Γιατί η θάλασσα;
Διότι κινείται, ζει, είναι απροσδόκητη και επίφοβη. Γιατί, ενώ είμαστε φτιαγμένοι από νερό, το νερό είναι ξένο. Καταλύει, τρώει το βράχο όπως τρώει τα σώματα. Φαινομενικά μόνο είναι ικανό να τα χαϊδέψει. Η θάλασσα μας διδάσκει το σεβασμό και βάζει κανόνες και όρια. Κανείς δεν παίζει μαζί της ατιμώρητος. Στοιχείο κινδύνου και στοιχειό. Παρά ταύτα οι ήρωες ζουν ουσιαστικά μέσα στο νερό, έχοντας κερδίσει την απόλυτη ελευθερία, που μόνο αυτό είναι ικανό να προσφέρει, αφού αυτό μόνο είναι ικανό να ανοίγει δρόμους. Το νερό υπάρχει παντού στο μυθιστόρημα. Κι ακόμη έρχεται ως καλοκαιρινή μπόρα ή ως χιόνι το Δεκέμβριο. Υπάρχει όμως και μια άλλου είδους υγρασία, εκείνη του κεντρικού χαρακτήρα του Στέφανου Κομνηνού. Κι αυτή είναι η υγρασία ακριβώς εκείνου που πάνω του μπορείς να σπείρεις, ξέροντας πως ο καρπός θα βλαστήσει και πως θα μπορέσεις να τον θερίσεις.
Γιατί το μοναστήρι;
Γιατί υπήρξε και χώρος επανάστασης. Από τους μεταγραφείς των παλιών κειμένων ως το κρυφό σχολειό, το Κούγκι, το Αρκάδι, τους εκατοντάδες ανώνυμους μοναχούς και πάει λέγοντας. Ακόμα και γιατί υπήρξε και φαντάζομαι πως είναι ακόμα χώρος λατρείας. Το να τοποθετείς την πλοκή ενός μυθιστορήματος ή, για να ακριβολογώ, την εξέλιξη ενός έρωτα μέσα σ' ένα μοναστήρι μοιάζει σαν να θυσιάζεις στη βαθύτερη έννοια του χριστιανισμού, τουλάχιστον όπως την κρίνω εγώ, στο πάθος για την αναγέννηση, στην ανθοφορία των σωμάτων, που ως επακόλουθο έχει την πνευματική ανθοφορία. Οι ήρωες δεν είναι χριστιανοί με τη στενή έννοια του όρου. Τρώνε, πίνουν, κουβεντιάζουν, γελούν, δοξάζουν τη ζωή και δε φοβούνται πως κάποια μέρα θα κριθούν για να καταλήξουν αναλόγως στον παράδεισο ή την κόλαση. Αντιθέτως, έχουν βιώσει την επίγεια κόλαση και δοξάζουν τη ζωή στον παράδεισο που οι ίδιοι επέλεξαν να κατοικήσουν.
Γιατί ο έρωτας;
Για να ακριβολογούμε, γιατί είναι ένας έρωτας γενικά μη αποδεκτός. Αφού εμπλέκει έναν άντρα στην ακμή των χρόνων του και μια γυναίκα αισθητά μικρότερη. Μπορεί για την ομορφιά του νέου δέρματος, που χαρίζει την ακτινοβολία σ' εκείνον που ο χρόνος όπου να 'ναι θα δαγκώσει. Για το γεγονός πως η μοναδικότητα του ήρωα βρίσκει την απάντησή της σ' εκείνη της νεότερής του κοπέλας. Κι ακόμη για το ότι δεν υπάρχουν στερεότυπα. Είναι ο ήρωας που, παρά την πείρα των χρόνων του, αφήνεται να παρασυρθεί και είναι πάλι αυτός που, μέσα από την πείρα των χρόνων του, τοποθετεί τα όρια για να τα καταλύσει, αφού ξέρει πως δε γίνεται να αρνηθεί το δεδομένο της καλής μοίρας. Η ερωμένη είναι τελικά, όπως και η κάθε γυναίκα, δώρο, μια καλή αγγελία για όποιον είναι ικανός να τη λάβει, μείξη στοιχείων, που ο ικανός να αναγνωρίσει κερδίζει στο πρόσκαιρο της ύπαρξής του για πάντα την ηδονή, έστω κι αν κάποτε οι σχέσεις τελειώνουν, ακριβώς γιατί οι σχέσεις είναι για να τελειώνουν.
Στις 14 Αυγούστου, στο Ηρώδειο, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, συμμετέχοντας στο γιορτασμό για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ν. Σκαλκώτα, υπό τη διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή, θα ερμηνεύσει τους «36 Ελληνικούς Χορούς», το γνωστότερο (τουλάχιστον σ' ένα μικρό μέρος του) έργο του στην Ελλάδα, που επιβεβαιώνει την άποψη του Σκαλκώτα ότι τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια πρέπει και μπορεί να γίνονται αντικείμενα θεματικής ανάπτυξης. Ο Μίνως Δούνιας ήδη το 1949 επισήμαινε ότι οι «36 Ελληνικοί Χοροί» ανέδειξαν τον συνθέτη τους σε κύριο συντελεστή της λεγόμενης «Εθνικής Σχολής». Οπως αναφέρει ο συνθέτης Χάρης Ξανθουδάκης, «ο Σκαλκώτας ανταποκρίθηκε όσο λίγοι από τους θεμελιωτές και οπαδούς του ελληνικού μουσικού εθνικισμού στο πρόγραμμα της Εθνικής Σχολής, στη δημιουργία δηλαδή προσωπικού μουσικού ύφους, βασισμένου σε πρωτογενές υλικό από τη δημοτική παράδοση». Χάρη στις έρευνες των Κώστα Δεμερτζή, Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου και Μάρκου Δραγούμη, σήμερα γνωρίζουμε αρκετά καλά το ιστορικό της σύνθεσης των Χορών. Ο «Πελοποννησιακός» χρονολογείται από το Γενάρη του 1931, ενώ τρεις ακόμη χοροί δημιουργήθηκαν το 1933, τη χρονιά της οριστικής εγκατάστασης του συνθέτη στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1934 η προϊσταμένη του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπω Μερλιέ ανέθεσε στον Σκαλκώτα να καταγράψει σε πεντάγραμμο το περιεχόμενο 15 δίσκων των 78 στροφών με ηχογραφήσεις ελληνικής δημοτικής μουσικής. Προϊόν αυτής της ανάθεσης ήταν η καταγραφή 43 χορών και σκοπών, που παραδόθηκαν στο Αρχείο στις 31 Ιανουαρίου 1935. Στη συνέχεια ο Σκαλκώτας συνέθεσε τρεις ακόμη χορούς, βασισμένους σε τρεις από τις καταγραφές του, οι οποίοι προστέθηκαν στους υπάρχοντες τέσσερις. Η πρώτη σειρά 12 χορών συμπληρώθηκε πριν από το τέλος του 1935, ενώ η δεύτερη και τρίτη σειρά (από 12 χορούς η καθεμιά) χρονολογούνται από το 1936. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του ο συνθέτης αναθεωρεί την ενορχήστρωση του έργου, ενώ στο ενδιάμεσο μεταγράφει πολλούς από τους χορούς για μπάντα, για κουαρτέτο ή ορχήστρα εγχόρδων, για βιολί και πιάνο και για σόλο πιάνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι «36 Ελληνικοί Χοροί» δισκογραφήθηκαν για πρώτη φορά στο σύνολό τους, μόλις το 1990 από την Κρατική Φιλαρμονική Ορχήστρα Ουραλίων, με μαέστρο τον Β. Φιδετζή, ο οποίος και διηύθυνε την ΚΟΑ στην πρώτη παγκόσμια παρουσίαση του κύκλου, στη Θεσσαλονίκη (28/1/1997).
Οι δύο συναυλίες των κρατικών μας ορχηστρών ασφαλώς δεν είναι σε θέση να καλύψουν τις τεράστιες ευθύνες της ελληνικής πολιτείας απέναντι στο σπουδαίο έργο του Σκαλκώτα. Ενα έργο που παρότι εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στο εξωτερικό, στη χώρα αγνοήθηκε, αποσιωπήθηκε, ξεχάστηκε για δεκαετίες. Και χρειάστηκε μεγάλη, μακρόχρονη, πεισματική προσπάθεια μερικών ομοτέχνων του, όπως του Γ. Παπαϊωάννου, του Συνδέσμου «Φίλων Ν. Σκαλκώτα», της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών, του Κέντρου Σύγχρονης Μουσικής Ερευνας και κάποιων άλλων καλλιτεχνών και φορέων για να αρχίσει τις τελευταίες δεκαετίες να βγαίνει από την αφάνεια.
Ο Ν. Σκαλκώτας, παρά τη σύντομη ζωή του (πέθανε το 1949 σε ηλικία 45 χρόνων), έγραψε 110 περίπου έργα, που αφορούν σε όλα σχεδόν τα μουσικά είδη: Συμφωνικά, έργα για έγχορδα και πνευστά, μπαλέτα, μουσική δωματίου, έργα για σόλο όργανα, φωνητικά έργα, σκηνική μουσική. Στο έργο του χρησιμοποιεί και εξερευνά όλες τις κύριες και σύγχρονες μουσικές τάσεις της εποχής του, οι οποίες καθόρισαν τη μουσική του 20ού αιώνα.
Η συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη γέννησή του (8/3/1904) υπήρξε μια ακόμα πρόκληση για το ελληνικό κράτος, που ουδέποτε έσκυψε επί της ουσίας πάνω από τις αληθινές πηγές του πολιτισμού μας, να κάνει το χρέος του. Και σε αυτή την πρόκληση, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν ανταποκρίθηκε. Συνεχίζοντας την πεπατημένη της αδιαφορίας για την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία - ιδιαίτερα αυτήν που πάει πιο μπροστά και πιο ψηλά την καινοτόμο, προοδευτική σκέψη και δημιουργία. Συνεχίζοντας να στερεί από το λαό μας αυτά που και στον μουσικό πολιτισμό του ανήκουν, την ίδια ώρα που τον αφήνει έρμαιο σε κάθε είδους εφήμερα «σκουπίδια».