ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Ιούλη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θ. ΤΣΙΓΚΟΣ - Γ. ΓΑΪΤΗΣ
Δύο φίλοι συναντώνται στη Σύρο

«Φυλλώματα», λάδι του Γ. Γαΐτη
«Φυλλώματα», λάδι του Γ. Γαΐτη
Συνδέονταν με βαθιά φιλία και ένιωθαν ο ένας για τον άλλον αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό. Πρόκειται για τον Γιάννη Γαΐτη (1923 - 1984) και τον Θάνο Τσίγκο (1914 - 1965), δύο σημαντικούς μας δημιουργούς, που για πρώτη φορά παρουσιάζεται η ζωγραφική τους δουλιά από κοινού, ανοίγοντας την αυλαία του καθιερωμένου πλέον εικαστικού θεσμού των «Ερμοπουλείων». «Ονειρο ζωής» για τον συλλέκτη, εικαστικό σύμβουλο του δήμου και διευθυντή της Πινακοθήκης Κυκλάδων, Κώστα Ιωαννίδη, στον οποίο οφείλεται και η μεγάλη εκθεσιακή άνθηση του νησιού τα τελευταία καλοκαίρια. Η έκθεση αυτή γιορτάζει με τον καλύτερο τρόπο, τα δέκα χρόνια συνεργασίας του συλλέκτη με το Δήμο Σύρου, επιβεβαιώνοντας την άποψη του Κ. Ιωαννίδη, πως «η τέχνη δεν ανήκει μόνο στην Αθήνα, αλλά στο κοινό όλης της Ελλάδας».

Η δυσκολία της συγκέντρωσης έργων του Θ. Τσίγκου, είναι, ίσως, η αιτία που δεν πραγματοποιούνται συχνά εκθέσεις του. Εκτός από τα εκρηκτικά λουλούδια του, παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό τα υπόλοιπα ζωγραφικά θέματά του, όπως τα φανταστικά ζώα, οι εξπρεσιονιστικές ανθρώπινες φιγούρες, οι νεκρές φύσεις, οι βυθοί, τα λιμάνια με τα σπίτια και οι βάρκες. Στην έκθεση της Πινακοθήκης Κυκλάδων εκτίθενται έργα από αυτές τις ενότητες, στις οποίες επανερχόταν ο Θ. Τσίγκος. Μέσα από τα παρουσιαζόμενα έργα του Γ. Γαΐτη σκιαγραφείται η εξέλιξη της πορείας του χρονολογικά, από το 1949 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι 40 πίνακες του Γ. Γαΐτη και οι 50 του Θ. Τσίγκου προέρχονται από την προσωπική συλλογή του Κ. Ιωαννίδη από κρατικούς φορείς, όπως η Εθνική Πινακοθήκη, η Πινακοθήκη Ρόδου και από ιδιωτικές συλλογές.

Η έκθεση ξετυλίγεται χρονολογικά και καλύπτει την αναδρομική πορεία των δύο αυτών ζωγράφων, οι οποίοι γνωρίστηκαν το 1956 στην «πόλη του φωτός», το Παρίσι. «Ηδη από το 1945 και μέχρι το 1960 περίπου» αναφέρει η επιμελήτρια της έκθεσης Μπία Παπαδοπούλου, «επικρατούσε στο Παρίσι η άμορφη ζωγραφική. Ως τάση, η άμορφη ζωγραφική δεν καταργούσε το εικονικό πλαίσιο αναφοράς, αλλά αρνιόταν τη ρεαλιστική και άμεσα αναγνωρίσιμη εικόνα, δίνοντας έμφαση στην ελεύθερη χειρονομία, την παχιά πάστα, τη σχεδόν τρισδιάστατη ζωγραφική ματιέρα, το στάξιμο της μπογιάς απ' ευθείας από το σωληνάριο στον καμβά και τέλος τον αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό χάρη στον οποίο τα τυχαία επεισόδια μεταλλάσσονται σε σωστά διαρθρωμένες εικαστικές εικόνες».

«Λουλούδια σε μπλε φόντο», έργο του Θ. Τσίγκου
«Λουλούδια σε μπλε φόντο», έργο του Θ. Τσίγκου
Ο Θ. Τσίγκος υπήρξε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στην άμορφη ζωγραφική, την οποία ο Γ. Γαΐτης ασπάστηκε παροδικά, όταν πρωτοβρέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '50 στο πρωτοποριακό Παρίσι. Η έκθεση, η οποία συνοδεύεται από πολυτελή κατάλογο, δίνει έμφαση σε αυτή την περίοδο των κοινών εικαστικών αναζητήσεων των δύο καλλιτεχνών, επισημαίνει τις μορφολογικές ομοιότητες και πιθανές αλληλοεπιδράσεις και σκιαγραφεί τη μετεξέλιξη των επιρροών σε καθαρά προσωπική γραφή.

Συγκεκριμένα, στην κεντρική αίθουσα της Πινακοθήκης Κυκλάδων ξεχωρίζει ένας χαρακτηριστικός πίνακας του Θ. Τσίγκου με λουλούδια, ενώ δεξιά, παρουσιάζεται ένας άμορφος πίνακας του Γ. Γαΐτη του 1957, επίσης λουλούδι. Στο χώρο αυτό εκτίθενται τα περισσότερα πρώιμα έργα του Γ. Γαΐτη, πριν φύγει για το Παρίσι. Οι βιόμορφες σουρεαλιστικές συνθέσεις καθώς και οι γεωμετρικές και κυβιστικές ανιχνεύσεις του, εγκαταλείπονται όταν φτάνει στο Παρίσι και γνωρίζει τον Θ. Τσίγκο προς χάριν της χειρονομιακής ζωγραφικής.

Η δεξιά αίθουσα του παλιού Τελωνείου αφιερώνεται στον Γιάννη Γαΐτη. «Στόχος μας», αναφέρει η Μπία Παπαδοπούλου, «είναι να δείξουμε όχι μόνο τις επιδράσεις του Τσίγκου αλλά κυρίως πώς ο Γαΐτης ξέφυγε - σχετικά γρήγορα - από αυτές τις επιρροές και καταστάλαξε σταδιακά σε ένα προσωπικό εικαστικό ύφος όπου το παραμύθι και η οπτική αφήγηση παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Η έμφαση έχει δοθεί σε πίνακες πριν από το αντιπροσωπευτικό ανθρωπάκι, το τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό, με σκοπό να αναδειχτεί η έντονα ανήσυχη φύση του Γιάννη Γαΐτη ο οποίος δε δίσταζε να πειραματίζεται συνέχεια και να αλλάζει ύφος γραφής, διατηρώντας ακέραιη την υψηλή ποιότητα της δουλιάς του».

Η αριστερή αίθουσα της Πινακοθήκης Κυκλάδων αφιερώνεται στον Θάνο Τσίγκο, τον «"αδικημένο" στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Διεθνής προσωπικότητα, με αγοραστικό κοινό στην Ευρώπη, την Αμερική, και τον Καναδά, ο Τσίγκος έζησε μια περιπετειώδη και επεισοδιακή ζωή, αν και σύντομη. Πέθανε σε ηλικία μόλις 51 ετών από κύρωση του ήπατος και άφησε πίσω του ένα έργο διάσπαρτο ανά τον κόσμο, γεμάτο παλμό και ζωντάνια».


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


Πώς αλλιώς εξηγείται;

Πρώτα ήρθαν οι φωνές. Δυνατές φωνές. Νικητήριες και εκκωφαντικές. Φώναζε αυτός που περιέγραφε. Φώναζαν αυτοί που άκουγαν την περιγραφή. Φώναζαν αυτοί που βρίσκονταν μέσα στο γήπεδο, κι αυτοί που βρίσκονταν έξω από αυτό. Φώναζαν στις καφετέριες και στα καφενεία, στις πλατείες, στις γειτονιές, στα μπαλκόνια, στη λαϊκή αγορά, στις εκκλησίες. Φώναζαν συνθήματα, ονόματα, στιχάκια, βωμολοχίες, ευχές, κοροϊδίες. Φώναζαν «ζήτω», μπράβο. Ερχόμαστε, τους φάγαμε, είμαστε οι πρώτοι, οι υπέρτατοι, οι θεοί, οι ήρωες. Και δεν ήτανε μόνο οι φωνές. Μαζί μ' αυτές και οι σημαίες, τα χρώματα, οι μάσκες. Μαζί και τα μάτια που γυάλιζαν, που πετούσαν φλόγες, οι χειρονομίες, τα κασκόλ, οι σημαίες οι θριαμβικές, οι αλαζονικές, οι αδιαμφισβήτητες. Οι σημαίες που κρέμονταν από τα μπαλκόνια, τα αυτοκίνητα, από τους ηρωικούς σβέρκους των Ελλήνων, από τις ταμπέλες των κρεοπωλείων, των φαρμακείων, των εστιατορίων. Τα εθνικά σύμβολα που έγιναν ξαφνικά μαντίλια σε χέρια παιδιών, ανίδεων, κάθιδρων μπαλαδόρων. Χαιρετιστήρια λάβαρα σε χέρια αρειμάνιων φιλάθλων, εξαγριωμένων οπαδών, εθνικώς υπερήφανων δημοσιογράφων, συγκινημένων αστυνομικών, δακρυροούντων πολιτικών, αρχιεπισκόπων και ιερέων, γεωργών και κτηνοτρόφων, συγγενών και φίλων, συζύγων και ηθικώς συμπαρισταμένων. Και όλα αυτά μέσα στο πλήθος. Αυτό το πρωτοφανές, το ανεπανάληπτο, το ανερμήνευτο και το ανυπέρβλητο πλήθος. Αυτό το πλήθος το ασυγκράτητο, το επιθετικό και το απείθαρχο. Αυτό το πλήθος, το μεγάλο και το αμέτρητο.

Κι όμως οι γνωστοί αναλυτές και ερμηνευτές των πάντων, οι πρόθυμοι τιμητές των γεγονότων και των δράσεων, των δηλώσεων και των σιωπών, απλώς έμειναν παγιδευμένοι στη δυσλεξία των περιγραφών. Μέρες ολόκληρες οι ίδιες εκφράσεις, τα ίδια επίθετα. Η λέξη «υπερηφάνεια» σε όλες τις πτώσεις, τις κλίσεις και τις εγκλίσεις, τους αριθμούς και τους χρόνους. Και πάνω από όλα η προσπάθεια για να ερμηνευτεί το γεγονός. Να εντοπιστούν οι αιτίες και οι διαδικασίες. Ποιοι είναι οι πρώτοι; Τα άτομα ή η ομάδα; Ο προπονητής ή το φιλότιμο των παικτών; Το αδάμαστο μεσογειακό ταπεραμέντο ή η τευτονική πειθαρχία; Ποιος προκάλεσε, τέλος πάντων, αυτό το νέο και πρωτόγνωρο εθνικό θαύμα; Η άμυνα ή η επίθεση; Οι κεφαλιές του συμπαθούς Χαριστέα ή οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου, που επέστρεψαν, λέει, στο αγαπημένο τους βουνό, για να καθοδηγήσουν τα βήματα, τις κλοτσιές και τις ντρίπλες των σύγχρονων «συναδέλφων» τους; Και φυσικά οι γνωστές διαφωνίες όσον αφορά το τελικό συμπέρασμα. Γιατί πίσω από την περίφημη εθνική ομοψυχία, δεν μπορεί να κρυφτεί το νεοελληνικό ασίγαστο ταπεραμέντο της προσωπικής άποψης για τα πάντα και τους πάντες.

Για τις φωνές και το πλήθος όμως, καμιά ερμηνευτική κουβέντα. Για το εθνικό ξέσπασμα και τις σημαίες, καμιά εξήγηση, καμιά πειστική ερμηνεία. Παντού κυριάρχησε η περιγραφή. Η επανάληψη των ίδιων λέξεων. Η αναφορά στο μέγεθος και την ένταση. Η ηδονή των συνθημάτων και των κυανόλευκων κορυβάντων. Τι κρύβεται πίσω από αυτό το ξέσπασμα όμως; Εντάξει, το σηκώσαμε το «τιμημένο», ή, όπως αλλιώς λέγεται με τους απόκρυφους χαρακτηρισμούς του ποδοσφαιρικού λεξιλογίου. Αγκαλιάσαμε τους νικητές. Παινέψαμε τους σκόρερς. Χειροκροτήσαμε τον «αρχιτέκτονα» του θριάμβου. Ολα αυτά είναι και λογικά και αναμενόμενα. Ετσι γίνεται με κάθε νίκη, και μάλιστα με κάθε απροσδόκητη νίκη. Η συνέχεια όμως εξηγείται τόσο εύκολα; Αυτό το πλήθος όμως, που έχασε τη φωνή του κραυγάζοντας; Ολα αυτά τα κυανόλευκα πρόσωπα; Ολες αυτές οι αναδιπλωμένες σημαίες, βγήκαν στους δρόμους έτσι απλά, για να γιορτάσουν τη νίκη της μπάλας, όσο θαυμαστική και ανέλπιστη κι αν ήταν αυτή; Ολος αυτός ο ποταμός των δακρύων στο Καλλιμάρμαρο της Αθήνας και στο Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης, ήταν απλώς ένας επινίκιος χαιρετισμός προς την προκλητική θεά της μπάλας; Οχι βέβαια. Το ξέσπασμα ενός λαού ήταν. Κάτω από τα χρώματα και τις φωνές, τους χαιρετισμούς και τα λακτίσματα, τα συνθήματα και τις μαντινάδες, κρύβεται η προσμονή. Η προσμονή μιας άλλης Νίκης που δε θα στηρίζεται ούτε στην άμυνα ούτε στην επίθεση, αλλά στην Ανυπακοή!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ