ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Γενάρη 2000
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Χρηματιστήριο Αθήνας
Ο θρίαμβος του παραλογισμού και του τζόγου
  • Αποκαλυπτικά στοιχεία για τις εξελίξεις του 1999 στη Σοφοκλέους
  • 95 μετοχές παρουσίασαν διακυμάνσεις πάνω από 1.000%
  • Συνεχής η ...απομάκρυνση των χρηματιστηριακών εξελίξεων από την οικονομία

Η παρακολούθηση των εξελίξεων στο Χρηματιστήριο της Αθήνας αποδεικνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Οχι, βέβαια, για τη διερεύνηση των «υποσχέσεων» που μοιράζονται αφειδώς στους αγοραστές διαφόρων μετοχικών τίτλων, αλλά για την επισήμανση ζητημάτων και προβληματισμών, που αναπόφευκτα προκαλεί η εικόνα που παρουσιάζουν οι χρηματιστηρικές συναλλαγές και οι συμπεριφορές που αναπτύσσονται γύρω από αυτές.

Ο «Ρ», σε μια εποχή που πολλοί εθίζουν τους αναγνώστες των εφημερίδων ν' αναζητούν στις σελίδες του Τύπου «πληροφορίες για κάποιο καλό χαρτί», τήρησε διακριτική απόσταση και απέφυγε κάθε είδους ομφαλοσκόπηση γύρω από τις τάσεις, τις προοπτικές, τα κέρδη ή τις ζημιές που έχει το παιχνίδι με τις μετοχές.

Το κάναμε συνειδητά για μια σειρά λόγους. Πρώτα και κύρια επειδή η υπόθεση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, σε φυσιολογικές συνθήκες, είναι μια υπόθεση που αφορά -και πρέπει να αφορά- τους κατόχους κεφαλαίων. Δεν αφορά εκείνους που διαθέτουν κάποιες αποταμιεύσεις, άσχετα αν οι κεφαλαιοκράτες τις «λιγουρεύονται», ώστε να ενισχυθεί ο συνολικός όγκος των ποσών που παίζονται στις χρηματαγορές. Ακόμα, επειδή, όπως σχετικά πρόσφατα αποδεικνύεται και στη χώρα μας, ο χώρος της «οικονομικής πληροφόρησης» και των «σομόν εφημερίδων» δεν έχουν στόχο τόσο την πληροφόρηση όσο την προσπάθεια για διαμόρφωση τάσεων στις χρηματιστηρικές αγορές. Το κυριότερο, ίσως, επειδή ο τρόπος που διεξάγονται οι χρηματιστηριακές συναλλαγές θυμίζουν όλο και πιο πολύ έναν άνευ προηγουμένου τζόγο , ο οποίος τείνει να χάσει κάθε σχέση με αυτό που συνήθως λέμε «πραγματική οικονομία». Ενας όρος, που αναμφίβολα «σηκώνει» πολλή συζήτηση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να δείξει κανείς απλά το μέγεθος της τεράστιας απόστασης που υπάρχει στις εξελίξεις, που σημειώνονται σε διάφορους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας της κοινωνίας και τα τεκταινόμενα της οδού Σοφοκλέους.

Αν θεωρήσουμε πως είναι σωστή η άποψη που λέει ότι η πορεία των μετοχών πρέπει να ανταποκρίνεται στο γενικό επίπεδο προσδοκιών και προοπτικών (της άρχουσας τάξης) για την οικονομία και παράλληλα να αντιστοιχεί στην -έστω γενική- πορεία των εισηγμένων επιχειρήσεων, είναι λογικό να περίμενε κανείς ότι την προηγούμενη χρονιά οι τιμές των μετοχών θα ήταν ανοδικές. Δεν είναι λίγοι οι λόγοι που συνηγορούν σε μια τέτοια εκτίμηση. Η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική όλα τα τελευταία χρόνια, αλλά κυρίως η στρατηγική του κεφαλαίου που βρίσκει έκφραση στο «μονόδρομο» της ΟΝΕ και των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στοχεύει ακριβώς εκεί: Στη δημιουργία όλο και πιο ευνοϊκών προϋποθέσεων για την αύξηση -τη μεγάλη, μάλιστα, αύξηση- της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η οποία μάλιστα τώρα έρχεται μέσα από τις γνωστές διαδικασίες υπερσυγκέντρωσης κεφαλαίων είτε μέσω των εξαγορών και συγχωνεύσεων μεγάλων επιχειρήσεων, είτε μέσα από την άντληση κεφαλαίων από τις χρηματαγορές. Ολους τους τελευταίους 20-25 μήνες προβλήθηκε με διάφορους τρόπους μια τεράστια δέσμη επιχειρημάτων για τους λόγους που το Χρηματιστήριο και οι τιμές των μετοχών έχουν και θα έχουν ανοδική πορεία. Πρόκειται για επιχειρήματα που μέχρι πριν λίγο καιρό υποτίθεται πως αποτελούσαν αντικείμενο εντοπισμού και προσδιορισμού από τους ειδικούς. Τώρα, με την πρώτη ευκαιρία τα ακούς από δεκάδες χιλιάδες νεοφώτιστους «παίχτες», οι οποίο πάντα και με κάθε τρόπο είναι διαπαιδαγωγημένοι να υποστηρίζουν την άποψη ότι «οι τιμές θα ανέβουν κι άλλο»...

Απίστευτες «αποδόσεις»

Ολα αυτά είναι καλά. Ομως, όπως και να έχουν τα πράγματα, όσα επιχειρήματα υπέρ της ανόδου των τιμών στο Χρηματιστήριο κι αν τεθούν στο τραπέζι το βέβαιο είναι ότι αυτό που συνέβη το 1999 ξεφεύγει από κάθε λογική. Δεν ανταποκρίνεται σε καμιά απολύτως προοπτική των επιχειρήσεων ή μελλοντική απόδοση των μετοχών. Γιατί όσο ποιοτικά αναβαθμισμένες κι αν είναι οι προσδοκίες των μεγαλοεπιχειρηματιών να αξιοποιήσουν την οικονομική πολιτική, για να πολλαπλασιάσουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη τους δε φαίνεται να μπορεί να δικαιολογηθεί με αντικειμενικά κριτήρια η πορεία των τιμών στις μετοχές της οδού Σοφοκλέους. Οι διακυμάνσεις των μετοχών και η υψηλή εμπορευσιμότητα των περισσοτέρων τίτλων δείχνει ότι το 1999 κινήθηκε στον αστερισμό ενός απίστευτου τζόγου, τις επιπτώσεις του οποίου ίσως ακόμα δεν έχουμε δει ολοκληρωμένα. Ο «Ρ» δημοσιεύει σήμερα (ΠΙΝΑΚΑΣ 1) τις μετοχές που πέρσι σημείωσαν διακύμανση, ανάμεσα στην κατώτερη και ανώτερη τιμή έτους, πάνω από 1.000%. Στον πίνακα δηλαδή, εμφανίζονται οι μετοχές οι τιμές των οποίων υπερδεκαπλασιάστηκαν μέσα στους 12 μήνες του προηγούμενου χρόνου και όπως φαίνεται δεν είναι ούτε 10, ούτε 20, ούτε 30. Ενενήντα πέντε μετοχές είχαν διακύμανση τιμών από 1.000%, μέχρι και 8.746%!!! Είναι ενδιαφέρον ότι, με δείκτη τη διαφορά ανάμεσα στην κατώτερη και ανώτατη τιμή της μετοχής, στην οδό Σοφοκλέους πέρσι:

  • 14 μετοχές παρουσίασαν «επιδόσεις» πάνω από 5.000%
  • 24 μετοχές πάνω από 3.000%
  • 41 μετοχές πάνω από 2.000%
  • 95 μετοχές είχαν πάνω από 1.000%
  • 181 μετοχές πάνω από 500%
  • 139 μετοχές μέχρι 500%
  • 14 μόλις μετοχές μέχρι 100%

Τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία βέβαια δεν αφορούν τον καθένα «παίχτη» του Χρηματιστηρίου ξεχωριστά. Αφορούν την πορεία των τιμών. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια οι μετοχές μιας εταιρίας μπορούν ν' αλλάξουν χέρια αρκετές φορές μέσα στη διάρκεια του χρόνου. Για παράδειγμα η εταιρία που φιγουράρει στην πρώτη θέση των αποδόσεων μέχρι τον Ιούνη είχε στο Χρηματιστήριο περίπου 4 εκατομμύρια μετοχές. Οι μετοχές όμως που άλλαξαν χέρια ήταν περίπου 9 εκατομμύρια, γεγονός που στη γλώσσα της οδού Σοφοκλέους αναφέρεται ως «υψηλή εμπορευσιμότητα», στην πραγματικότητα όμως αποτελεί ένα αέναο παιχνίδι μπροστά στην προσδοκία εξασφάλισης μεγαλύτερης τιμής.

Χωρίς προηγούμενο

Χωρίς προηγούμενο ήταν η προσπάθεια που έγινε πέρσι από όλους τους εμπλεκόμενους με τον χρηματιστηριακό τζόγο να σπρώξουν προς την οδό Σοφοκλέους, όσο το δυνατόν περισσότερους μικροαποταμιευτές. Τα ποσά που αυτοί τοποθέτησαν σε διάφορους τίτλους αποτέλεσε το κυρίως λίπασμα, για να εξασφαλιστούν κέρδη τόσο για τους «θεσμικούς επενδυτές», όσο και για τους εκπροσώπους των διαφόρων επιχειρήσεων. «Κλειδί» για τη διατήρηση του παιχνιδιού σε ικανοποιητικά επίπεδα είναι η συνεχής αύξηση του τζίρου των συναλλαγών. Από αυτή την άποψη οι επιτήδειοι δεν μπορεί παρά να τρίβουν τα χέρια τους. Η εξέλιξη του όγκου των συναλλαγών τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε με απίθανους ρυθμούς. Για να κατανοήσει κανείς ευκρινέστερα το μέγεθος αυτής της αύξησης, το παρουσιάζουμε (ΠΙΝΑΚΑΣ 2) σε σχέση με τον συνολικό όγκο του εμπορίου στη χώρα. Τι λέει ο πίνακας; Οτι το 1995 οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο της Αθήνας ήταν μόλις το 0,4 του όγκου του ελληνικού εμπορίου, ενώ πέρσι έφτασε να είναι 12 φορές μεγαλύτερος. Οι σχετικοί αριθμοί είναι εφιαλτικοί για το πώς το μικρόβιο του χρηματιστηρικού τζόγου βομβαρδίζει την ελληνική κοινωνία. Οι θαμώνες βέβαια της οδού Σοφοκλέους τούς διαβάζουν διαφορετικά και υποστηρίζουν πως, με βάση τη διεθνή πείρα, οι αναλογίες έχουν τεράστια περιθώρια διεύρυνσης υπέρ των χρηματιστηριακών πράξεων.

Είναι φανερό πως ο παραλογισμός έχει θρονιαστεί για τα καλά στην οδό Σοφοκλέους. Ενας παραλογισμός, που δικαιολογείται και εξηγείται μόνο από τα ποικιλόμορφα παιχνίδια που στήνουν εκείνοι που έχουν τις δυνατότητες να επηρεάζουν την πορεία των τιμών. Το όργιο, πάντως, του παραλόγου και της συνεχούς απομάκρυνσης του χρηματιστηρίου από την οικονομία και τις εξελίξεις σ' αυτή φαίνεται και από την κεφαλαιοποίηση του ΧΑΑ είτε σαν εξέλιξη, είτε σαν σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Ο ΠΙΝΑΚΑΣ 3 δείχνει πως μέσα στην προηγούμενη και μόνο χρονιά η χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων μετοχών βρισκόταν στο 75,4% του ΑΕΠ και το Δεκέμβρη είχε διαμορφωθεί στο ...178,2%. Ακόμα πιο αποκαλυπτικά γίνονται τα στοιχεία αυτά, αν αναλογιστούμε τα αντίστοιχα ποσοστά των προηγούμενων χρόνων και σύμφωνα με τα οποία η κεφαλαιοποίηση στο Χρηματιστήριο ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως φαίνεται από το πρόσφατο Δελτίο της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών (αρ.19-20, σελίδα 30) ήταν:

  • 1990: 14,5%
  • 1991: 18,7%
  • 1992: 12,2%
  • 1993: 16,9%
  • 1994: 19,8%
  • 1995: 15,0%
  • 1996: 31,2%
  • 1997: 64,3%
Χρηματιστήριο και οικονομία

Το ερώτημα κατά πόσο οι εξελίξεις στα Χρηματιστήρια και στις αγοραπωλησίες μετοχικών τίτλων αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις στην οικονομία δεν είναι καινούριο και οι απαντήσεις βεβαίως δεν είναι μονοσήμαντες. Το βέβαιο είναι ένα. Οτι ενώ η ανάπτυξη της οικονομίας οδηγεί στη δημιουργία των χρηματαγορών και των χρηματιστηρίων και από εκεί και πέρα υπάρχει γενικά μια συνεχής αλληλεπίδραση οικονομίας -χρηματαγορών, όταν το αντικείμενο ανάλυσης περιορίζεται σε βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσοπρόθεσμα όρια, τότε τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τότε, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν φαινόμενα, σύμφωνα με τα οποία ακολουθούνται ξεχωριστές πορείες στην οικονομία και τα χρηματιστήρια. Πρόκειται για κάτι λογικό, αν αναλογιστούμε το βαθμό αυτονόμησης των χρηματαγορών από τις εξελίξεις στην οικονομία. Οταν κεφάλαια που αντιστοιχούν σε αρκετά τρισεκατομμύρια δολάρια διακινούνται με απίστευτες ταχύτητες καθημερινά -αγοράζοντας και πωλώντας «χαρτιά» χρηματαγοράς ή χρηματιστηριακά παράγωγα- οι κάτοχοί τους είναι φυσικό να ενδιαφέρονται περισσότερο για την τύχη του δικού τους παιγνίου, παρά για την πορεία του άλφα ή του βήτα κλάδου της βιομηχανίας. Το αλισβερίσι αυτό από μόνο του αποκτά μια δική του δυναμική και υπακούει σε νόμους και κανόνες που είναι, σχεδόν ανά πάσα στιγμή, ευμετάβλητοι. Αυτό σήμερα είναι πασιφανές αν παρατηρήσει κανείς τους σύγχρονους τρόπους χρηματοοικονομικών συναλλαγών, στα πλαίσια των οποίων οι περιβόητοι «θεσμικοί επενδυτές» αγοράζουν και πουλάνε στο «μιλητό». Με απλές λογιστικές πράξεις, δηλαδή, χωρίς καν να είναι απαραίτητο τη στιγμή της συναλλαγής να διαθέτουν τα αναγκαία κεφάλαια για να κάνουν αγορές ή τους απαιτούμενους τίτλους για να κάνουν πωλήσεις. Τα φαινόμενα, βέβαια, αυτά δεν είναι καινούρια. Οι αστοί οικονομολόγοι τα παίζουν στα δάχτυλα εδώ και αρκετές δεκαετίες και τα αξιοποιούν, προκειμένου, στηρίζοντας συγκεκριμένα συμφέροντα, να προτείνουν κάθε φορά αλλαγές στο... θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των χρηματαγορών. Τα είχαν εντοπίσει όμως με μεγάλη ακρίβεια από τον προηγούμενο αιώνα, οι κλασικοί του Μαρξισμού. «Μόλις το χρηματεμπόριο χωριστεί από το εμπόριο των εμπορευμάτων - έγραφε το 1890 ο Ενγκελς στον Γερμανό σοσιαλδημοκράτη Σμιτ - αποκτά δική του ανάπτυξη, ιδιαίτερους νόμους και ξεχωριστές φάσεις, που καθορίζονται από την ίδια του τη φύση». (Μαρξ-Ενγκελς «Διαλεχτά έργα», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, Τόμος 2, σελίδα 577)

Η εικόνα που παρουσιάζεται στη χώρα μας όλα τα χρόνια της δεκαετίας του '90, είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Τα στοιχεία, που υπάρχουν στον ΠΙΝΑΚΑ 4 είναι μάλλον δύσκολο να συσχετιστούν μεταξύ τους και να οδηγήσουν σε κάποια συμπεράσματα. Συσχετισμοί των μεταβολών στους τρεις δείκτες δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν, όπως κι αν αυτοί διαβαστούν. Είτε δηλαδή θεωρήσουμε πως το Χρηματιστήριο αντιδρά άμεσα στις εξελίξεις στην οικονομία που δεν είναι λάθος, είτε πούμε ότι στο Χρηματιστήριο προεξοφλούνται οι οικονομικές εξελίξεις που επίσης προβάλλεται ως σωστό, αναλογίες δύσκολα προκύπτουν.

Τέτοια φαινόμενα θα εξακολουθήσουν βεβαίως να παρατηρούνται και από εδώ και πέρα και το ερώτημα περί των σχέσεων οικονομίας - χρηματιστηρίου θα έρχεται και θα ξαναέρχεται στην επιφάνεια. Από αυτή την άποψη το σημαντικότερο είναι οι πολλοί να γνωρίζουν πως οι χρηματαγορές είναι υπόθεση για λίγους. Αποτελούν σήμερα όπως ακριβώς συνέβαινε και στο παρελθόν «τόπο, όπου οι κεφαλαιοκράτες αφαιρούσαν ο ένας του άλλου τα συσσωρευμένα κεφάλαια, και αφορούσε άμεσα τους εργάτες μόνο σαν μια καινούρια απόδειξη της γενικής εξαχρειωτικής επίδρασης της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας» (Κ.Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1978, σελίδα 1.115).


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ

Πανάκριβη αποκατάσταση «ανεπάρκειας» των υπολογιστών

Εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν, κατά τον προηγούμενο κυρίως χρόνο, για την αντιμετώπιση της ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ των ηλεκτρονικών υπολογιστών να καταγράψουν τις νέες ημερομηνίες, μετά το 1999. Και όχι για τη «θεραπεία του ιού», όπως επέμεναν να μιλάνε πολλοί, αλλά για τη διόρθωση της υστέρησης που συνόδευε το λογισμικό τους, κατά τον προγραμματισμό της αρχικής παραγωγής τους.

Εντελώς απλουστευτικά, ο «εγκέφαλός» τους είχε προγραμματιστεί να «διαβάζει με βάση το μηδέν και τη μονάδα, αντί για περισσότερα ψηφιακά στοιχεία, όπως θα μπορούσε να έχει γίνει, στους παλιούς υπολογιστές, με βάση την απλή πρόβλεψη, ώστε να καταγράφουν τις νέες ημερομηνίες σε όλα τα επίπεδα, από την αρχή του 2000.

Μεγάλος θόρυβος προηγήθηκε και κορυφώθηκε για να επισημανθούν τεράστιοι κίνδυνοι γενικότερης αποσταθεροποίησης που δεν επιβεβαιώθηκαν, παρά σε πολύ μικρότερη κλίμακα περιστατικών στις διάφορες χώρες. Ετσι, όμως, οι εταιρίες εκείνες που είχαν κατασκευάσει χιλιάδες υπολογιστές, με την εγγενή υστέρηση και ανεπάρκεια, όπως και άλλες που εμφανίστηκαν στην αγορά, ανέλαβαν - μέσα σε έντονο κλίμα καταστροφολογίας, να προσαρμόσουν τα λογισμικά των υπολογιστών, σε νέα προβλέψιμα δεδομένα, και να καρπωθούν αυτά τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια.

Καταστροφολογία που περιλάμβανε πραγματικά, αλλά και μεταφυσικά στοιχεία, τύπου Αποκάλυψης, ότι κρατικά, στρατιωτικά, επιχειρηματικά και άλλα προγράμματα Οργανισμών, αλλά και ιδιωτών κινδύνευαν να τιναχτούν στον αέρα. Τρομοεπιχείρηση, που θα παρακολουθεί και για μικρό, ακόμη χρονικό διάστημα.

Αρχικό λοιπόν ήταν το «λάθος» πρόβλεψης, κατά τον προγραμματισμό των υπολογιστών, παλαιότερων σχετικά γενεών, που δεν έλαβε υπόψη ΚΑΙ το χρονικό ορίζοντα, με την είσοδο στο 2000;

Πονηροί οι καιροί, πονηρές και οι επιχειρηματικές επιδιώξεις, αλλά πονηροί και μερικοί που υποστήριξαν ότι η «ανεπάρκεια» των υπολογιστών δεν οφείλεται σε λάθος, αλλά σε εσκεμμένη ενδεχόμενη παράλειψη, όπως γίνεται κατά το σχεδιασμό παραγωγής μεγάλων βιομηχανιών. Ενα σχεδιασμό, με βάση το «πρόγραμμα παρωχημένου», «Plan Opso besense), που σημαίνει από την αρχή προσδιορισμένο χρόνο ζωής, π.χ. για τα αυτοκίνητα και τα ανταλλακτικά τους, για την ανατροφοδότηση ενός νέου κύκλου παραγωγής, έναντι υψηλότατης κερδοφορίας.


Του Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ