Associated Press |
Αν θέλαμε να σταθούμε γενικά στους παράγοντες, που διαμορφώνουν την κατάσταση, στην οποία ζουν τα λαϊκά στρώματα στην ΟΔΓ, αυτοί συνοπτικά είναι οι εξής:
Οι ευρωεκλογές του 2004 διεξήχθησαν σε κλίμα γενικής αδιαφορίας των γερμανικών κομμάτων να προβάλλουν την πολιτική τους σχετικά με την παραπέρα εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η άμεση προεκλογική τους καμπάνια ήταν υποτονική σχετικά μ' αυτό. Η παρέμβασή τους από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ήταν έντονη, παραπλανητική σε σχέση με τα λαϊκά προβλήματα και άκρως αντικομμουνιστική.
Χαρακτηριστικό ήταν ότι προβλήθηκαν συστηματικά οι θέσεις του PDS (KOΔHΣO) στην τηλεόραση και στους οργανωμένους κύκλους συζητήσεων, από τότε που το ΚΟΔΗΣΟ δέχτηκε στο Πρόγραμμά του την αναγνώριση της «κοινωνικής καπιταλιστικής αγοράς». Παράλληλα, με δεδομένες τις αρνητικές διαθέσεις του γερμανικού πληθυσμού στην κυρίαρχη πολιτική, χρησιμοποιήθηκε και σαν ανάχωμα για την προς τα αριστερά έκφραση των ψηφοφόρων, για το κράτημα απογοητευμένων πρώην ψηφοφόρων των υπόλοιπων κομμάτων της γερμανικής Βουλής.
Στην προεκλογική αντιπαράθεση τέθηκαν κυρίως τα ζητήματα της εσωτερικής πολιτικής στην ΟΔΓ και κριτήριο για την πολιτική των κομμάτων ήταν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην κοινωνική πολιτική και τα εργασιακά δικαιώματα.
Η ίδια η προεκλογική περίοδος έδειξε την αδιαφορία του γερμανικού λαού για τα τεκταινόμενα στην ΕΕ και την πορεία της και την απογοήτευση από την πολιτική της.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 51% των ψηφοφόρων ψήφισε με πρώτο κριτήριο την εσωτερική πολιτική. Το 43% δήλωσαν πως ενδιαφέρονται κατά πρώτο λόγο για θέματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το κυβερνών Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας είχε κεντρικό σύνθημα «Κόμμα της Ειρήνης», πιστεύοντας πως θα συγκινήσει την τελευταία στιγμή ψηφοφόρους, που εξαπατήθηκαν στις βουλευτικές εκλογές του 2002, από το φιλειρηνικό προσωπείο του Σρέντερ και τον ψήφισαν.
Οι Πράσινοι πρόβαλαν συνθήματα κατά του Μπους, η αφίσα τους απεικόνιζε τον «κλωνοποιημένο Μπους», και διάφορα περιβαλλοντολογικά συνθήματα.
Το ΚΟΔΗΣΟ κατέβηκε με κύριο σύνθημα την «Ευρώπη της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα πρόβαλε το σύνθημα: «Ενάντια σε μια Ευρώπη των μονοπωλίων», «Μια άλλη Ευρώπη είναι δυνατή, μπορεί να πραγματοποιηθεί», «Ενωμένοι ενάντια στην ΕΕ των στρατηγών και των μονοπωλίων».
Από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών (βλέπε πίνακα με συγκριτικά 1999-2004), προκύπτει ότι:
Η πολιτική των CPU/CSU, η προεκλογική τους δραστηριότητα δεν κατάφεραν να πείσουν τους ψηφοφόρους τους, οι οποίοι κατά το μεγαλύτερο μέρος απείχαν. Επίσης, δεν κατάφεραν να κερδίσουν από τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων των κυβερνητικών κομμάτων. Οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται τη δράση αυτών των κομμάτων σαν ακραία συμπολιτευτική και όχι άδικα, αφού η κριτική τους εστιάζεται στην πίεση για ταχύτερη απορύθμιση της «αγοράς εργασίας». Και τα δύο κόμματα έχασαν 1.754.943 ψήφους ή το 4,2%.
Το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα τιμωρήθηκε για την αντιλαϊκή πολιτική του. Εχασε 2.757.842 ψήφους και μειώθηκε το ποσοστό του κατά 9,2 ποσοστιαίες μονάδες, πέφτοντας στο 21,5%. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει, παρά τις ατέρμονες προσπάθειες ακόμα και του συνδέσμου των εργοδοτών, τα κομματικά του μέλη και τους ψηφοφόρους του. Πιο συγκεκριμένα:
Σύμφωνα με υπολογισμούς του γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων DPA, μόνο το 1/3 των ψηφοφόρων του στις βουλευτικές εκλογές του 2002 ξαναψήφισαν το 2004 στις ευρωεκλογές το SPD. Τα 2/3 στράφηκαν προφανώς στην αποχή ή σε άλλα κόμματα.
Οι Πράσινοι είναι οι κερδισμένοι των εκλογών, παίρνοντας το μεγαλύτερο μέρος των δυσαρεστημένων από τ' άλλα κόμματα ψηφοφόρων, ακόμα και του SPD. Κατάφεραν με το κόμμα τους να μη χρεωθούν εξ ολοκλήρου την αντιλαϊκή πολιτική του κυβερνητικού συνασπισμού, στον οποίο συμμετέχουν, προφασιζόμενοι αντιθέσεις, αρνήσεις, αντιστάσεις σε ακραίες επιλογές των SPD, CDU/CSU και FDP, τις οποίες βεβαίως υπερψήφιζαν. Καμουφλάρισαν τις πραγματικές τους επιδιώξεις και κέρδισαν την ψήφο των μικροαστών της πόλης και μέρος των διανοουμένων.
Ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Ρηνανίας - Βεστφαλίας, Στάινμπρουκ, ισχυρίστηκε ότι στις εκλογές αυτές δεν τιμωρήθηκε η πολιτική του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, γιατί ο άλλος συνεταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού, οι Πράσινοι, σχεδόν διπλασίασαν το ποσοστό τους. Ισα - ίσα, οι Πράσινοι με τους σοσιαλδημοκράτες έχουν πτώση στην εκτίμηση των ψηφοφόρων κατά 0,3%. Απλά, ξέρουν καλά να καμουφλάρονται. Για παράδειγμα, οι Πράσινοι ισχυρίστηκαν ότι αντιστάθηκαν στον προτεινόμενο νόμο για τη μεταναστευτική πολιτική, τον οποίο υπερψήφισαν αμέσως μετά τις εκλογές.
Το φιλελεύθερο γερμανικό κόμμα (FDP) ψηφίστηκε, όπως και πριν, από μεσαία στρώματα και επαγγελματίες. Μετά από 10χρονη απουσία από το Ευρωκοινοβούλιο, κατάφερε να περάσει το πλαφόν του 5% και να εκλέξει 7 ευρωβουλευτές, κερδίζοντας ένα μέρος των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων.
Το ΚΟΔΗΣΟ (PDS) στις ευρωεκλογές έχασε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων στα κρατίδια της πρώην DDR, εκτός της Θουριγγίας, όπου κέρδισε 28.153 ψήφους και αύξησε το ποσοστό του κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες. Τιμωρήθηκε εκεί για τη στήριξη και προώθηση της πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας στα κρατίδια αυτά ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων.
Στα κρατίδια της πρώην Δυτικής Γερμανίας, κέρδισε σημαντικό αριθμό ψήφων από δυσαρεστημένους ψηφοφόρους των άλλων κομμάτων και, παράλληλα, στέρησε το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα από σημαντικό τμήμα παλιών του ψηφοφόρων που δρουν στα κοινωνικά κινήματα. Λειτούργησε εν μέρει σαν δεξαμενή δυσαρεστημένων ψηφοφόρων και ανάχωμα στην προς τα αριστερά κίνηση των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων.
Η αυτοτελής κάθοδος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (DKP) στις εκλογές ως γεγονός, αυτό και μόνον, είναι μεγάλη επιτυχία. Είναι γνωστές οι δύσκολες συνθήκες, κάτω από τις οποίες αναπτύσσει τη δράση του, ο έντονος αντικομμουνισμός, το κυνήγι των κομμουνιστών στο δημόσιο τομέα, αλλά και στον ιδιωτικό. Οι ψήφοι που κέρδισε είναι κυρίως ψήφοι από την πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, (DDR), όπου εμφανίζει τάσεις ανοδικές μέσα από όλες τις αντιξοότητες. Μια αδυναμία ήταν ότι το κόμμα, παρά τις προσπάθειές του να συνεργαστεί με πλατύτερες δυνάμεις, στελέχη και ανένταχτους από τα κοινωνικά κινήματα, δεν τα κατάφερε.
Τέλος, αυξήθηκαν οι ψήφοι των ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων, τα οποία στην πορεία μπορεί να αποτελέσουν, αν το εργατικό κίνημα το επιτρέψει, την αιχμή του δόρατος της ακροδεξιάς τρομοκρατίας και αυτό εγκυμονεί κινδύνους για το λαϊκό κίνημα γενικότερα.
Συμπερασματικά, η εκλογική αναμέτρηση έδειξε ότι οι Γερμανοί ψηφοφόροι δεν ενδιαφέρονται για το Ευρωκοινοβούλιο, και γενικότερα, την ΕΕ. Οπως σημειώνει η Εταιρία Κοινωνικών Ερευνών «Infratest dimap», το 36% όσων απείχαν από τις εκλογές δήλωσαν ότι οι ευρωεκλογές γι' αυτούς είναι ασήμαντες, ενώ το 33% έδειξε με την αποχή την απογοήτευσή του για την πολιτική του κυβερνητικού συνασπισμού. Αλλά δυσαρέσκεια άρχισε να εκφράζεται και στην πολιτική που εφαρμόζεται στη χώρα. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζει να υπάρχει. Η ανεργία βεβαίως, που για πολλούς αναλυτές ξεπερνά αυτήν της κρίσης του 1929-1933, δεν αντιμετωπίζεται, ενώ τα μέτρα της «Ατζέντας 2010» με τις μεγάλες περικοπές στην υγειονομική περίθαλψη και άλλες κοινωνικές παροχές, η μείωση των επιδομάτων ανεργίας και του χρόνου κατά τον οποίο θα μπορούν οι άνεργοι να επιδοτούνται, καθώς και η αύξηση τελευταία του εργάσιμου χρόνου χωρίς αύξηση αποδοχών υπό την απειλή μεταφοράς βιομηχανιών στο εξωτερικό, συνθέτουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο, το οποίο αντικειμενικά εκφράστηκε στις τάσεις αδιαφορίας απέναντι στην ΕΕ, αλλά και στη μείωση των κομμάτων κυβερνητικής εξουσίας.
Ολα σχεδόν τα γερμανικά ινστιτούτα οικονομικής έρευνας παρουσίαζαν τα τελευταία χρόνια την κατάσταση της οικονομίας στη Γερμανία στάσιμη και σαν φάρμακο για το ξεπέρασμά της πρότειναν περικοπές των κοινωνικών παροχών και μηδενικές σχεδόν αυξήσεις των ημερομισθίων και μισθών.
Από τη δεύτερη βδομάδα του Ιούλη όμως, τα ίδια ερευνητικά ινστιτούτα προβαίνουν στην πρόγνωση ότι η περίοδος της στασιμότητας ξεπερνιέται και μέσα στο τρέχον έτος θα υπάρξει αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ 1,5% και 1,8%, μάλιστα το 2005 η αύξηση μπορεί να είναι και 2,1%.
Ο εκπρόσωπος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Ερευνας (DIW) κ. Γκούσταβ Χορν, δικαιολόγησε τη νέα πρόγνωση, λέγοντας ότι ήταν λαθεμένη η πριν 6 μήνες εκτίμηση για την «παγκόσμια οικονομική άνοδο» που έδινε σαφώς χειρότερη εικόνα. Ο ίδιος δήλωσε ότι «η άνοδος στις ΗΠΑ και στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία είναι εκπληκτικά ισχυρή» και αυτό ρίχνει «τη βροχή που φέρνει πάλι σε κάποια άνθηση το έρημο τοπίο».
Αυτό, κατά τη γνώμη του θα έχει ως συνέπεια ότι οι γερμανικές εξαγωγές θα αυξηθούν κατά 2%.
Ωστόσο, ο κ. Χορν υπογράμμισε και μερικές άλλες αλήθειες. Αν, είπε, σημειωθεί αύξηση των γερμανικών εξαγωγών, αυτό αντικρούει το επιχείρημα των συνδέσμων των εργοδοτών για συνεχή μείωση των μισθών, ώστε η γερμανική οικονομία να είναι ανταγωνιστική. Η αύξηση των εξαγωγών αποδείχνει ότι όντως είναι ανταγωνιστική, αφού διαφορετικά δε θα υπήρχε ζήτηση από το εξωτερικό γερμανικών προϊόντων. Και αυτή η ανταγωνιστικότητα είναι αποτέλεσμα της συγκράτησης των μισθών τα τελευταία χρόνια.
Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, για τη γερμανική βιομηχανία, για τις γερμανικές εξαγωγές. Αλλά τι γίνεται για τα πλατιά λαϊκά στρώματα; «Η κακή πλευρά» αυτής της εξέλιξης είναι η συνεχιζόμενη μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης, υπογραμμίζει ο οικονομολόγος. Εδώ βρίσκεται «η μεγάλη αδυναμία της γερμανικής οικονομίας». Η ιδιωτική κατανάλωση παρουσιάζει στασιμότητα, που οξύνεται από τις πρόσφατες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (στον τομέα της Υγείας, στις προβλεπόμενες περικοπές των επιδομάτων ανεργίας κ.λπ.), καθώς και στο συνεχιζόμενο μεγάλο αριθμό των ανέργων (4,35 εκατομμύρια άνεργοι κατά μέσο όρο το 2004).
Από την εποχή ακόμα του Βίλι Μπραντ (το 1968) λειτουργεί ένα Συνδικαλιστικό Συμβούλιο του SPD. Στο συμβούλιο αυτό μετέχουν τα 13 μέλη του Προεδρείου του SPD και οι πρόεδροι της Γενικής Γερμανικής Συνομοσπονδίας (DGB) και των επιμέρους συνδικαλιστικών οργανώσεων, εφόσον είναι μέλη του SPD. Συνέρχεται τέσσερις φορές το χρόνο για ανταλλαγή γνωμών, χωρίς να παίρνει αποφάσεις.
Στις 5 Ιούλη πραγματοποιήθηκε μια τέτοια συνεδρίαση του Συμβουλίου, με συμμετοχή και του καγκελάριου Σρέντερ. Γνώμες ανταλλάχτηκαν, αλλά το αποτέλεσμα;
Ο πρόεδρος της DGB, Μίχαελ Ζόμερ, δήλωσε μετά τη συνάντηση ότι δεν υπήρξε προσέγγιση σε κεντρικά ζητήματα, ότι «η βασική κριτική» των συνδικάτων στην Ατζέντα 2010 παραμένει, αλλά ότι επιδιώκονται νέες συνομιλίες για να «αποφευχθεί κλιμάκωση της έντασης».
Αλλά, τόσο ο καγκελάριος, όσο και ο πρόεδρος του SPD, Μιντεφέρινγκ, δήλωσαν ότι δε θα υπάρξει αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής. Μετά απ' αυτό αποφασίστηκε νέα συνάντηση για τις αρχές Οκτώβρη.
Στο μεταξύ, συνεχίζονται οι ποικίλες πιέσεις και «υποδείξεις» προς τα συνδικάτα να σταματήσουν -έστω και τη ρητορική αντίσταση στην κυβερνητική πολιτική. Μια μικρή ομάδα σοσιαλδημοκρατών βουλευτών -και μελών των συνδικάτων- δηλώνουν την έξοδό τους από τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, άλλοι (σοσιαλδημοκράτες) κάνουν προτάσεις για αύξηση της βδομαδιαίας εργασίας σε 50 ώρες ή για αύξηση των ωρών εργασίας σε 40, όπως έγινε με τη ΖΗΜΕΝΣ, χωρίς αύξηση αμοιβών, με περικοπές μάλιστα των ημερών της ετήσιας άδειας, ενώ ο εκπρόσωπος του Συνδικάτου Μεταλλοβιομηχάνων «Γκεζάμτ - μετάλ», Χανς Βέρνερ Μπους, «συμβουλεύει» και προειδοποιεί:
«Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στην κούρσα που ακολουθεί η κυβέρνηση από το Μάρτη του 2003». Αν συνεχιστεί η ρητορική του αγώνα και της θεμελιακής αντιπολίτευσης, στο τέλος θα χάσουν όλοι».
Στο μεταξύ, την ηγεσία του SPD δε φαίνεται να ανησυχούν τόσο οι απρόθυμες - στην πλειοψηφία τους - για αγώνα συνδικαλιστικές ηγεσίες, όσο η εξαγγελθείσα από τη βάση απόφαση για ίδρυση -κατ' αρχήν συνδέσμου - (και αργότερα «αριστερού κόμματος») με την επωνυμία «Εκλογική Εναλλαγή, Εργασία και Κοινωνική Δικαιοσύνη», που επιδιώκει πρώτα συμμετοχή στις προσεχείς εκλογές των κρατιδίων του Σλβέσβινγκ - Χολστάιν και της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας.
Αυτή η προσπάθεια αντίδρασης στην κυβερνητική πολιτική, μπορεί να στοιχίσει την απώλεια ποσοστού σοσιαλδημοκρατικών ψήφων και μ' αυτό τον τρόπο την αδυναμία νέας κυβέρνησης υπό σοσιαλδημοκράτη ηγέτη.