ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 6 Γενάρη 2000
Σελ. /28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Διάλογος για όλα

Από την πρόσφατη συνάντηση του Γ. Παπανδρέου με τον Τούρκο ομόλογό του Ισμαήλ Τζεμ
Από την πρόσφατη συνάντηση του Γ. Παπανδρέου με τον Τούρκο ομόλογό του Ισμαήλ Τζεμ
Σπάνια οι Διεθνείς Συμφωνίες έχουν μια και μόνο ανάγνωση. Τα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι δεν αποτελούν εξαίρεση. Τα κείμενα αυτά περιγράφουν έναν συμβιβασμό ανάμεσα σε αντιτιθέμενα συμφέροντα και επιδιώξεις και κατά συνέπεια «διαβάζονται» με τόσους τρόπους όσα σχεδόν είναι και τα συμβαλλόμενα μέρη.

Ηδη η ελληνική κυβέρνηση πανηγύρισε, γιατί σύμφωνα με τον τρόπο που «διαβάζει» τα συμπεράσματα του Ελσίνκι, υποχρέωσε την τουρκία να δεχτεί το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ως μηχανισμό επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι μέσω των συμφωνηθέντων στο Ελσίνκι διασφαλίζεται η ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην ΕΕ και κατά συνέπεια ανοίγονται δρόμοι για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος.

Μια άλλη «ανάγνωση» έσπευσε να προβάλλει η Αγκυρα. Κατ' αρχήν η τουρκική κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή διευκρίνισε ότι καμία απόφαση της ΕΕ και κανένα κείμενο, ούτε αυτό του Ελσίνκι, είναι ικανό να αλλάξουν την πολιτική της στο Κυπριακό. Και η πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης είναι γνωστή και συνοψίζεται στην πολλές φορές επαναλαμβανόμενη φράση από τον πρωθυπουργό της τουρκίας Μπ. Ετζεβίτ: «Το Κυπριακό έχει επιλυθεί το 1974». Περισσότερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος, με τον οποίο η τουρκική κυβέρνηση διαβάζει τα συμφωνηθέντα του Ελσίνκι που αναφέρονται στη Χάγη. Η Αγκυρα, έσπευσε ήδη να διακηρύξει ότι συμμορφώνεται με όσα ορίζει το Διεθνές Δίκαιο περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, διευκρινίζοντας όμως ότι, όπως σαφώς προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο, το Δικαστήριο της Χάγης είναι ένα από τα μέσα διευθέτησης των διαφορών. Πριν το δικαστήριο της Χάγης, υπάρχουν άλλες διαδικασίες ειρηνικής επίλυσης των διαφορών τις οποίες επισημαίνει η Αγκυρα: Διμερής διάλογος, διαμεσολάβηση, καλές υπηρεσίες, διαιτησία κ.α.

Αξίζει, συνοπτικά, να αναφερθεί και η οπτική γωνία μέσα από την οποία βλέπουν τη Συμφωνία του Ελσίνκι οι Ευρωπαίοι Εταίροι και η Ουάσιγκτον. Η Ουάσιγκτον, κατ' αρχήν, παραμερίζει τις «λεπτομέρειες» και στέκεται στο γεγονός ότι ικανοποιήθηκε η σαφής απαίτησή της να δοθεί στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας χώρας στην ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό η Ουάσιγκτον «κερδίζει πόντους» στην Αγκυρα, επειδή στήριξε το τουρκικό αίτημα. Μάλιστα, τα κέρδη της Ουάσιγκτον είναι «καθαρά», αφού το όποιο κόστος συνεπάγεται η τουρκική υποψηφιότητα θα καταβληθεί από την ΕΕ.

Οι Ευρωπαίοι Εταίροι από την πλευρά τους, αποδέχονται το «κόστος» της τουρκικής υποψηφιότητας, καθώς είναι σαφές πως προσδοκούν τεράστια οικονομικά οφέλη από την επέλαση στην «πρωτόγονη» τουρκική οικονομία. Μάλιστα, τα προσδοκώμενα οφέλη είναι τόσα, που οι Εταίροι αναλαμβάνουν τους κινδύνους που συνεπάγεται η συνδιαχείρηση, με την Ουάσιγκτον, προβλημάτων όπως το κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά.

Ολοι οι παραπάνω τρόποι ανάγνωσης των συμφωνηθέντων στο Ελσίνκι έχουν κάποια βάση. Είναι, όμως, απαραίτητη μια σημαντική διευκρίνιση: Σημασία δεν έχει ο τρόπος που «διαβάζεται» μια συμφωνία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τελικά θα εφαρμοστεί. Και ο τρόπος εφαρμογής των συμφωνηθέντων, έχει πάνω απ' όλα να κάνει με την ισχύ που διαθέτει το κάθε συμβαλλόμενο μέρος. Με άλλα λόγια, η ερμηνεία των συμφωνηθέντων του Ελσίνκι, θα είναι αυτή που θα επιβληθεί, τελικά, από τον ισχυρότερο των συμβαλλομένων.

Για τον τρόπο που θα εφαρμοστεί, τελικά, η Συμφωνία του Ελσίνκι, απαραίτητη είναι μια ακόμη διευκρίνιση, η οποία έχει να κάνει με τις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική της χώρας.

Η κυβέρνηση του Κ.Σημίτη δεν κρύβει ότι στόχος της είναι να προσαρμόσει τη χώρα στο σύστημα της «νέας τάξης» όπως αυτή ορίζεται από την Ουάσιγκτον. Με γνώμονα αυτό τον στόχο, θεωρείται, πάντα από την ελληνική κυβέρνηση, αποδεκτή η αμερικανική ανάγκη για ταχεία διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Οι επιλογές, λοιπόν, της ελληνικές κυβέρνησης, είναι απόλυτα προσαρμοσμένες στις ανάγκες των αμερικανικών σχεδιασμών. Μια τέτοια «επιλογή» ήταν και η ελληνική συμφωνία με την τουρκική υποψηφιότητα. Μια επιλογή, που έρχεται ως συνέχεια άλλων, καλά μελετημένων κινήσεων, οι οποίες συνθέτουν την πολιτική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που επαγγέλλεται η ελληνική κυβέρνηση.

Ποια είναι, τελικά, αυτή η πολιτική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης θα φανεί, πολύ σύντομα, αμέσως μετά τις ελληνικές εκλογές, όταν η Αθήνα «απαλλαγμένη» από το προεκλογικό «άγχος» θα διαβάσει τα Συμπεράσματα του Ελσίνκι με τον τρόπο που επιθυμεί η Ουάσιγκτον και οι ισχυροί από τους Ευρωπαίους εταίρους. Τότε, λοιπόν, θα αρχίσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος για θέματα «υψηλής πολιτικής».

Η ελληνική κυβέρνηση, η όποια ελληνική κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές, θα προσέλθει σε έναν εφ' όλης της ύλης ελληνοτουρκικό διάλογο για τον απλούστατο λόγο, ότι η χώρα είναι ήδη δεσμευμένη, με βάση τις αποφάσεις του Ελσίνκι, να ακολουθήσει τη διαδικασία ειρηνικής επίλυσης διαφορών που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο. Με άλλα, λόγια η ελληνική διπλωματία προετοιμάζεται να συνομιλήσει για όλες τις μονομερείς απαιτήσεις της Αγκυρας, καθώς οι απαιτήσεις αυτές δημιουργούν τις «συνοριακές διαφορές», για τις οποίες γίνεται λόγος στο κείμενο συμπερασμάτων του Ελσίνκι.

Σε τελική ανάλυση, αυτό που πρέπει να σημειωθεί, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δε σύρεται στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Είναι επιλογή της να συνομιλήσει με την Τουρκία, και θα το κάνει για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των Αμερικανών που μεθοδεύουν συνολικές διευθετήσεις στην περιοχή. Για να προχωρήσουν αυτές οι διευθετήσεις, «επιβάλλεται» να γίνει συζήτηση επί ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και η ελληνική κυβέρνηση είναι έτοιμη να το κάνει...


ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Βήματα προς τη «νομιμοποίση» της διχοτόμησης

Με το τέλος του 1999, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι, η ελληνική αλλά και η κυπριακή κυβέρνηση άρχισαν να καλλιεργούν στην κοινή γνώμη την άποψη, ότι το Κυπριακό εισέρχεται σε τροχιά επίλυσης.

Σίγουρα, «κάτι» έγινε στο Ελσίνκι, αλλά αυτό το «κάτι» πολύ απέχει από τη βιώσιμη και δίκαιη λύση του Κυπριακού, για την οποία υποτίθεται ότι δίνουν τη μάχη οι δύο κυβερνήσεις.

Οι «φωνές θριάμβου» που ακούστηκαν και ακόμη ακούγονται σε Αθήνα και Λευκωσία, μπορεί να εμποδίζουν να φτάσουν στα αυτιά του κόσμου οι «ψίθυροι» της αλήθειας, η οποία, ωστόσο, υπάρχει και πλανάται στους διαδρόμους των διπλωματικών γραφείων, στις μη αποδιδόμενες συζητήσεις των δημοσιογράφων με αρμόδιες διπλωματικές και κυβερνητικές πηγές, στο παρασκήνιο.

Η αλήθεια, λοιπόν, είναι εξαιρετικά απλή, κυνική και δυσάρεστη: Το Κυπριακό, το 1999, όχι μόνο μπήκε στο ράφι προς όφελος της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, αλλά τοποθετήθηκε και σε ένα νέο πλαίσιο αντιμετώπισής του.

Τα γεγονότα είναι σαφή. Η ελληνική κυβέρνηση, εγκαταλείποντας πάγιες θέσεις της εξωτερικής πολιτικής, αποδέχτηκε την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, δίχως να λάβει το παραμικρό αντάλλαγμα για την Κύπρο. Μάλιστα, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι κατά τη στιγμή που η Αθήνα συμφωνούσε με την τουρκική υποψηφιότητα στην ΕΕ, η Αγκυρα υπογράμμιζε σε όλους τους τόνους με δηλώσεις των πλέον αρμόδιων να εκφράσουν τη θέση του τουρκικού κράτους, πως «το Κυπριακό έχει επιλυθεί από το 1974».

Η αλλαγή της γραμμής πλεύσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, προφανώς, θα χαρακτηρίσει τις εξελίξεις στο Κυπριακό, όχι μόνο κατά το 2000, αλλά μέχρι τη στιγμή που αυτό το μεγάλο πρόβλημα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου θα «διευθετηθεί». Μέχρι, με άλλα λόγια, να «νομιμοποιηθεί» η τουρκική άποψη πως το πρόβλημα επιλύθηκε διά της εισβολής.

Η απαισιόδοξη αυτή εκτίμηση βασίζεται, δυστυχώς, σε δεδομένα που δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθούν.

Πρώτα απ' όλα, είναι φανερό ότι η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε(;) να αφαιρέσει από το καλάθι των ελληνοτουρκικών διαφορών το Κυπριακό. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, το Γενάρη του 2000 θα υπογραφούν οι ελληνοτουρκικές συμφωνίες για θέματα «χαμηλής πολιτικής» και, το σημαντικότερο, μετά τις ελληνικές εκλογές θα ξεκινήσει η διαδικασία και η συζήτηση για όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Εδώ πρέπει να παρατηρήσει κανείς, ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι έτοιμη να εγκαταλείψει μία ακόμη «πάγια» θέση της: Οτι παραδέχεται μόνο μια ελληνοτουρκική διαφορά, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, και δε συζητά με την Αγκυρα τίποτε πέρα από αυτή τη διαφορά.

Οι θέσεις αυτές ανήκουν, όπως φαίνεται, στον παρελθόντα αιώνα και η ελληνική κυβέρνηση στην αυγή της νέας χιλιετίας είναι έτοιμη όχι μόνο να προσέλθει σε έναν εφ' όλης της ύλης ελληνοτουρκικό διάλογο, αλλά, κατά μια έννοια, να αποδεχτεί και τα τετελεσμένα της εισβολής στην Κύπρο, αφού συνδιαλέγεται με την Αγκυρα, η οποία δεν κρύβει τη θέση της για ύπαρξη δύο κρατών στο νησί.

To «πέπλο», που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία για να καλύψουν την πορεία που οδηγεί στη νομιμοποίηση της διχοτόμησης της Κύπρου, ονομάζεται «απρόσκοπτη ενταξιακή πορεία στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Η ελληνική κυβέρνηση προβάλλει την άποψη ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ αυτόματα επιλύει το πολιτικό πρόβλημα. Η άποψη αυτή χρησιμοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 1995, όταν άρχισε να αλλάζει τη θέση της στο θέμα της εξέλιξης των ευρωτουρκικών σχέσεων και αποδέχτηκε την τελωνειακή σύνδεση της Τουρκίας με την ΕΕ. Αυτή τη χρονιά ακριβώς ήταν που ο τότε απερχόμενος πρόεδρος της Κομισιόν, ο Ζ. Ντελόρ, είχε κάνει μια δήλωση, η οποία, αν και πέρασε στα ψιλά των ελληνικών εφημερίδων, είχε περιγράψει το ευρωπαϊκό πλαίσιο για το Κυπριακό: «Ας βάλουμε, είχε πει ο Ντελόρ, τη Νότια Κύπρο στην Ενωση, να τελειώνουμε».

Από τότε που ο Ζ. Ντελόρ είχε περιγράψει την πορεία που θα ακολουθήσει το Κυπριακό μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ, μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι όπου αποφασίστηκε η αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε μια πολιτική που μπορεί να χαρακτηριστεί συνεπής με τη δήλωση του προέδρου, τότε, της Κομισιόν. Μάλιστα, μετά τη Σύνοδο του Ελσίνκι, άρχισαν να ακούγονται, για πρώτη φορά στην Αθήνα, απόψεις, όπως αυτή του πρώην υπουργού Εξωτερικών Θ. Πάγκαλου. Ο τέως υπουργός, αναλύοντας την «επιτυχία» του Ελσίνκι, είχε πει ότι από εδώ και στο εξής η Τουρκία έχει δύο επιλογές. `Η θα συνεργαστεί για την επίλυση του Κυπριακού ή θα πρέπει να αποδεχτεί την είσοδο της Κύπρου, χωρίς το κατεχόμενο κομμάτι της στην ΕΕ. Αλήθεια, τι διαφορετικό απ' όσα είπε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών υποστηρίζει η Αγκυρα; Και προς ποιου, άραγε, το συμφέρον είναι η είσοδος της νότιας Κύπρου στην ΕΕ; Είναι, τέλος, αυτή η λύση για το Κυπριακό δίκαιη, ή μήπως είναι η «ενδεδειγμένη» για να διασφαλιστούν τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή; Οι προφανείς απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα αρχίσουν, δυστυχώς, να δίνονται μέσα στο 2000, μετά τις ελληνικές εκλογές.


Δ. Μ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ