Ο «Ρ», σε μια εποχή που πολλοί εθίζουν τους αναγνώστες των εφημερίδων ν' αναζητούν στις σελίδες του Τύπου «πληροφορίες για κάποιο καλό χαρτί», τήρησε διακριτική απόσταση και απέφυγε κάθε είδους ομφαλοσκόπηση γύρω από τις τάσεις, τις προοπτικές, τα κέρδη ή τις ζημιές που έχει το παιχνίδι με τις μετοχές.
Το κάναμε συνειδητά για μια σειρά λόγους. Πρώτα και κύρια επειδή η υπόθεση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, σε φυσιολογικές συνθήκες, είναι μια υπόθεση που αφορά -και πρέπει να αφορά- τους κατόχους κεφαλαίων. Δεν αφορά εκείνους που διαθέτουν κάποιες αποταμιεύσεις, άσχετα αν οι κεφαλαιοκράτες τις «λιγουρεύονται», ώστε να ενισχυθεί ο συνολικός όγκος των ποσών που παίζονται στις χρηματαγορές. Ακόμα, επειδή, όπως σχετικά πρόσφατα αποδεικνύεται και στη χώρα μας, ο χώρος της «οικονομικής πληροφόρησης» και των «σομόν εφημερίδων» δεν έχουν στόχο τόσο την πληροφόρηση όσο την προσπάθεια για διαμόρφωση τάσεων στις χρηματιστηρικές αγορές. Το κυριότερο, ίσως, επειδή ο τρόπος που διεξάγονται οι χρηματιστηριακές συναλλαγές θυμίζουν όλο και πιο πολύ έναν άνευ προηγουμένου τζόγο , ο οποίος τείνει να χάσει κάθε σχέση με αυτό που συνήθως λέμε «πραγματική οικονομία». Ενας όρος, που αναμφίβολα «σηκώνει» πολλή συζήτηση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να δείξει κανείς απλά το μέγεθος της τεράστιας απόστασης που υπάρχει στις εξελίξεις, που σημειώνονται σε διάφορους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας της κοινωνίας και τα τεκταινόμενα της οδού Σοφοκλέους.
Ολα αυτά είναι καλά. Ομως, όπως και να έχουν τα πράγματα, όσα επιχειρήματα υπέρ της ανόδου των τιμών στο Χρηματιστήριο κι αν τεθούν στο τραπέζι το βέβαιο είναι ότι αυτό που συνέβη το 1999 ξεφεύγει από κάθε λογική. Δεν ανταποκρίνεται σε καμιά απολύτως προοπτική των επιχειρήσεων ή μελλοντική απόδοση των μετοχών. Γιατί όσο ποιοτικά αναβαθμισμένες κι αν είναι οι προσδοκίες των μεγαλοεπιχειρηματιών να αξιοποιήσουν την οικονομική πολιτική, για να πολλαπλασιάσουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη τους δε φαίνεται να μπορεί να δικαιολογηθεί με αντικειμενικά κριτήρια η πορεία των τιμών στις μετοχές της οδού Σοφοκλέους. Οι διακυμάνσεις των μετοχών και η υψηλή εμπορευσιμότητα των περισσοτέρων τίτλων δείχνει ότι το 1999 κινήθηκε στον αστερισμό ενός απίστευτου τζόγου, τις επιπτώσεις του οποίου ίσως ακόμα δεν έχουμε δει ολοκληρωμένα. Ο «Ρ» δημοσιεύει σήμερα (ΠΙΝΑΚΑΣ 1) τις μετοχές που πέρσι σημείωσαν διακύμανση, ανάμεσα στην κατώτερη και ανώτερη τιμή έτους, πάνω από 1.000%. Στον πίνακα δηλαδή, εμφανίζονται οι μετοχές οι τιμές των οποίων υπερδεκαπλασιάστηκαν μέσα στους 12 μήνες του προηγούμενου χρόνου και όπως φαίνεται δεν είναι ούτε 10, ούτε 20, ούτε 30. Ενενήντα πέντε μετοχές είχαν διακύμανση τιμών από 1.000%, μέχρι και 8.746%!!! Είναι ενδιαφέρον ότι, με δείκτη τη διαφορά ανάμεσα στην κατώτερη και ανώτατη τιμή της μετοχής, στην οδό Σοφοκλέους πέρσι:
Χωρίς προηγούμενο ήταν η προσπάθεια που έγινε πέρσι από όλους τους εμπλεκόμενους με τον χρηματιστηριακό τζόγο να σπρώξουν προς την οδό Σοφοκλέους, όσο το δυνατόν περισσότερους μικροαποταμιευτές. Τα ποσά που αυτοί τοποθέτησαν σε διάφορους τίτλους αποτέλεσε το κυρίως λίπασμα, για να εξασφαλιστούν κέρδη τόσο για τους «θεσμικούς επενδυτές», όσο και για τους εκπροσώπους των διαφόρων επιχειρήσεων. «Κλειδί» για τη διατήρηση του παιχνιδιού σε ικανοποιητικά επίπεδα είναι η συνεχής αύξηση του τζίρου των συναλλαγών. Από αυτή την άποψη οι επιτήδειοι δεν μπορεί παρά να τρίβουν τα χέρια τους. Η εξέλιξη του όγκου των συναλλαγών τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε με απίθανους ρυθμούς. Για να κατανοήσει κανείς ευκρινέστερα το μέγεθος αυτής της αύξησης, το παρουσιάζουμε (ΠΙΝΑΚΑΣ 2) σε σχέση με τον συνολικό όγκο του εμπορίου στη χώρα. Τι λέει ο πίνακας; Οτι το 1995 οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο της Αθήνας ήταν μόλις το 0,4 του όγκου του ελληνικού εμπορίου, ενώ πέρσι έφτασε να είναι 12 φορές μεγαλύτερος. Οι σχετικοί αριθμοί είναι εφιαλτικοί για το πώς το μικρόβιο του χρηματιστηρικού τζόγου βομβαρδίζει την ελληνική κοινωνία. Οι θαμώνες βέβαια της οδού Σοφοκλέους τούς διαβάζουν διαφορετικά και υποστηρίζουν πως, με βάση τη διεθνή πείρα, οι αναλογίες έχουν τεράστια περιθώρια διεύρυνσης υπέρ των χρηματιστηριακών πράξεων.
Το ερώτημα κατά πόσο οι εξελίξεις στα Χρηματιστήρια και στις αγοραπωλησίες μετοχικών τίτλων αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις στην οικονομία δεν είναι καινούριο και οι απαντήσεις βεβαίως δεν είναι μονοσήμαντες. Το βέβαιο είναι ένα. Οτι ενώ η ανάπτυξη της οικονομίας οδηγεί στη δημιουργία των χρηματαγορών και των χρηματιστηρίων και από εκεί και πέρα υπάρχει γενικά μια συνεχής αλληλεπίδραση οικονομίας -χρηματαγορών, όταν το αντικείμενο ανάλυσης περιορίζεται σε βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσοπρόθεσμα όρια, τότε τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τότε, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν φαινόμενα, σύμφωνα με τα οποία ακολουθούνται ξεχωριστές πορείες στην οικονομία και τα χρηματιστήρια. Πρόκειται για κάτι λογικό, αν αναλογιστούμε το βαθμό αυτονόμησης των χρηματαγορών από τις εξελίξεις στην οικονομία. Οταν κεφάλαια που αντιστοιχούν σε αρκετά τρισεκατομμύρια δολάρια διακινούνται με απίστευτες ταχύτητες καθημερινά -αγοράζοντας και πωλώντας «χαρτιά» χρηματαγοράς ή χρηματιστηριακά παράγωγα- οι κάτοχοί τους είναι φυσικό να ενδιαφέρονται περισσότερο για την τύχη του δικού τους παιγνίου, παρά για την πορεία του άλφα ή του βήτα κλάδου της βιομηχανίας. Το αλισβερίσι αυτό από μόνο του αποκτά μια δική του δυναμική και υπακούει σε νόμους και κανόνες που είναι, σχεδόν ανά πάσα στιγμή, ευμετάβλητοι. Αυτό σήμερα είναι πασιφανές αν παρατηρήσει κανείς τους σύγχρονους τρόπους χρηματοοικονομικών συναλλαγών, στα πλαίσια των οποίων οι περιβόητοι «θεσμικοί επενδυτές» αγοράζουν και πουλάνε στο «μιλητό». Με απλές λογιστικές πράξεις, δηλαδή, χωρίς καν να είναι απαραίτητο τη στιγμή της συναλλαγής να διαθέτουν τα αναγκαία κεφάλαια για να κάνουν αγορές ή τους απαιτούμενους τίτλους για να κάνουν πωλήσεις. Τα φαινόμενα, βέβαια, αυτά δεν είναι καινούρια. Οι αστοί οικονομολόγοι τα παίζουν στα δάχτυλα εδώ και αρκετές δεκαετίες και τα αξιοποιούν, προκειμένου, στηρίζοντας συγκεκριμένα συμφέροντα, να προτείνουν κάθε φορά αλλαγές στο... θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των χρηματαγορών. Τα είχαν εντοπίσει όμως με μεγάλη ακρίβεια από τον προηγούμενο αιώνα, οι κλασικοί του Μαρξισμού. «Μόλις το χρηματεμπόριο χωριστεί από το εμπόριο των εμπορευμάτων - έγραφε το 1890 ο Ενγκελς στον Γερμανό σοσιαλδημοκράτη Σμιτ - αποκτά δική του ανάπτυξη, ιδιαίτερους νόμους και ξεχωριστές φάσεις, που καθορίζονται από την ίδια του τη φύση». (Μαρξ-Ενγκελς «Διαλεχτά έργα», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, Τόμος 2, σελίδα 577)
Η εικόνα που παρουσιάζεται στη χώρα μας όλα τα χρόνια της δεκαετίας του '90, είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Τα στοιχεία, που υπάρχουν στον ΠΙΝΑΚΑ 4 είναι μάλλον δύσκολο να συσχετιστούν μεταξύ τους και να οδηγήσουν σε κάποια συμπεράσματα. Συσχετισμοί των μεταβολών στους τρεις δείκτες δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν, όπως κι αν αυτοί διαβαστούν. Είτε δηλαδή θεωρήσουμε πως το Χρηματιστήριο αντιδρά άμεσα στις εξελίξεις στην οικονομία που δεν είναι λάθος, είτε πούμε ότι στο Χρηματιστήριο προεξοφλούνται οι οικονομικές εξελίξεις που επίσης προβάλλεται ως σωστό, αναλογίες δύσκολα προκύπτουν.
Τέτοια φαινόμενα θα εξακολουθήσουν βεβαίως να παρατηρούνται και από εδώ και πέρα και το ερώτημα περί των σχέσεων οικονομίας - χρηματιστηρίου θα έρχεται και θα ξαναέρχεται στην επιφάνεια. Από αυτή την άποψη το σημαντικότερο είναι οι πολλοί να γνωρίζουν πως οι χρηματαγορές είναι υπόθεση για λίγους. Αποτελούν σήμερα όπως ακριβώς συνέβαινε και στο παρελθόν «τόπο, όπου οι κεφαλαιοκράτες αφαιρούσαν ο ένας του άλλου τα συσσωρευμένα κεφάλαια, και αφορούσε άμεσα τους εργάτες μόνο σαν μια καινούρια απόδειξη της γενικής εξαχρειωτικής επίδρασης της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας» (Κ.Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1978, σελίδα 1.115).