Πέμπτη 6 Γενάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Βήματα προς τη «νομιμοποίση» της διχοτόμησης

Με το τέλος του 1999, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι, η ελληνική αλλά και η κυπριακή κυβέρνηση άρχισαν να καλλιεργούν στην κοινή γνώμη την άποψη, ότι το Κυπριακό εισέρχεται σε τροχιά επίλυσης.

Σίγουρα, «κάτι» έγινε στο Ελσίνκι, αλλά αυτό το «κάτι» πολύ απέχει από τη βιώσιμη και δίκαιη λύση του Κυπριακού, για την οποία υποτίθεται ότι δίνουν τη μάχη οι δύο κυβερνήσεις.

Οι «φωνές θριάμβου» που ακούστηκαν και ακόμη ακούγονται σε Αθήνα και Λευκωσία, μπορεί να εμποδίζουν να φτάσουν στα αυτιά του κόσμου οι «ψίθυροι» της αλήθειας, η οποία, ωστόσο, υπάρχει και πλανάται στους διαδρόμους των διπλωματικών γραφείων, στις μη αποδιδόμενες συζητήσεις των δημοσιογράφων με αρμόδιες διπλωματικές και κυβερνητικές πηγές, στο παρασκήνιο.

Η αλήθεια, λοιπόν, είναι εξαιρετικά απλή, κυνική και δυσάρεστη: Το Κυπριακό, το 1999, όχι μόνο μπήκε στο ράφι προς όφελος της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, αλλά τοποθετήθηκε και σε ένα νέο πλαίσιο αντιμετώπισής του.

Τα γεγονότα είναι σαφή. Η ελληνική κυβέρνηση, εγκαταλείποντας πάγιες θέσεις της εξωτερικής πολιτικής, αποδέχτηκε την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, δίχως να λάβει το παραμικρό αντάλλαγμα για την Κύπρο. Μάλιστα, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι κατά τη στιγμή που η Αθήνα συμφωνούσε με την τουρκική υποψηφιότητα στην ΕΕ, η Αγκυρα υπογράμμιζε σε όλους τους τόνους με δηλώσεις των πλέον αρμόδιων να εκφράσουν τη θέση του τουρκικού κράτους, πως «το Κυπριακό έχει επιλυθεί από το 1974».

Η αλλαγή της γραμμής πλεύσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, προφανώς, θα χαρακτηρίσει τις εξελίξεις στο Κυπριακό, όχι μόνο κατά το 2000, αλλά μέχρι τη στιγμή που αυτό το μεγάλο πρόβλημα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου θα «διευθετηθεί». Μέχρι, με άλλα λόγια, να «νομιμοποιηθεί» η τουρκική άποψη πως το πρόβλημα επιλύθηκε διά της εισβολής.

Η απαισιόδοξη αυτή εκτίμηση βασίζεται, δυστυχώς, σε δεδομένα που δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθούν.

Πρώτα απ' όλα, είναι φανερό ότι η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε(;) να αφαιρέσει από το καλάθι των ελληνοτουρκικών διαφορών το Κυπριακό. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, το Γενάρη του 2000 θα υπογραφούν οι ελληνοτουρκικές συμφωνίες για θέματα «χαμηλής πολιτικής» και, το σημαντικότερο, μετά τις ελληνικές εκλογές θα ξεκινήσει η διαδικασία και η συζήτηση για όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Εδώ πρέπει να παρατηρήσει κανείς, ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι έτοιμη να εγκαταλείψει μία ακόμη «πάγια» θέση της: Οτι παραδέχεται μόνο μια ελληνοτουρκική διαφορά, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, και δε συζητά με την Αγκυρα τίποτε πέρα από αυτή τη διαφορά.

Οι θέσεις αυτές ανήκουν, όπως φαίνεται, στον παρελθόντα αιώνα και η ελληνική κυβέρνηση στην αυγή της νέας χιλιετίας είναι έτοιμη όχι μόνο να προσέλθει σε έναν εφ' όλης της ύλης ελληνοτουρκικό διάλογο, αλλά, κατά μια έννοια, να αποδεχτεί και τα τετελεσμένα της εισβολής στην Κύπρο, αφού συνδιαλέγεται με την Αγκυρα, η οποία δεν κρύβει τη θέση της για ύπαρξη δύο κρατών στο νησί.

To «πέπλο», που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία για να καλύψουν την πορεία που οδηγεί στη νομιμοποίηση της διχοτόμησης της Κύπρου, ονομάζεται «απρόσκοπτη ενταξιακή πορεία στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Η ελληνική κυβέρνηση προβάλλει την άποψη ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ αυτόματα επιλύει το πολιτικό πρόβλημα. Η άποψη αυτή χρησιμοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 1995, όταν άρχισε να αλλάζει τη θέση της στο θέμα της εξέλιξης των ευρωτουρκικών σχέσεων και αποδέχτηκε την τελωνειακή σύνδεση της Τουρκίας με την ΕΕ. Αυτή τη χρονιά ακριβώς ήταν που ο τότε απερχόμενος πρόεδρος της Κομισιόν, ο Ζ. Ντελόρ, είχε κάνει μια δήλωση, η οποία, αν και πέρασε στα ψιλά των ελληνικών εφημερίδων, είχε περιγράψει το ευρωπαϊκό πλαίσιο για το Κυπριακό: «Ας βάλουμε, είχε πει ο Ντελόρ, τη Νότια Κύπρο στην Ενωση, να τελειώνουμε».

Από τότε που ο Ζ. Ντελόρ είχε περιγράψει την πορεία που θα ακολουθήσει το Κυπριακό μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ, μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι όπου αποφασίστηκε η αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε μια πολιτική που μπορεί να χαρακτηριστεί συνεπής με τη δήλωση του προέδρου, τότε, της Κομισιόν. Μάλιστα, μετά τη Σύνοδο του Ελσίνκι, άρχισαν να ακούγονται, για πρώτη φορά στην Αθήνα, απόψεις, όπως αυτή του πρώην υπουργού Εξωτερικών Θ. Πάγκαλου. Ο τέως υπουργός, αναλύοντας την «επιτυχία» του Ελσίνκι, είχε πει ότι από εδώ και στο εξής η Τουρκία έχει δύο επιλογές. `Η θα συνεργαστεί για την επίλυση του Κυπριακού ή θα πρέπει να αποδεχτεί την είσοδο της Κύπρου, χωρίς το κατεχόμενο κομμάτι της στην ΕΕ. Αλήθεια, τι διαφορετικό απ' όσα είπε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών υποστηρίζει η Αγκυρα; Και προς ποιου, άραγε, το συμφέρον είναι η είσοδος της νότιας Κύπρου στην ΕΕ; Είναι, τέλος, αυτή η λύση για το Κυπριακό δίκαιη, ή μήπως είναι η «ενδεδειγμένη» για να διασφαλιστούν τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή; Οι προφανείς απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα αρχίσουν, δυστυχώς, να δίνονται μέσα στο 2000, μετά τις ελληνικές εκλογές.


Δ. Μ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ