


Του
Γ.Χ.ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ