Eurokinissi |
Φυσικά, ο Πούτιν έσπευσε να προσθέσει ότι με λίγη προσπάθεια και καλή τύχη η Ρωσία θα καταφέρει να διπλασιάσει το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της - που αξίζει να σημειωθεί ότι είναι κατά 30% μικρότερο από αυτό του 1990 - μέχρι το 2010. Ο Πούτιν βασίζει την εκτίμησή του στο γεγονός ότι η Ρωσία τα τελευταία χρόνια σημειώνει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης (8% του ΑΕΠ για φέτος), ωστόσο αυτό που στην ουσία αποκρύπτει είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ανάπτυξης οφείλεται στην αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και άλλων ενεργειακών προϊόντων (όπως το φυσικό αέριο), των οποίων η Ρωσία είναι μεγάλος εξαγωγέας. Γενικότερα, η οικονομία της Ρωσίας (και κυρίως οι εξαγωγές) εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς ενεργειακές τιμές, οπότε σε περίπτωση που υπάρξει αντιστροφή της παρούσας τάσης τα οικονομικά προβλήματα (και κυρίως οι ανάγκες σε σκληρό νόμισμα) θα επανέλθουν. Παράλληλα αυτό που επίσης αποσιωπά ο πρόεδρος είναι ότι οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης στην καπιταλιστική οικονομία δε σημαίνουν αυτόματα και μεγαλύτερο πλούτο για την πλειοψηφία του λαού -αρκεί να δει κανείς το παράδειγμα το Ινδίας. Τέλος, με τις επενδύσεις να είναι μόλις το 10% του επιπέδου του 1990 (η κυρίαρχη αστική ολιγαρχία προφανέστατα αρνείται να εκσυγχρονίσει τη χώρα, προτιμώντας τα άμεσα κέρδη), ποιος ακριβώς μπορεί να εγγυηθεί την ανάπτυξη;
Associated Press |
Την ίδια ώρα η δημόσια υγεία βρίσκεται σε ένα χάος χωρίς προηγούμενο, στερώντας από τους Ρώσους πολίτες ακόμα και τη βασική ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη. Η Ρωσία είναι από τους πρωταθλητές στην Ευρώπη στη διάδοση του AIDS (180.000 κρούσματα μόλις μέσα στο 2002 και περίπου ένα εκατομμύριο φορείς), ενώ ακόμα και ασθένειες που είχαν εξαλειφθεί, όπως η φυματίωση, έχουν κάνει την επιστροφή τους (το 1999, 73 στους 100.000 έπασχαν από την ασθένεια, όταν σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρ ποσοστό 50 στους 100.000 συνιστά επιδημία). Οι συντάξεις είναι ισχνές, όπως είναι και οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ πέραν της Μόσχας υπάρχουν ακόμα προβλήματα στην τακτική καταβολή τους.
Στη βάση των τεράστιων προβλημάτων του ρωσικού λαού βρίσκεται φυσικά η «μετάβαση στην οικονομία» της αγοράς, που επισήμως εισήγαγαν οι μεταρρυθμίσεις Γιέλτσιν - Γκαϊντάρ το 1992. Τότε αποφασίστηκε η απελευθέρωση των τιμών (από το 1992 μέχρι το 1995 οι τιμές αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 10.000 φορές!), το ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων (και συνεπώς του εθνικού πλούτου) σε εξευτελιστικές τιμές, ο περιορισμός των κρατικών εξόδων (με θύματα την υγεία, την παιδεία, την έρευνα και τις αμυντικές δαπάνες), η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος υπέρ των επιχειρήσεων και η άρση των περιορισμών για τη δημιουργία προσωπικής περιουσίας.
Ακολούθησε η διαδικασία παραγωγής φτώχειας που συνοδεύτηκε από τον πλουτισμό των πολύ λίγων - των λεγόμενων και ολιγαρχικών που είναι δεν είναι 15 και ελέγχουν τη συντριπτική πλειοψηφία των μεγάλων βιομηχανιών και λοιπών παραγωγικών μονάδων, των μέσων ενημέρωσης και των τραπεζών της χώρας. Οι άνθρωποι αυτοί με σκοτεινούς τρόπους (χρήματα από παράνομες δραστηριότητες) και με τις κατάλληλες επαφές με το διεφθαρμένο καθεστώς του Μπορίς Γιέλτσιν κατόρθωσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ό,τι πριν ανήκε στο ρωσικό λαό. Ετσι ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι (τώρα βρίσκεται στη φυλακή) κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του την πετρελαϊκή «Yukos» και ο Ρομάν Αμπράμοβιτς την επίσης πετρελαϊκή «Sibneft». Ετσι δημιουργήθηκε ο πετρελαϊκός γίγαντας «Lukoil», που ελέγχει την τράπεζα Imperial, διάφορους τηλεοπτικούς σταθμούς και την εφημερίδα «Ιζβέστια», έτσι ο Ανατόλ Τσουμπάις (υπεύθυνος για το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων) έφτασε να είναι πρόεδρος της «UES» (μονοπώλιο στον ηλεκτρισμό) και έτσι ο πρόεδρος της τράπεζας «Oneximbank» Βλαντιμίρ Ποτάνιν (που στήριξε την υποψηφιότητα Γιέλτσιν στις εκλογές του 1996) έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (1996-97) και ιδιοκτήτης 20 πρώην κρατικών εταιριών. Η ολιγαρχία αυτή για χρόνια διαφεύγει συστηματικά της φορολογίας και προτιμά να στέλνει μερίδιο από τα κέρδη της σε τραπεζικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό, ενώ ακόμα και μετά τη μάλλον παραδειγματική τιμωρία του Χοντορκόφσκι η δύναμή της παραμένει ακλόνητη.
Οσες διακηρύξεις για ένα καλύτερο μέλλον και αν κάνει ο Πούτιν (και όσοι τον ακολουθήσουν) και όσες «κοινωνικές» πολιτικές υποσχεθεί, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η θέση των εργαζόμενων στη Ρωσία (μετά την καταστροφική εμπειρία της τελευταίας 15ετίας) είναι και θα παραμείνει δυσχερής όσο στην εξουσία βρίσκονται αστικές κυβερνήσεις.